Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Ο τρελο - Γιάννης, ο δια Χριστόν σαλός

 
Ο τρελο - Γιάννης,
ο δια Χριστόν σαλός


Πρόλογος 
  Η δια Χριστόν σαλότητα αποτελούσε, ως γνωστόν, πάντοτε ένα από τα πιο όμορφα κεφάλαια στο πολυάριθμο Συναξάρι των Αγίων μας στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ένα λίαν διδακτικό κεφάλαιο σωτηρίας, το οποίο έδειχνε στην ουσία πώς η δικαιοσύνη και η κρίση του Θεού διαφέρει κατά πολύ απ’ αυτήν των ανθρώπων. Ένα λιθαράκι επιπλέον σ’ αυτό το κεφάλαιο αποτελεί και η ιστορία που μας αφηγήθηκε ένας ταπεινός λευίτης του Ευαγγελίου, ένας στενός φίλος του Κυρίου μας, της Παναγίας μας, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, του Αγίου Χαραλάμπους, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του Αγίου Αναστασίου του Γόρδιου. Ένας λευίτης ασκητής, που ζει στα ευλογημένα βουνά του τόπου μας. Πρόκειται για ένα πραγματικό άνθος ευωδίας, που ολοένα και περισσότερο ανακαλύπτεται από τις καταπονημένες από τη ζωή ψυχές, που σαν μέλισσες ταξιδεύουν κοντά του για να γευτούν ως δώρο την πολύτιμη γύρη που εκπέμπει η παρουσία του και ο λόγος του.
 Η αφήγησή του αφορούσε σε έναν σύγχρονο δια Χριστόν σαλό, που έζησε σε μία από τις απρόσωπες, απρόσιτες και αποξενωμένες γειτονιές της Αθήνας. Σε μία γειτονιά που οι πόρτες των ανθρώπων ήταν ερμητικά κλειστές για τον πλησίον και η καθημερινότητα κυλούσε μέσα στο πλαίσιο του γνωστού ωχαδελφισμού, της κενοδοξίας και της αδιαφορίας για τον άλλον, δείγμα της κυριαρχίας σήμερα των εγωκεντρικών παθών.


   Σ΄ αυτήν λοιπόν τη γειτονιά, που το αβέβαιο είναι ότι θα μοιάζει με όλες τις άλλες, ακόμη και τη δική μας, είτε ζούμε σε πόλη είτε σε χωριό, αρκούσε η τρέλα ενός ανθρώπου, μιμητή του Χριστού, για να φέρει τη γλυκιά επανάσταση. Και είναι γλυκιά, γιατί είναι ξεχωριστή, μοναδική και πάντα πρωτότυπη. Είναι η επανάσταση που διαρρηγνύει τα δαιμονικά δεσμά των αιχμαλωτισμένων κατά κοινή ομολογία σήμερα, και προσκολημμένων ψυχών σε πράγματα εφήμερα και ευτελή. Τίς επαναφέρει στη συχνότητα του ουρανού και στους αναζωογόνους σωτήριους δοξολογικούς παλμούς της τριαδικής θεότητας. Τίς ενδύει με το ελληνικό φιλότιμο και την ανιδιοτέλεια, την ειλικρίνεια και την αγνότητα, την υπομονή και την καρτερικότητα, τη θυσία και την αγάπη, την ταπείνωση και την μετάνοια. Γιατί μόνο με τα ενδύματα τούτα η ψυχή μπορεί να παραστεί στην αδιάλειπτη καθημερινή τράπεζα, που προσφέρει ο Κύριος απλόχερα.
   Η ιστορία του τρελο – Γιάννη δεν ολοκληρώνεται στις σελίδες που ακολουθούν. Αντιθέτως τώρα αρχίζει απλά να ξεδιπλώνεται κατά τρόπο τέτοιο, που μας ωθεί να ταξιδέψουμε μαζί του στο πιο όμορφο ταξίδι της ζωής μας.

Τα πρώτα χρόνια
 Ο τρελο – Γιάννης ζούσε σε μία φτωχική γκαρσονιέρα, που κληρονόμησε από τη μητέρα του, σε μίαν πολυκατοικία συνολικά 20 διαμερισμάτων. Εργαζόταν στο φούρνο της γειτονιάς του και έπιανε δουλειά ξημερώματα. Από το φούρνο που εργαζόταν, συνήθιζε να γεμίζει δύο σακούλες με ψωμιά και κουλούρια καθημερινά και έτρεχε να τα μοιράσει σε γέροντες, γερόντισσες και φοιτητές στη γειτονιά του: «Να, είπα να σας φέρω λίγο ζεστό ψωμί, δώρο του κυρ – Αποστόλη του φούρναρη, για να τον μνημονεύετε στις προσευχές σας», έλεγε. Η αλήθεια ήταν ότι ο τρελο – Γιάννης διέθετε κάθε μήνα ένα μεγάλο μέρος του μισθού του για την τροφοδοσία σε ψωμί των φτωχών της γειτονιάς του. Στον κυρ – Αποστόλη έλεγε πως εξυπηρετεί λίγους φίλους αρρώστους και πως τάχα πληρώνεται γι’ αυτό.
   Πώς γνώριζε όμως τους φτωχούς της γειτονιάς του; Σαν μικρό παιδί, είχε τη συνήθεια να χτυπά αδιακρίτως τα κουδούνια, όχι μόνον της πολυκατοικίας του, αλλά και των διπλανών πολυκατοικιών. Αυτοσυστηνόταν σ’ όλους και τους ρωτούσε αν χρειάζονταν κάτι να τους εξυπηρετήσει: «Πώς ξημερώσατε σήμερα; Μήπως έχει προκύψει κανένα πρόβλημα και μπορώ να σας φανώ χρήσιμος; Τα παιδιά σας πώς πάνε»;
   Στην αρχή κάποιοι τον απόπερναν. Άλλοι του έκλειναν κατάμουτρα την πόρτα αρνούμενοι να του μιλήσουν, φανερά ενοχλημένοι από την απροσδόκητη παρουσία του. Άλλοι όμως, περίμεναν τον τρελο – Γιάννη για να ακούσουν, όπως έλεγαν, καμιά κουβέντα καλή. Τελικά τους έμαθε όλους, γνώριζε τις ιδιοτροπίες αλλά και βασικά στοιχεία του χαρακτήρα τους.
   Τα βράδια συνήθιζε ο τρελο – Γιάννης να αποσύρεται στο φτωχικό σπίτι του και να προσεύχεται. Του άρεσε να διαβάζει δυνατά το Ψαλτήρι για να φεύγουν, όπως είπε σε κάποιον που τον ρώτησε, τα κακούδια από τη γειτονιά. Το διάβαζε τόσο δυνατά, που κάποιος νεοφερμένος νοικάρης, που δεν τον ήξερε καλά, μιαν ημέρα κάλεσε την αστυνομία διαμαρτυρόμενος για διατάραξη κοινής ησυχίας! Καθημερινά ο σαλός λιβάνιζε όλα τα διαμερίσματα ξεκινώντας από τον τελευταίο όροφο έως και κάτω, ακόμη και τις αυλές. Όταν δε κάποιος ήταν άρρωστος, τον επισκεπτόταν και, αφού τον λιβάνιζε και τον σταύρωνε, του διάβαζε συλλαβιστά με τα λίγα κολλυβογράμματα που γνώριζε την καθολική επιστολή του αγίου Ιακώβου. «Εύχεσθε υπέρ αλλήλων, ίνα ιαθήτε», τους έλεγε. Τους παρότρυνε να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν για να γίνουν καλά από το μεγάλο γιατρό, τον Χριστό μας…
   Δεν ήταν λίγες μάλιστα οι φορές που γυρνώντας από το φούρνο έπαιρνε τη σκούπα και σκούπιζε την πολυκατοικία, για να είναι, όπως έλεγε, καθαρή.
