ΑΓΙΑ ΑΓΑΘΗ
+5 Φεβρουαρίου
Το μαργαριτάρι της Σικελίας
Το πολύτιμο μαργαριτάρι του
ουρανού, η αγία Αγάθη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σικελία της Ιταλίας τον 3ον
αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Δέκιος.
Ήταν μόλις δεκαπέντε χρονών, όταν
ξεκίνησε ο διωγμός των Χριστιανών. Όμως, ο θεϊκός έρωτας που έκαιγε στα στήθη
της για τον αγαπημένο της Ιησού, ήταν τόσο μεγάλος που δε φοβήθηκε καθόλου.
Απεναντίας έτρεξε να στηρίξει τους χριστιανούς του τόπου της και να τους
βοηθήσει, για να παραμείνουν πιστοί στην αληθινή πίστη του Χριστού.
Τους έλεγε πως στη γη αυτή
είμαστε προσωρινοί και πως η αληθινή μας πατρίδα είναι στον ουρανό, στην
αγκαλιά του Θεού. Τι αξία, λοιπόν, έχει να ζήσουμε εδώ λίγα χρόνια μέσα σε
ψεύτικες χαρές και ηδονές και να χάσουμε μετά την αιώνια ευτυχία του
Παραδείσου;
Τους βοηθούσε με το παράδειγμα
της, να αγαπήσουν ακόμα πιο πολύ τον ουράνιο Νυμφίο της Ιησού και για χάρη Του
να μην φοβούνται τίποτα, ούτε και τα φριχτά βασανιστήρια των ειδωλολατρών.
Τους μετέδιδε αυτό που η ίδια
ζούσε και ήταν το μυστικό της δύναμης της. Την λαχτάρα, δηλαδή, της αιώνιας
ζωής και την αγάπη στο Θεό Πατέρα της, τον μονογενή Υιό Του και το άγιο Πνεύμα.
Με αυτή τη διδασκαλία, η μικρή
δεκαπεντάχρονη κόρη ενίσχυε και δυνάμωνε την πίστη των αδελφών της Χριστιανών,
οι οποίοι με θάρρος και δύναμη ομολογούσαν μπροστά στους σκληρούς ειδωλολάτρες
την αληθινή πίστη στον Κύριο μας Ιησού!
Όλοι γνώριζαν την μικρή Αγάθη, το
κοριτσάκι που έμεινε ορφανό από πολύ νωρίς. Βλέπεις, ο Θεός θέλησε να πάρει
κοντά Του τους ευσεβείς γονείς της, όταν ήταν ακόμα πολύ μικρή. Όμως, αυτοί οι
ευλογημένοι γονείς είχαν ήδη βοηθήσει το μικρό τους κοριτσάκι με το παράδειγμα
και τα λόγια τους, να γνωρίσει, να εμπιστευθεί και να ερωτευθεί πολύ τον Θεό της
καρδιάς της.
Χρησιμοποιώντας την μεγάλη
περιουσία που της άφησαν οι γονείς της, και με τις συμβουλές του καλού
πνευματικού της πατέρα, βοήθησε πλήθος πονεμένων και φτωχών ανθρώπων,
χριστιανών και μη. Οι χήρες, τα ορφανά, οι άρρωστοι, αλλά και κάθε ψυχή που
ένιωθε απόγνωση και απελπισία, ένιωσε το χάδι της αγάπης της.
Όλοι την αγαπούσαν και
αναγνώριζαν στο πρόσωπο της τον άγγελο του Θεού, όπως την αποκαλούσαν, που τους
τον έστειλε ο Θεός για να τους ξεκουράσει από τον πόνο και την φτώχεια, αλλά
κυρίως να δυναμώσει τις ψυχές τους στην αληθινή πίστη του Χριστού.
Η μεγάλη χαρά της ήταν να μιλά σε
όλους για τον μοναδικό Πατέρα της ψυχής της, που ήταν ο Ουράνιος Πατέρας μας.
Τους μιλούσε για την μεγάλη αγάπη που είχε για όλους εμάς, που τον έκανε να
στείλει τον μονογενή του Υιό στη γη για να θυσιαστεί. Τους μιλούσε για τον
γλυκύ μας Ιησού και όσα μας αποκάλυψε για την Βασιλεία των Ουρανών. Τους τόνιζε
πως και εκείνοι μπορούσαν να γίνουν κληρονόμοι της Βασιλείας αυτής, σαν παιδιά
του Θεού που ήταν, αρκεί να αναζητούσαν το άγιο Πνεύμα μέσα από το άγιο
Βάπτισμα και την θεία Κοινωνία. Δίχως το άγιο Πνεύμα, τους έλεγε, δεν
μπορεί να μπει μια ψυχή στην Βασιλεία του Θεού.