   Του άρεσε να παρεμβαίνει χαμογελώντας σ’ αυτούς που συνήθιζαν να καβγαδίζουν για τα πολιτικά κόμματα δημοσίως στα καφενεία (παλαιότερα υπήρχαν μεγάλοι καβγάδες για τα κόμματα). «Άχ, βρε εσείς, γιατί υπολογίζετε και στηρίζεσθε σε τενεκέδες και κύμβαλα; Να παρακαλάτε, αντί να τσακώνεστε, να μας στείλει ο Θεός έναν Δαυίδ για βασιλιά. Αυτός έλυνε τα προβλήματα, γιατί μάτωναν τα γόνατά του στην ικεσία και στην προσευχή. Οι δικοί σας οι έξυπνοι τί κάνουν; Ικετεύουν μόνο για μίζες και γίνονται ένα με τη διαφθορά… Σας περνούν για χαζούς και σας κοροϊδεύουν», συνήθιζε να τους λέει. «Φύγε μωρέ τρελο –Γιάννη», απαντούσαν εκείνοι και για να τον αποφύγουν τον έστελναν για κανένα θέλημα. Εκείνος πάντα τους έλεγε: «Μην ελπίζετε στους άρχοντες. Να έχετε μόνον την ελπίδα σας στον Θεό».

Η καταιγίδα
   Μία ημέρα ο τρελο –Γιάννης δεν πήγε στη δουλειά. Ο κυρ – Αποστόλης ο φούρναρης ανησύχησε. Ποτέ δεν είχε λείψει. Έστειλε λοιπόν κάποιον στο σπίτι του. Πριν φθάσει σ’ αυτό, βλέπει τον σαλό με ένα φτυάρι να έχει ανοίξει τα φρεάτια και να τα καθαρίζει από τα χώματα και τις ακαθαρσίες.
   -Βρέ σύ, ντίπ για ντίπ ζουλάθηκες; Του λέγει. Ο κυρ – Αποστόλης σε περιμένει στο φούρνο και εσύ καθαρίζεις φρεάτια; Μήπως νομίζεις πώς θα σε προσλάβουν έτσι στο Δήμο;
   -Ψάχνω να βρω από το  πρωί δυο κατοστάρικα, που έχασα. Αλλά δε θυμάμαι σε ποιο από τα πέντε φρεάτια έπεσαν και έτσι τα άνοιξα όλα. Και μια τ’ άνοιξα είπα να βγάλω και τις βρωμιές και να τα καθαρίσω, είπε χαμογελώντας ο σαλός. Τράβα λοιπόν πες στον κυρ –Αποστόλη πώς θα δουλέψω πιο πολύ αύριο για να συμπηρώσω τις ώρες. Δύο κατοστάρικα είναι αυτά… Δεν είναι παίξε – γέλασε, συνέχισε.
   Ποιος είδε το φούρναρη τότε και δεν τον φοβήθηκε. Μόλις έμαθε τα καμώματα του σαλού απειλούσε να τον διώξει. Μετά πέντε ώρες ο Γιάννης ο σαλός είχε ολοκληρώσει την εργασία του και αποσύρθηκε ικανοποιημένος στο σπίτι του. «Τα βρήκες, βρε συ, τα κατοστάρικα;», τον περιέπαιξε ο μπακάλης, καθώς περνούσε από ‘κει. «Να πας στο Δήμαρχο να σου τα δώσει, που του καθάρισες τα φρεάτια», συνέχισε γελώντας.
   Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο ουρανός σκοτείνιασε. Μαύρα σύννεφα απλώθηκαν απειλητικά. Βροντές και αστραπές και μία καταρρακτώδης βροχή άρχισε να πέφτει. Οι δρόμοι μετατράπηκαν σε ποτάμια παρασύροντας ό,τι έβρισκαν στο διάβα τους, ακόμη και αυτοκίνητα. Στον ευρύτερο δήμο της περιοχής σημειώθηκαν πολλές καταστροφές. Πλημμύρισαν σπίτια, καταστήματα, αποθήκες. Χάθηκαν περιουσίες. Η πυροσβεστική δεν προλάβαινε να αντλήσει ύδατα. Ο Δήμαρχος έκανε μία περιοδεία την επόμενη ημέρα για να διαπιστώσει προσωπικά τις ζημιές. Όλοι οι δημότες διαμαρτύρονταν για τα βουλωμένα φρεάτια. Πήγε και στη γειτονιά του τρελο – Γιάννη. Εκεί δεν υπήρχε ζημιά. Ο μπακάλης, που τον είδε, του είπε: «Δήμαρχε, να πας να ευχαριστήσεις τον τρελο –Γιάννη που χθές από το πρωί καθάριζε τα φρεάτια. Μας έσωσε η τρέλα του σαλού, που έψαχνε να βρει τα δύο κατοστάρικα που έχασε», πρόσθεσε. Αλλά και ο φούρναρης είπε τα ίδια στον Δήμαρχο:
   -Ευτυχώς που ο τρελός, Δήμαρχε καθάρισε τα φρεάτια όμβριων υδάτων, γιατί αλλιώς θα είχαμε πνιγεί με τέτοια βροχή. Μας γλίτωσε η τρέλα του από τα χειρότερα.
   -Να που χρειάζονται και οι τρελοί, είπε χαμογελώντας ο Δήμαρχος.
   Ο σαλός δια Χριστόν Ιωάννης συνήθιζε να ντύνεται φτωχικά. Έτσι όπως τον έβλεπαν πολλοί τον λυπόντουσαν και του έδιναν χρήματα. «Πάρε, βρε τρελέ, να αγοράσεις κανένα παντελόνι και κανένα πουκάμισο να φορέσεις», του έλεγαν. Εκείνος τους ευχαριστούσε, έβαζε τα χρήματα σε φακέλους, συμπλήρωνε και από το μισθό του και πήγαινε κρυφά και τα πετούσε κάτω από τις πόρτες αυτών που είχαν ανάγκη.
  Όταν πήγαινε στο σούπερ  μάρκετ συνήθιζε να ψωνίζει πράγματα αλλόκοτα. Έβαζε στο καλάθι, λ. χ., ακόμη και πράγματα γυναικεία, τα οποία προκαλούσαν γέλια στις κοπέλες του ταμείου. Ο ιδιοκτήτης του σούπερ μάρκετ τον λυπόταν και είχε δώσει εντολή να του παίρνουν τα μισά χρήματα από τη συνολική αξία.
   Μια μέρα κίνησε την περιέργεια σε κάποιον να δει τι τα κάνει ο σαλός τόσα ψώνια. Έτσι, κρυφά τον παρακολούθησε. Εκείνος πήγε σε κάποια απόμακρη γωνιά της μικρής πλατείας, για να μην τον βλέπουν, και άρχισε να χωρίζει τα ψώνια. Εν συνεχεία άρχισε να χτυπά, όπως συνήθιζε, τα κουδούνια και να αφήνει έξω από την πόρτα τις τσάντες με τα ψώνια. Τα γυναικεία είδη, που ψώνιζε, τα πήγαινε σε μία φτωχή φοιτήτρια, την Κατερίνα, παιδί πολύτεκνης οικογένειας, που είχε μεγάλη ανάγκη.
   Όλοι στη γειτονιά την ημέρα της εκδημίας του, πριν από οκτώ χρόνια, είχαν να εξιστορήσουν και από μίαν αφήγηση για τα «καμώματα» του τρελού. Ο Αναστάσιος, ο διαχειριστής στην πολυκατοικία που έμενε ο σαλός, άρχισε να μιλά για την αγάπη που είχε στην Εκκλησία:
   «Πήγαινε σχεδόν καθημερινά στο ναό. Τις Κυριακές έφθανε ακόμη και πριν από τον παπά. Άναβε το κερί του, προσκυνούσε τις άγιες εικόνες και έπαιρνε τη θέση του μπροστά από την είσοδο του ναού, κάνοντας τον ζητιάνο. Ό,τι χρήματα μάλιστα μάζευε, όπως μου αποκάλυψε ο παπάς, πήγαινε κρυφά και τα έβαζε στο παγκάρι υπέρ των φτωχών και των γερόντων. Μίαν ημέρα η νεωκόρος τον είδε και νόμιζε ότι ήθελε να το κλέψει. Έτρεξε γρήγορα και ειδοποίησε τον παπά.
   -Παπά, ο τρελο – Γιάννης βάζει χέρι στο παγκάρι, του είπε:
   Ο παπάς προχώρησε τότε με προσοχή και κοίταξε κρυφά. Είδε τον σαλό να βγάζει χρήματα από τις τσέπες του και να τα ρίχνει στο παγκάρι.
   -Τί κάνεις εκεί, βρε τρελέ; Του φωνάζει.
   -Να, πάτερ μου, τρύπησε η τσέπη μου και για να μην μου πέσουν και τα χάσω τα ρίχνω μέσα για να τα φυλάει η Παναγιά μας και να τα δώσει σε πιο φτωχούς από μένα!».
   Η Νικολέτα στη συνέχεια, τραβώντας μια δυνατή ρουφηξιά καφέ, πήρε το λόγο:
   «Ένα σούρουπο, πριν από δέκα, ίσως και παραπάνω χρόνια, είδα έναν νεαρό να περιφέρεται περίεργα στη γειτονιά μας. τον παρατηρούσα, γιατί τον πέρασα για κλέφτη. Ξαφνικά βλέπω τον τρελο – Γιάννη να βγαίνει από το σπίτι του φουριόζος και με γοργό βήμα να κατευθύνεται προς τη μοναδική μονοκατοικία της γειτονιάς, όπου έμενε τότε με ενοίκιο μία οικογένεια τετραμελής. Στρογγυλοκάθισε ο τρελός μπροστά στα σκαλοπάτια της αυλόπορτας και άρχισε να ψέλνει δυνατά ύμνους της Παναγίας. Του άρεσε να λέει το «Αγνή Παρθένε…». Πέρασαν σχεδόν δυο ώρες και ο τρελός συνέχιζε να ψέλνει. Βγήκα έξω και του είπα να σταματήσει. Τότε είδα το νεαρό να απομακρύνεται βιαστικά. Ο σαλός σηκώθηκε και μπήκε στη μονοκατοικία. Από περιέργεια πήγα να δω τι συμβαίνει. Ο νους μου, δε σας κρύβω, πώς πήγε στο κακό. Χτύπησα το κουδούνι και η κοπέλα μου άνοιξε. ο τρελο –Γιάννης καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και έτρωγε κάτι που του είχε σερβίρει η κοπέλα. Δίπλα του στεκόταν ο πεντάχρονος γιός της. Απευθυνόμενος στο παιδάκι ο σαλός άρχισε να του λέει πως μία από τις δέκα εντολές του Θεού είναι αυτή που λέει «Ου μοιχεύσεις».
   -Ξέρεις, Γιωργάκη μου, η μοιχεία δεν είναι αρεστή στο Θεό, έλεγε. Η μοιχεία ανοίγει μία πύλη στο μιαρό σατανά, που μπαίνει στο σπίτι και αλωνίζει. Χαλούν τότε οι οικογένειες και οι ασθένειες και ο πόνος και το μίσος μπαίνουν από τα παράθυρα και διώχνουν την ευλογία του Θεού, την οποία έδωσε με το μυστήριο του γάμου. Η γυναίκα και ο άνδρας, όπως είναι ο μπαμπάς και η μαμά, με το γάμο, Γιωργάκη μου, γίνονται μία σάρκα, ένα σώμα. Με τη μοιχεία είναι σαν να κόβεις το χέρι σου.
Εξομολόγηση
   Δε σας κρύβω πως θύμωσα πολύ.
  -Τί λες, βρε αθεόφοβε, στο παιδάκι; Για συμμαζέψου, είπα.
   Η κοπέλα τότε έβαλε τα κλάματα και μου είπε με αναφιλητά.
   -Για μένα τα λέει, άστον, μην τον αποπαίρνεις…
   Ο τρελο –Γιάννης όμως, έφυγε βιαστικά και η κοπέλα τότε μου εξομολογήθηκε πως σκόπευε να απατήσει τον άνδρα της με έναν νεαρό που γνώρισε σε καφετέρια, όπου είχε πάει με μία φίλη της να πιει καφέ. Μου είπε πως ο νεαρός θα τη συναντούσε στο σπίτι της, εκμεταλλευόμενος την απουσία του άνδρα της, που είχε πάει για δουλειές στην επαρχία, αλλά ο Θεός τη φύλαξε και δεν ήρθε.
   -Γλύτωσα από μεγάλο κακό, Νικολέτα μου. Θα χαλούσα την οικογένειά μου και το γάμο μου. όταν χτύπησε ο τρελο – Γιάννης, νόμιζα πως ήταν ο νεαρός και δεν είχα τη δύναμη να τον διώξω. Ευτυχώς ο Θεός με γλύτωσε από μεγάλη αμαρτία.
   -Ο τρελο –Γιάννης σε προφύλαξε, γιατί ο νεαρός ήρθε, αλλά στο σκαλοπάτι της εξώπορτας καθόταν επί ώρες ο σαλός ψέλνοντας, καθώς σεργιανούσε έξω από την πόρτα σου ο νεαρός. Δεν τον άκουγες; της είπα».
   «Είχα ακούσει», λέγει τότε ο φούρναρης, «πως ο Γιάννης ήθελε από μικρός να γίνει παπάς. Όμως, λίγο η κατοχή, λίγο ο Εμφύλιος, δεν κατάφερε να τελειώσει το σχολείο. Έμαθε μόνο να διαβάζει και να γράφει λίγο. Έτσι, όταν  πήγε νεαρός ακόμη στον Επίσκοπο κα του ζήτησε να τον κάνει παπά, εκείνος τον απέτρεψε συστήνοντάς του να πάει πρώτα στο σχολείο. Αλλά να, με όλα αυτά που λέτε, αλλά και μ’ αυτά που γνωρίζω και εγώ που τον είχα στο φούρνο, μπορώ να πω πώς ο Θεός μπορεί να μην τον έκανε παπά αλλά τον έχρισε Επίσκοπο στη γειτονιά μας».
   Τα τελευταία λόγια του κυρ –Αποστόλη χάθηκαν μέσα στους λυγμούς και τα δάκρυά του. Δάκρυα τότε κύλησαν και από πολλούς άλλους που ήταν παρόντες. Όλοι ήθελαν να καταθέσουν τη δική τους μαρτυρία.