Το 251 μ.Χ., και ενώ μαινόταν ο
μεγάλος διωγμός κατά των Χριστιανών που είχε εξαγγείλει ο αυτοκράτορας Δέκιος,
έγινε έπαρχος στη Σικελία ο Κουϊντιανός. Όπως ήταν φυσικό, η μεγάλη
δραστηριότητα της μικρής Χριστιανής Αγάθης δεν πέρασε απαρατήρητη από τον νέο
έπαρχο της Σικελίας. Όταν μάλιστα έμαθε για την ευγενική καταγωγή της μικρής
ορφανής Αγάθης, αλλά και την μεγάλη περιουσία που της άφησαν οι γονείς της,
αποφάσισε να κερδίσει την εύνοια της. Γρήγορα, όμως, κατάλαβε πως αυτό δεν ήταν
καθόλου εύκολο, γι’ αυτό και έστειλε απόσπασμα να την συλλάβει και να την
οδηγήσει ενώπιον του στην πόλη της Κατάνης, όπου είχε και την έδρα της
διοίκησης του.
Όταν ο Κουϊντιανός την είδε
μπροστά του, θαμπώθηκε τόσο πολύ από την ομορφιά της και το ευγενικό παράστημα
της, που σκέφτηκε να την κάνει γυναίκα του. Γι’ αυτό προσπάθησε με πονηριά να
την μεταπείσει να θυσιάσει στα είδωλα για να μην αναγκαστεί να την υποβάλλει
στα σκληρά μαρτύρια, όπως τους υπόλοιπους χριστιανούς. Την έστειλε, λοιπόν, να
μείνει για λίγο μαζί με μια φημισμένη για την αμαρτωλή ζωή της γυναίκα, την
Αφροδισία. Αυτή και οι κόρες της προσπάθησαν με χίλιους δυο τρόπους να κάνουν
την νεαρή Χριστιανή να ξεστρατίσει από τον δρόμο της αρετής. Η μικρή Αγάθη,
όμως, αντιστεκόταν με δύναμη απέναντι σε όλες τις φιλήδονες προτάσεις και
υποσχέσεις της Αφροδισίας. Οπλισμένη με την ακράδαντη πίστη της στον Ιησού Χριστό
και την αιματηρή θυσία Του πάνω στο Σταυρό, έμεινε σταθερή στην αγάπη της σ’
Εκείνον. Αυτό εξόργισε τον Κουϊντιανό, ο οποίος διέταξε τους στρατιώτες του να
την υποβάλλουν σε ένα σωρό μαρτύρια και μετά να την ρίξουν στη φυλακή,
πιστεύοντας έτσι πως θα μπορούσε να λυγήσει την μάρτυρα.
Την επόμενη μέρα προσπάθησε ξανά
να την πείσει να θυσιάσει στα είδωλα. Και πάλι όμως, η Αγάθη με θάρρος
αντιμετώπισε τον έπαρχο, δηλώνοντας πίστη μόνο στον ένα και αληθινό Θεό. Ο
έπαρχος τότε θύμωσε τόσο πολύ, που διέταξε να την γυμνώσουν και να ξεριζώσουν
οι δήμιοι με μια πυρακτωμένη τανάλια τον έναν της μαστό. Αφού τέλειωσε το
τερατούργημα του, διέταξε να την κλείσουν και πάλι στη φυλακή.
Μέσα στη φυλακή η Αγάθη
προσπάθησε, παρά τους πόνους της από την οδυνηρή μαστεκτομή, να προσεύχεται
συνέχεια στον αγαπημένο της Ιησού για να της δώσει δύναμη να αντέξει τα
μαρτύρια και να μην δειλιάσει καθόλου.
Ξαφνικά η φυλακή γέμισε από
ουράνιο φως και είδε να μπαίνει μέσα ένα παιδί που κρατούσε λαμπάδα αναμμένη
και πίσω του ακολουθούσε ένας ηλικιωμένος άνδρας, που κρατούσε στα χέρια του
ένα μικρό κιβώτιο με πολλά φάρμακα. Όταν, όμως, εκείνος της ζήτησε να του
δείξει τις πληγές της, εκείνη αρνήθηκε. Ο γέροντας αναγκάστηκε τότε να της
αποκαλύψει πως ήταν ο Απόστολος Πέτρος και το μικρό παλικάρι ο φύλακας άγγελος
της και πως εστάλη κατ’ εντολή του Χριστού, για να την θεραπεύσει και να την
ενισχύσει στον αγώνα της. Όταν το όραμα
εξαφανίστηκε, η μικρή μάρτυς του Χριστού διαπίστωσε ότι είχαν θεραπευθεί
όλες οι πληγές της και είχε, επίσης, αποκατασταθεί
ο μαστός της.
Οι φρουροί, βλέποντας όλα αυτά τα
θαύματα, καθώς και τα δεσμά της αγίας να έχουν λυθεί μόνα τους, φοβήθηκαν πολύ
και ετράπησαν σε φυγή, ενώ οι άλλοι φυλακισμένοι προέτρεπαν την αγία μάρτυρα να
εκμεταλλευθεί την ευκαιρία και να εγκαταλείψει την φυλακή. Εκείνη, όμως,
ενισχυμένη από τη χάρη του αγίου Πνεύματος, ζητούσε τη βοήθεια του Νυμφίου της
Ιησού Χριστού για να αξιωθεί μέχρι τέλους και του μαρτυρικού στεφάνου! Ήταν
τόσο πολύ μεγάλος ο θεϊκός έρωτας που έκαιγε στην καρδιά της για τον αγαπημένο
της Ιησού, που δεν έβλεπε την ώρα να υποστεί και το τελευταίο μαρτύριο, που θα
την οδηγούσε στο ουράνιο βασίλειο και την αγκαλιά του Πολυαγαπημένου της Θεού.