Οι περιπέτειές του στο νοσοκομείο Παίδων
   Δυο κοπέλες παρατηρούσαν αμήχανα πιο απόμακρα. Στο πρόσωπό τους ζωγραφιζόταν έκδηλα ο θαυμασμός, ανάμεικτος με το συναίσθημα της θλίψης. Κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν τις γνώριζε και όλοι αναρωτιόντουσαν να μάθουν ποιές ήταν. Ο κυρ – Αναστάσης πίστεψε πως θα συνδέονταν με κάποια συγγένεια και ως διαχειριστής της πολυκατοικίας όπου έμενε ο τρελο – Γιάννης πήρε την πρωτοβουλία και τις ρώτησε, αν είχαν κάποια σχέση με τον αδελφό, που είχε εκδημήσει προς Κύριον. Η πιο εύσωμη τότε, αφού σκούπισε τα δάκρυά της, άρχισε να λέγει:
   «Ονομάζομαι Αρετή και μαζί με τη φίλη μου την Καλλιόπη εργαζόμαστε στο νοσοκομείο Παίδων. Πριν από αρκετά χρόνια γνωρίσαμε τον κυρ – Γιάννη, τον κλόουν. Έτσι τον ξέραμε αυτόν, που εσείς αποκαλείτε τρελο – Γιάννη. Ερχόταν σχεδόν κάθε Κυριακή απόγευμα, φορτωμένος πάντα με παιχνίδια. Τα μοίραζε στα παιδιά και έπαιζε μαζί τους. Τα αγαπούσε όλα, αλλά έδειχνε ιδιαίτερη μέριμνα και αγάπη σ΄ όσα νεογέννητα μεγάλωναν στο νοσοκομείο μόνα τους, επειδή τα είχαν εγκαταλείψει οι γονείς τους. Τους έφερνε ρούχα, παιχνίδια και όλο και άφηνε και κάποια χρήματα στην εφημερεύουσα νοσοκόμα, μην τυχόν χρειαστούν και κάτι άλλο στο διάστημα που εκείνος δεν ερχόταν. Εμείς δεν τον ξέραμε ως τρελό, όπως εσείς. Για μας ήταν ο πιο καλός κλόουν, που διασκέδαζε, όσο κανείς άλλος, τα παιδιά…».
   «Αγαπούσε πιο πολύ ένα μικρό παιδάκι, που οι γονείς του το εγκατέλειψαν, γιατί είχε σύνδρομο Down», συμπλήρωσε η Καλλιόπη.
   «Βρέ Καλλιοπίτσα, πώς αυτό το αγγελουδάκι το άφησαν;», αναρωτιόταν. «Οι καημένοι (οι γονείς), αν ήξεραν ότι το αγγελουδάκι αυτό αποτελούσε γι΄ αυτούς το εισιτήριο για τον Παράδεισο και την αιωνιότητα, δεν θα το εγκατέλειπαν. Αφήνεις μωρέ, ένα τέτοιο θησαυρό; Ο Χριστός μας Καλλιοπίτσα μου, είπε πως είναι αγάπη. Και η αγάπη, ξέρεις, εμπεριέχει τη θυσία. Αγάπη χωρίς θυσία είναι σαν τον άδειο τενεκέ, τον ξεγάνωτο, που έλεγε και η μανούλα μου. ο Χριστός Καλλιοπίτσα μου, είπε πως όποιος δεν έχει αγάπη θυσιαστική μοιάζει σαν ένα μηδενικό. Αν ξέραμε, καλό μου κορίτσι, τι θησαυρούς στέλνει στον άνθρωπο συνεχώς ο Θεός για να τον σώσει, θα πετούσαμε τις σκούφιες μας από τη χαρά μας. Να, δες. Αυτό το αγγελουδάκι είναι ένας τέτοιος θησαυρός. Θα σου πω μάλιστα ένα μυστικό. Αν βρισκόταν σήμερα μία καλή οικογένεια και το υιοθετούσε, τότε, όχι μόνο θα έπαιρνε αμέτρητες ουράνιες ευλογίες, αλλά με τη θυσία της αγάπης τους να αγκαλιάσουν ένα λαβωμένο στο σώμα αγγελουδάκι θα το γιάτρευαν. Γιατί ο Τριαδικός Θεός μας είναι φιλεύσπλαχνος και φιλόστοργος».
   Αυτά μου είπε ο κυρ – Γιάννης καθώς κοίταγε το άρρωστο και εγκαταλελειμμένο παιδάκι, που κοιμόταν στο νοσοκομειακό κρεβατάκι του.
   «Δεν είναι, Καλλιοπίτσα μου, περίεργο οι άνθρωποι σήμερα να νοιάζονται περισσότερο για τα ζωάκια και σ’ αυτά τα παιδάκια να μη δίνουν σημασία; Δεν λέω πως δεν πρέπει να αγαπάμε τα πετεινά και τα ζώα. Και εκείνα πρέπει να τα φροντίζουμε, αλλά πόσο μάλλον πρέπει να φροντίζουμε τον πάσχοντα άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί και εικόνα του Θεού. να γίνουμε καλοί Σαμαρείτες χρειάζεται σήμερα, ώστε να δίνουμε και τη ζωή μας, όταν παραστεί ανάγκη για την ανακούφιση του άλλου. Μην το ξεχνάμε αυτό, ιδιαίτερα εσείς οι νοσοκόμες που η εργασία σας συνδέεται με τον ανθρώπινο πόνο».
   Είχα την εντύπωση πως ο κυρ –Γιάννης ήταν καθηγητής θεολογίας. Αυτό συμπέρανα από τις βαθιές θεολογικές,  αλλά και απλές αναλύσεις του. Ήξερε όλη την Αγία Γραφή και με παρότρυνε με πίστη να διαβάζω κάθε ημέρα μία –δύο σελίδες από την Αγία Γραφή που ο ίδιος μου χάρισε. Με συμβούλευε να γονατίζω καθημερινά μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και να Της περιγράφω με λεπτομέρεια τις χαρές, τις λύπες, τα προβλήματα της ημέρας. «Καλή μου Καλλιοπίτσα, ζήτα από την Παναγίτσα μας να γίνει η πιο καλή σου φίλη και τότε θα δεις να αλλάζουν όλα γύρω σου. Η καλή μας Παναγία είναι η πιο καλή μάνα, η πιο καλή αδελφή, η πιο καλή φίλη. Μίλα Της, ακούει», μου έλεγε.
   Όταν χθές το βράδυ του τηλεφώνησα και κάποιος κύριος μου είπε πως πέθανε και με ενημέρωσε για την κηδεία, ένιωσα σαν να έχανα τον πατέρα μου».
   Ξαφνικά πετάγεται πάνω ο κυρ –Αναστάσης και ρωτά.
   -Πότε τηλεφώνησες;
   -Χθές το βράδυ γύρω στις οκτώ. Ήθελα να τον ρωτήσω αν αυτή την Κυριακή που έχω βάρδια, θα ερχόταν, γιατί δεν σας κρύβω πως τον κυρ –Γιάννη τον εμπιστευόμουν περισσότερο απ’ όλους, ακόμη και από τους γονείς μου…
   -Μα το σπίτι είναι κλειστό από προχθές και κλειδιά έχω μόνο εγώ, αναρωτήθηκε ο κυρ –Αναστάσης.
   Στράφηκε λοιπόν προς τους υπολοίπους και τους ρώτησε αν κάποιος έχει κλειδιά. Η απάντηση ήταν αρνητική.
   -Μα η φωνή που μου απάντησε έμοιαζε μ’ αυτήν του κυρ – Γιάννη. Θεώρησα πως είναι κάποιος συγγενής του. Τώρα, όμως, που το λέτε θυμάμαι πως με αποκάλεσε «Καλλιοπίτσα». Έτσι, μόνον εκείνος μ’ αποκαλούσε! Εκείνη την ώρα, όμως, με συγκλόνισε η αναγγελία του θανάτου και δεν έδωσα σημασία…
«Τώρα, Καλλιοπίτσα, θα φροντίζετε μόνες σας τα παιδάκια, γιατί ο κυρ –Γιάννης πέθανε και δεν θα μπορεί να σας επισκεφθεί ως κλόουν», μου είπε. Νόμιζα πως οι οικείοι του γνώριζαν αυτή την δραστηριότητά του και δεν έδωσα σημασία… Τώρα μαθαίνω πως δεν έχει συγγενείς και δεν ξέρω τι να πω!
   Τότε ο  παπα –Δημήτρης που παρακολουθούσε αμίλητος από το διπλανό τραπέζι σηκώθηκε όρθιος και είπε:
   -Μα αυτός είναι άγιος!
   -Άγιος, Άγιος, φώναξαν αυθόρμητα όλοι.
   -Σας ακούω τόση ώρα να περιγράφετε όλοι τις περιπέτειες του κοιμηθέντος αδελφού μας Ιωάννη. Όλα αυτά που είπατε για τον τρελο –Γιάννη, όπως τον αποκαλείτε, είναι θαυμαστά γεγονότα, τα οποία χαρακτηρίζουν μόνον τη ζωή των αγίων της Εκκλησίας μας. Έχω την εντύπωση πως δεν πρόκειται για μίαν ομήγυρη κηδείας αλλά για μία γιορτινή ατμόσφαιρα. Η διαπίστωση της Καλλιόπης για το τηλέφωνο με συγκλόνισε και μου έφερε στη μνήμη μου ένα ανάλογο περιστατικό που αναφέρεται στη ζωή του αγίου γέροντα Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτη… Ο άγιος αυτός γέροντας απάντησε στο τηλέφωνο πνευματικού παιδιού, που ζούσε στο εξωτερικό και δεν είχε πληροφορηθεί την εκδημία του, μιαν εβδομάδα μετά το θάνατό του.

Η στροφή του Δημητράκη

   «Παπά μου, θέλει να μιλήσει και ο Δημητράκης», είπε ο κυρ – Αποστόλης. «Πές το, βρε συ, να το  ακούσουν όλοι αυτό που μου είπες πριν από λίγο για τον τρελο – Γιάννη».
   Ο Δημητράκης ήταν ένα παιδί στα πρώτα χρόνια της εφηβείας. Βάδιζε τα δεκατέσσερα χρόνια και πήγαινε στη Β’ Γυμνασίου. Έμενε με τον μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό του Παύλο και τους γονείς του δυο πολυκατοικίες πιο πέρα από εκεί που κατοικούσε ο τρελο –Γιάννης. Τον τελευταίο χρόνο σ’ αντίθεση με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του είχε στραφεί προς τον Θεό. Οι φίλοι του δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αυτή τη μεγάλη στροφή. Αναρωτιόντουσαν τι συνέβη και άλλαξε ο ζωηρός Δημητράκης και πως άφησε τις σκανδαλιές και τις αταξίες και στράφηκε στη μελέτη και τη σωφροσύνη. Ακόμη και οι γονείς του αγνοούσαν την αιτία αυτής της μεταστροφής του. Στην αρχή μάλιστα πίστευαν πως έχει παρασυρθεί από κάποια αιρετική οργάνωση. Στη συνέχεια όμως, διαπίστωσαν πως δεν κρυβόταν τίποτε τέτοιο πίσω από την αλλαγή του γιού τους. Έβλεπαν ακόμη πως από τότε που ο γιος τους στράφηκε προς τον Θεό, τα προβλήματα στην οικογένειά τους λιγόστευαν. Σταμάτησαν οι καυγάδες. Οι έπαινοι των δασκάλων στο σχολείο αντικατέστησαν τις διαμαρτυρίες και τις αταξίες… Η στροφή του Δημητράκη άλλαξε την πορεία της οικογένειας. Οι γονείς του εξεπλάγησαν ακόμη περισσότερο, όταν είδαν πως ο γιος τους άρχισε να εκκλησιάζεται κάθε Κυριακή και να διαβάζει την Αγία Γραφή που του χάρισε ο τρελο – Γιάννης. Ο καημένος ο Παναγιώτης, πατέρας του Δημητράκη, που συνήθιζε να επισκέπτεται την Εκκλησία κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, αναστατώθηκε. Συζήτησε το θέμα με τη γυναίκα του Πολυξένη.
   -Βρέ κυρά, μήπως ο Δημητράκης έχει μπλέξει; Πώς άλλαξε έτσι; Μήπως είχε καμιά ερωτική απογοήτευση και τον παράτησε καμιά πιτσιρίκα; Φοβάμαι ότι οι παπάδες θα τον χαλάσουν. Τόσα και τόσα ακούγονται για σκάνδαλα στην Εκκλησία. Άσε που κινδυνεύει να τον πάρουν στο ψιλό και οι φίλοι του και να τον κοροϊδεύουν. Τι λές, δεν πρέπει να του μιλήσουμε; Έλεγε.
   Η καημένη η Πολυξένη άκουγε το σύζυγό της με προσοχή. Δεν μιλούσε. Όταν έφθασε η ώρα και πήρε το λόγο,  είπε:
   -Δεν ξέρω, Παναγιώτη μου, τι να πω. Μπορεί να έχεις δίκιο. Δε σου κρύβω πως αυτές οι σκέψεις πέρασαν  και από το δικό μου το κεφάλι. Ένα όμως ξέρω. Από τότε που ο Δημήτρης παρουσιάζει αυτήν τη συμπεριφορά, το σπίτι μας ησύχασε. Οι βαθμοί του στα μαθήματα σημείωσαν κατακόρυφη άνοδο. Οι δάσκαλοί του έχουν να το λένε. Και αυτοί απορούν με το Δημήτρη. Με ρώτησαν μάλιστα αν κάνει ιδιαίτερα μαθήματα… Κοντά στο Δημήτρη παρακινήθηκε και ο μικρός Παύλος. Ξέχασες, Παναγιώτη μου, πόσο ανησυχούσαμε, όταν παλαιότερα ο Δημήτρης ερχόταν μετά τα μεσάνυχτα; Ξέχασες, τότε που βρήκαμε κάτω από το κρεβάτι του ένα πακέτο τσιγάρα και το περιοδικό με τις άσεμνες φωτογραφίες; Ξέχασες, τότε που μας κάλεσαν στην αστυνομία για να πάρουμε το παιδί μας που το κρατούσαν, επειδή τα έσπασε μαζί με άλλους σε επεισόδια που έγιναν αμέσως μετά το πάρτυ του σχολείου τους; Ξέχασες τους γείτονές μας, που μας παραπονιόντουσαν ότι ο Δημήτρης μαζί με τους φίλους του χτυπούν τον τρελο – Γιάννη και τον κοροϊδεύουν;

Επανήλθε το χαμόγελο

   -Άκουσε, Παναγιώτη μου, αυτό που διαπιστώνω είναι πως με την αλλαγή του Δημήτρη ησύχασε το κεφαλάκι μου και το σπίτι μου. Τα προβλήματα λιγόστεψαν. Ακόμη και οι καβγάδες μας ως αντρόγυνο μειώθηκαν. Από τη στιγμή που ο Δημήτρης μας έφερε το Θεό στο σπίτι, επανήλθε το χαμόγελο και η ευτυχία. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως εμείς κάναμε λάθος; Μήπως εμείς ευθυνόμαστε που τα παιδιά μας είχαν πάρει τέτοια πορεία; Παναγιώτη, αντί να φοβόμαστε για τον Δημήτρη, θα σου πρότεινα να τον ακολουθήσουμε στην πορεία του. Να αρχίσουμε ως οικογένεια να πηγαίνουμε στην Εκκλησία. Να εφαρμόσουμε και αυτό που μας έλεγε ο τρελο – Γιάννης, όταν τον φώναξες να φάμε μαζί… Να βρούμε δηλαδή έναν καλό πνευματικό και να εξομολογηθούμε. Αυτό εννοούσε ο σαλός, όταν έλεγε ότι η εξομολόγηση είναι η βενζίνη που κινεί τον άνθρωπο προς τον ουρανό. Δεν μας ρωτούσε, ακόμη, εάν θέλουμε να ταξιδεύσουμε στον ουρανό, και εμείς γελούσαμε και τα θεωρούσαμε αυτά τρέλες;
   -Βρε γυναίκα, καταλαβαίνω τι λες, αλλά σκέφτομαι πως θα μας κοροϊδεύουν, οι φίλοι μας, εάν κάνουμε κάτι τέτοιο, της είπε ο Παναγιώτης.