Μετά από τέσσερις μέρες, ο
Κουϊντιανός την κάλεσε ξανά σε απολογία στο μικρό αμφιθέατρο της πόλης. Όταν
την έφεραν μπροστά του, δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξη και τον θαυμασμό του,
βλέποντας την όχι μόνο θεραπευμένη αλλά και να λάμπει από ομορφιά και χάρη. Το
απέδωσε στην εύνοια των ψεύτικων θεών του Ολύμπου, γι’ αυτό και της ζήτησε να
θυσιάσει από ευγνωμοσύνη σ’ αυτούς.
Η αγία μας, όμως, αρνήθηκε και
του είπε δυνατά, για να ακούσει και όλος ο κόσμος, πως ο αγαπημένος της Ιησούς
ήταν Εκείνος που την έκανε καλά και όχι οι ψεύτικοι θεοί που λάτρευε εκείνος.
Η ομολογία της αυτή εξόργισε
ακόμα πιο πολύ τον ασεβή έπαρχο, που διέταξε να ανάψουν αμέσως κάρβουνα, να
ρίξουν μέσα σ’ αυτά σπασμένα κεραμίδια και αφού πυρακτωθούν καλά να σύρουν πάνω
τους την μικρή Αγάθη.
Ενώ οι δήμιοι εκτελούσαν την
αποτρόπαιη αυτή πράξη και η μάρτυς του Χριστού υπέμενε και αυτό το μαρτύριο
αγόγγυστα, έγινε ξαφνικά μεγάλος σεισμός, ενώ από το ηφαίστειο της Αίτνας
άρχισε να βγαίνει φωτιά, πυρωμένες πέτρες και λάβα, που απειλούσε να
καταστρέψει τα πάντα στο διάβα της.
Όλοι θεώρησαν το γεγονός σαν
παρέμβαση της θείας δικαιοσύνης για την άδικη μεταχείριση της μικρής παρθένου
και με κλάματα ικέτευαν τον έπαρχο να σταματήσει τα βασανιστήρια της μικρής
κοπέλας. Εκείνος, επειδή φοβήθηκε τυχόν εξέγερση του λαού, διέταξε να
φυλακίσουν και πάλι την Αγάθη.
Μέσα στη φυλακή η μικρή μας αγία,
αποκαμωμένη από τα φριχτά μαρτύρια, πρόφερε την τελευταία της προσευχή. Ήδη ο
αγαπημένος της Ιησούς την προσκαλούσε στο ουράνιο Του βασίλειο. Τότε η αγία μας
παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα της στα χέρια του βασιλιά της Ιησού, τον οποίο αγάπησε
και λάτρεψε όσο τίποτε άλλο εδώ στη γη.
Ήταν η 5η Φεβρουαρίου
του έτους 251 μ.Χ.
Μετά τον θάνατο της αγίας μας
παρέλαβαν το σώμα της οι χριστιανοί για να το ενταφιάσουν. Όταν, όμως, πήγαν να
τοποθετήσουν το άγιο λείψανο της στον τάφο που είχαν ετοιμάσει, εμφανίστηκε
ένας λαμπροφορεμένος νέος, τον οποίο συνόδευαν εκατό παιδιά, όλοι τους άγνωστοι
στην πόλη της Κατάνης. Ο νέος κρατούσε μια μαρμάρινη πλάκα την οποία τοποθέτησε
πάνω από τον τάφο της αγίας. Πάνω στην πλάκα ήταν γραμμένα τα εξής λόγια: «Νους
όσιος, αυτοπροαίρετος, τιμή στο Θεό και λύτρωση της πατρίδας». Αυτό σήμαινε πως
η αγία είχε νου άγιο, ενάρετο, αποχωρισμένο από κάθε σαρκικότητα και
ματαιοδοξία, που με τη δική της θέληση προχώρησε στο μαρτύριο. Η θυσία της ήταν
δόξα στο Θεό και θα συντελούσε στο να σωθεί η πατρίδα της από το σκοτάδι της
ειδωλολατρίας.
Όλοι κατάλαβαν ότι ο
λαμπροφορεμένος εκείνος νέος ήταν ο φύλακας άγγελος της ψυχής της, που αγαπούσε
πάρα πολύ η αγία μας, και πως εκείνα τα παιδιά ήταν άγγελοι Θεού, γι’ αυτό
και δόξασαν τον Θεό.
ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ!
Βίος υπό του π. Ελπιδίου Βαγιανάκη
Βίος υπό του π. Ελπιδίου Βαγιανάκη