   -Αυτό το σκέφτηκα και εγώ˙ αλλά σκέφτηκα, όμως, και κάτι άλλο. Τότε, Παναγιώτη, που δεν είχαμε να πληρώσουμε τη δόση του στεγαστικού και ζήτησες τη βοήθεια των φίλων μας. Θυμάσαι που όλοι μας ξέχασαν; Όλοι εξαφανίστηκαν και έπαψαν ακόμη και να τηλεφωνούν. Πότε μας συμπαραστάθηκαν οι φίλοι μας; Μόνον όταν τους καλούμε για φαγητό στο σπίτι ή σε καμιά ταβέρνα έρχονται. Εσύ δεν μου είπες πως μας κουτσομπολεύουν και κατά βάθος διαπίστωσες πως χαίρονταν, όταν τους λέγαμε τα προβλήματά μας για τα παιδιά; Θα είχαμε χάσει το σπίτι, εάν τότε δεν βρίσκαμε κάτω από την πόρτα μας εκείνον το φάκελο με τις 100.000 δραχμές, για τον οποίο ποτέ δεν μάθαμε έως σήμερα ποιος τον έβαλε, αν και υποπτεύομαι ότι ο σαλός κρύβεται πίσω από αυτό το γεγονός, απάντησε η Πολυξένη.
   -Όχι, όχι˙ τον σαλό τον ρώτησα, αλλά αρνείται πως έκανε κάτι τέτοιο. «Πού να τα βρω εγώ τόσα λεφτά, βρε Παναγιώτη;», μου είπε. Άλλωστε, πού ήξερε ο σαλός το οικονομικό πρόβλημα που είχαμε;
   -Αυτός όλα τα ξέρει, αφού φέρνει βόλτα όλη τη γειτονιά. Ίσως μας είδε στενοχωρημένους και ρώτησε το Δημήτρη ή τον Παύλο. Μην αποκλείεις τίποτε, γιατί τέτοια φακελάκια έχουν πάρει και άλλες οικογένειες εδώ γύρω, απ’ ότι έχω ακούσει.
   Την Κυριακή που ακολούθησε μετά τη συζήτηση οι γονείς ανακοίνωσαν στον Δημήτρη πως θα πάνε μαζί του στην Εκκλησία. Ξύπνησαν μάλιστα και τον Παύλο, που προτιμούσε τον ύπνο κάθε Κυριακή… «Μία μέρα έχουμε για να κοιμόμαστε», συνήθιζε να λέγει. Ο Δημήτρης ξαφνιάστηκε στην αρχή και θεώρησε πως θέλουν να τον ελέγχουν. Όταν όμως διαπίστωσε ότι αυτό συνεχιζόταν και πως οι γονείς του απέκτησαν και πνευματικό και άρχισαν να διαβάζουν πνευματικά βιβλία, τότε μιλούσε για θαύμα.

Θαυμαστή μαρτυρία
   Με την παραίνεση λοιπόν του κυρ – Αποστόλη ο Δημητράκης άρχισε να καταθέτει τη μαρτυρία του. Όλοι είχαν στρέψει την προσοχή τους προς αυτόν. Στο μεταξύ είχε μαζευτεί και άλλος κόσμος από διπλανά τραπέζια και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον αυτήν τη συζήτηση:
   «Μία  ημέρα η μάνα μου με έστειλε να πάω να πάρω στο φούρνο του κυρ – Αποστόλη ψωμί. Καθώς αγόραζα ψωμί, έκανα και μίαν άσχημη πράξη, την οποία συνήθιζα να κάνω μαζί και με τους φίλους μου. Να, έκλεψα μία σοκολάτα», είπε και κοίταξε στο πάτωμα ενώ ταυτόχρονα κοκκίνισε από ντροπή. «Ο κυρ Αποστόλης», συνέχισε, «δεν το κατάλαβε και πίστευα πως δεν με είδε κανείς. Από την επόμενη ημέρα όμως, καθώς έβγαινα από το σπίτι να πάω σχολείο έβρισκα έξω από την πόρτα μας δυο παρόμοιες σοκολάτες, όπως αυτή που είχα κλέψει. Αυτό συνεχίστηκε για σχεδόν είκοσι ημέρες. Ρώτησα τη μάνα μου ποιος βάζει τη σοκολάτα και μου είπε πως κάθε πρωί χτυπά το κουδούνι της πολυκατοικίας ο τρελο – Γιάννης. «Αυτός Δημητράκη μου, κάνει τέτοιες παλαβομάρες», μου είπε η μάνα μου. Τότε κατάλαβα πως πρέπει ο σαλός να με είδε όταν άρπαξα τη σοκολάτα και θέλει έτσι να με εκδικηθεί. Θα του δείξω εγώ του τρελού που επιδιώκει να με κάνει να νιώθω άσχημα για μια ψωροσοκολάτα που έκλεψα. Έτσι σκεφτόμουν, τότε. Την άλλη ημέρα βρήκα πάλι τις σοκολάτες, μία για μένα και μία για τον Παύλο τον αδελφό μου μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε τις Δέκα Εντολές και είχε υπογραμμισμένη αυτήν που λέει «Ου κλέψεις». Θύμωσα πολύ.

Ευλογημένες «μπάτσες»
  Μόλις, λοιπόν, σχόλασα, πήγα αμέσως στην πολυκατοικία του τρελο – Γιάννη και χτύπησα το κουδούνι του. Μου άνοιξε την πόρτα με ένα χαμόγελο και μου είπε:
   -Συγγνώμη, Δημητράκη μου. Ξέρω πως ήλθες να μου ρίξεις δυο μπάτσες για τις σοκολάτες. Άλλωστε, εγώ ο χαζός, όπως λένε όλοι, μόνο για μπάτσες αξίζω. Έλα, χτύπα με όσο πιο δυνατά μπορείς. Βγάλε, παιδί μου, το θυμό σου.
   Τα έχασα και πήγα να φύγω. Φοβήθηκα. Που ήξερε ο τρελός ότι πήγαινα να τον χτυπήσω, αφού δεν το είχα πεί σε κανέναν; Στην απορία μου αυτή απάντησε αμέσως:
   -Θα αναρωτιέσαι, καλό μου παιδί, ποιος μου το είπε πως έρχεσαι να με χτυπήσεις. Έτσι δεν είναι;
  Έγνεψα καταφατικά.
   -Να, πριν από σένα ήταν εδώ ο Άγιος Δημήτριος, που σε προστατεύει, και η Παναγία μας και μου το είπαν. Ξέρεις, σ’ αγαπούν πολύ και μιλούν συχνά για σένα. Να, προχθές με την Ελενίτσα, τη συμμαθήτριά σου, που τη χαστούκισες όταν διαφωνήσατε, τους στενοχώρησες πολύ και έκλαιγαν εδώ μαζί μου.
   Και αυτό το γεγονός δεν το γνώριζε κανείς.
   -Δημητράκη, θα σου πω ένα μεγάλο μυστικό με τον όρο πως, όσο βρίσκομαι σ’ αυτήν τη ζωή, δε θα το πεις πουθενά. Δέχεσαι;
   -Ναι, απάντησα, ενώ έβλεπα τον τρελο –Γιάννη να λάμπει από χαρά.
  -Ο Χριστός μας, Δημητράκη, θέλει να έρχεται στο σπίτι σας, αλλά όσες φορές ήλθε να σας επισκεφθεί, άκουσε καβγάδες και έφυγε λυπημένος. Είπε λοιπόν να σου δώσω να διαβάσεις τις εντολές Του, να τις μάθεις καλά και να τις τηρείς και τότε θα επιστρέψει και θα μένει διαρκώς μαζί σας. Ξέρεις τί σημαίνει να μένεις στο ίδιο σπίτι μ΄ Αυτόν που δημιούργησε τον κόσμο; Άντε φύγε τώρα να πας στο σπίτι, γιατί η μάνα σου θα ανησυχεί.
   Κίνησα να φύγω και ο τρελο –Γιάννης ξεπροβοδίζοντάς με μου είπε χαμογελώντας:
   -Βρε Δημητράκη, που πας να φύγεις; Ξέχασες να μου δώσεις τις μπάτσες.
   Έφυγα πετώντας για το σπίτι μου. Μόλις με είδε η μάνα μου, με ρώτησε γιατί άργησα και της είπα πως πήγα στον σαλό και του είπα να μην ξαναβάλει σοκολάτες γιατί θα με παχύνει! Πήγα στο δωμάτιό μου και σκεφτόμουν όσα έγιναν στο σπίτι του σαλού. Έπειτα από λίγο σηκώθηκα και είπα:
   -Μάνα, δώσε μου τριάντα δραχμές να δώσω στον κυρ – Αποστόλη τον φούρναρη, γιατί πήρα κάτι και δεν μου έφθασαν τα λεφτά.
   Μου τα  έδωσε και πήγα τροχάδην και τα έδωσα στον κυρ –Αποστόλη. Εκείνος ξαφνιάστηκε, όταν του είπα πως πήρα μία σοκολάτα πριν από μέρες μαζί με το ψωμί και ξέχασα να του την πληρώσω».
   -Έ, ξαφνιάστηκα, γιατί σε θεωρούσα αλητόπαιδο, βρε Δημητράκη. Και μόλις έκανες αυτή την πράξη, είπα πως δεν πρέπει να κατηγορώ κανέναν, γιατί δεν ξέρεις τι καρδιά κρύβεται πίσω από κάθε άνθρωπο. Από τότε σε συμπάθησα, πετάχτηκε και είπε ο φούρναρης.

Η συστημένη επιστολή του τρελο –Γιάννη
   Τράβηξε τότε στην αγκαλιά του τον Δημήτρη και τον φίλησε, ενώ ταυτόχρονα τον χάϊδεψε στο κεφάλι. Η μητέρα του Πολυξένη και ο σύζυγός της Παναγιώτης, που παρακολουθούσαν τη σκηνή, ήταν εμφανώς συγκινημένοι. Η κυρά – Πολυξένη τότε πήρε το λόγο και είπε:
   «Για μας ο τρελο –Γιάννης αποτέλεσε οικογενειακό στήριγμα. Ήταν αυτός που συνέβαλε, ώστε να κάνουμε στροφή προς τον Χριστό. Άλλαξε η ζωή μας και μας έκανε κοινωνούς του θαύματος της σωτηρίας. Μας έφερε στο σπίτι μας την ευλογία και με τις εποικοδομητικές παρεμβάσεις του έσπασε τους τοίχους του εγωϊσμού, που μας αποξένωναν από τον πλησίον μας. Για μένα, τον Παναγιώτη και τα παιδιά μου υπήρξε φίλος και αδελφός. Ως αδέλφια του, λοιπόν, αποφασίσαμε πριν από λίγο να σας προτείνουμε να μαζευτούμε το προσεχές Σάββατο στην ενορία μας, να τελέσουμε το τριήμερο μνημόσυνο και στη συνέχεια να έλθετε στο σπίτι μας να φάμε όλοι μαζί για να τιμήσουμε τη μνήμη του».
   Η πρόταση της κυρα – Πολυξένης μας βρήκε όλους σύμφωνους. Ο κυρ – Αναστάσης μάλιστα, που πήρε αμέσως το λόγο, συμπλήρωσε πως θα ήταν καλό αυτή η αυθόρμητη συζήτηση που άνοιξε στην αίθουσα του κοιμητηρίου να συνεχιστεί. Παρότρυνε κατόπιν τους παρευρισκομένους να καταγράψουν τα βιώματα και τις εμπειρίες που αποκόμισαν από τη συναναστροφή τους με τον κοιμηθέντα.
   Ο παπα – Δημήτρης, εν συνεχεία, που βρέθηκε τυχαία στην ομήγυρη, απευθύνθηκε στην κυρα – Πολυξένη και είπε:
   «Δεν έτυχε να γνωρίζω τον εκδημήσαντα αδελφό Ιωάννη, αυτόν τον σαλό δια Χριστόν. Ωστόσο, θα σας παρακαλούσα, εάν είναι δυνατόν και δεν έχετε αντίρρηση, να έρθω στην οικία σας και να παρακολουθήσω την ευλογημένη αυτή εξιστόρηση των θαυμαστών γεγονότων».
   «Μετά χαράς, πάτερ μου, θα αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή για εμάς», είπε ο Παναγιώτης.
Το γράμμα του Σαλού

   Με ανυπομονησία, λοιπόν, περίμεναν όλοι να έρθει το Σάββατο. Ο κυρ – Αποστόλης, ο φούρναρης, είχε φροντίσει για τα κόλλυβα και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο. Είχε ακόμη ενημερώσει τους ιερείς του ναού πως μετά τη Θεία Λειτουργία θα τελεσθεί τρισάγιο για τον τρελο –Γιάννη. Περισσότερο όμως, από όλους περίμενε αυτή την ημέρα ο κυρ –Αναστάσης. Είχε, άλλωστε, κάθε λόγο να περιμένει τη συνάντηση, γιατί την επόμενη ημέρα της εκδημίας του τρελο –Γιάννη έλαβε ένα συστημένο γράμμα. Ξαφνιάστηκε όταν διαπίστωσε πως αποστολέας ήταν ο τρελο –Γιάννης, ο οποίος είχε φροντίσει να στείλει την παραμονή του θανάτου του το γράμμα.
   Ο πάντα περίεργος μπακάλης, ο κυρ – Παντελής, μάταια ικέτευε τον Αναστάση να τον ενημερώσει για το περιεχόμενο της επιστολής. Εκείνος όμως, κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό το περιεχόμενο και δεν μιλούσε.
   -Έ, βρε Αναστάση, ξέρω γιατί δεν θέλεις να μου  τα πείς. Θα γράφει τίποτε τρέλες ο μακαρίτης ο σαλός και ντρέπεσαι, του έλεγε πλαγίως για να τον αναγκάσει να μιλήσει.
   -Παντελή, ένα θα σου πω. Μετά την ανάγνωση της επιστολής, αναρωτιέμαι ποιός ήταν τρελός. Εκείνος ή όλοι εμείς; Τα υπόλοιπα θα τα πούμε εν ευθέτω χρόνω˙ να μην ανησυχείς, είπε ο κυρ – Αναστάσης.
   Το νέο όμως, της επιστολής μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα σε όλη τη γειτονιά. Έτσι, όπως ήταν εύλογο, είχε αυξήσει την περιέργεια και το ενδιαφέρον όλων. Όταν έφτασε λοιπόν το πρωινό του Σαββάτου, ο ιερός ενοριακός ναός είχε τόσο κόσμο, που και ο παπάς παραξενεύτηκε.
   -Πρώτη φορά βλέπω να συγκεντρώνονται τόσοι άνθρωποι σε τρισάγιο, ψιθύρισε στον νεωκόρο.
   -Ο σαλός, ο τρελο –Γιάννης, πάτερ μου, τους μάζεψε.
   -Μα βλέπω και αρκετούς ξένους. Συγγενείς του μάλλον θα είναι, μονολόγησε καθώς προχωρούσε προς την Αγία Τράπεζα.
   Ο παπα –Βασίλης υπηρετούσε 28 χρόνια στην ενορία και γνώριζε καλά τους περισσότερους ενορίτες. Ο Δημητράκης, που βοηθούσε στο Ιερό Βήμα μαζί με τον αδελφό του Παύλο, είπε στον παπα –Βασίλη πως ο κυρ –Αναστάσης τον παρακαλεί  -αν και δεν συνηθίζεται να του επιτρέψει να πει δυο λόγια μετά το τρισάγιο. «Μετά χαράς, μετά χαράς, Δημητράκη μου, να μιλήσει ο κυρ – Αναστάσης», είπε και έγνεψε καταφατικά κοιτώντας προς το αναλόγιο, όπου βρισκόταν ο κυρ –Αναστάσης. Όπως μάλιστα εκμυστηρεύτηκε αργότερα στον κυρ –Αναστάση, είχε και αυτός την περιέργεια να μάθει την αιτία που γέμισε η Εκκλησία σαν να ήταν Κυριακή.
   Στο τέλος λοιπόν, και πριν από την απόλυση ο παπα –Βασίλης τέλεσε το τρισάγιο. Όλο το εκκλησίασμα έκλαιγε γορεώς. «Θεέ μου ανάπαυσον την ψυχή του κεκοιμημένου δούλου σου Ιωάννη…», έψαλλε ο παπα –Βασίλης και έγνεψε στον κυρ –Αναστάση να πλησιάσει και να πάρει το λόγο.
   Εκείνος με τη σειρά του στάθηκε δίπλα στην Ωραία Πύλη και είπε:
   «Σεβαστέ μου πατέρα Βασίλειε, θα αναρωτιέσαι το λόγο της ευλογημένης αυτής σύναξης. Θα αναρωτιέσαι γιατί όλη η γειτονιά, αλλά και χριστιανοί εκτός αυτής, ήρθαν να τιμήσουν τη μνήμη του αδελφού μας Ιωάννη, γνωστού σ’ όλους μας ως τρελο –Γιάννη. Ακόμη και οι καταστηματάρχες άφησαν κλειστά τα καταστήματα, για να έρθουν στο ναό  από νωρίς το πρωί να λειτουργηθούν και όχι μόνο την ώρα του τρισαγίου, όπως κακώς ορισμένοι συνηθίζουν. Σήμερα, πατέρα Βασίλειε, μαζευτήκαμε εδώ για να τιμήσουμε έναν άγιο, έναν ταπεινό άνθρωπο που ο Κύριος τον ευλόγησε απλόχερα με Πνεύμα Άγιο. Έναν άνθρωπο σαν και εμάς, που κάλυπτε με τη σαλότητα τις αρετές που του πρόσφερε ο Χριστός. Ο Ιωάννης υπήρξε δια  Χριστόν σαλός και φρόντιζε ημέρα και νύχτα με ανιδιοτέλεια τον πλησίον του. Προσέγγιζε κάθε άνθρωπο με αγάπη. Επέβλεπε τη γειτονιά ως Επίσκοπος και θεματοφύλακας της Ορθοδοξίας μας και επανέφερε με τη δήθεν τρέλα του ψυχές στον λησμονημένο σήμερα, σχεδόν απ’ όλους μας, Κύριό μας, τον Ιησού Χριστό.
   Είμαστε πολύ τυχεροί, γιατί αξιωθήκαμε, αν και δεν το αξίζουμε, να γνωρίσουμε και να συναναστραφούμε μέσα στην καθημερινότητά μας με έναν άγιο του Θεού. Τα  λόγια μου είναι φτωχά για να περιγράψω τη ζωή του αδελφού μας Ιωάννη. Θεωρώ, μάλιστα, ανάξιο τον εαυτό μου μετά την ανάγνωση της επιστολής που έλαβα την επομένη ημέρα και η οποία είχε σταλεί από τον εκδημήσαντα. Ο Ιωάννης, όπως γράφει στην επιστολή του, μία εβδομάδα πριν κοιμηθεί ενημερώθηκε δια θαυμαστού γεγονότος από τον Τίμιο Πρόδρομο, να προετοιμασθεί για την έξοδό του από τον κόσμο τούτο. Δεν είχε κάποια ασθένεια, απ’ ότι γνωρίζω, ούτε είχε καταλάβει κανείς κάτι στη συμπεριφορά του. Αντιθέτως, τις τελευταίες ημέρες της ζωής του φρόντισε να αφήσει μία σημαντική παρακαταθήκη για τη γειτονιά μας. Φρόντισε για όλους μας. στην επιστολή του ο Ιωάννης δίνει συμβουλές και παραινέσεις ονομαστικά στον καθένα μας, τονίζοντας πως πρέπει να αγκιστρωθούμε στον Χριστό μας και να εντρυφήσουμε στη δικαιοσύνη του Θεού. θα σας τη διαβάσω αναλυτικά», είπε ο κυρ –Αναστάσης και τράβηξε από το σακάκι του την επιστολή. Όμως, βούρκωσε και δεν μπορούσε να μιλήσει. Μαζί του βούρκωσαν όλοι.
   Τότε ο παπα –Βασίλης εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία και παρενέβη λέγοντας:
   «Αγαπητοί μου χριστιανοί, για πάνω από σαράντα χρόνια γνωρίζω τον εκδημήσαντα. Όμως, πιθανόν, λόγω της αμαρτίας μου, δεν κατάφερα να διαγνώσω την αγιότητα του Ιωάννη. Ακούγοντας πριν από λίγο τον κυρ –Αναστάση, άρχισαν να ξετυλίγονται μέσα μου ορισμένα γεγονότα με πρωταγωνιστή τον τρελο –Γιάννη. Τώρα συνειδητοποιώ τούτα και τα εκλαμβάνω ως θαυμαστές πράξεις. Ενθυμούμαι πως μία Κυριακή ξημερώματα που άνοιξα τον ναό βρήκα τον τρελο –Γιάννη γονατιστό μπροστά στην εικόνα του Χριστού.
   -Πώς μπήκες μέσα, βρε τρελέ; Τον ρώτησα.
   -Να, παπά μου, χθες στον Εσπερινό ξεχάστηκα και ο νεωκόρος με έκλεισε μέσα.
   -Και τί μονολογούσες, βρε, μπροστά στην εικόνα του Χριστού;
   -Τραγουδούσα, παπά μου, για να περάσει η ώρα.
   -Να είσαι πιο προσεχτικός, γιατί την άλλη φορά θα φωνάξω την αστυνομία.
   Δεν σας κρύβω πως τον επέπληξα αυστηρά. Και βέβαια το μετάνιωσα αμέσως. Τώρα καταλαβαίνω γιατί το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο. Εκείνος μετά την επίπληξη με σκυμμένο το κεφάλι πήρε τη θέση του δίπλα στην κεντρική είσοδο του ναού, όπως συνήθιζε, και ζητιάνευε».
   Εν συνεχεία ο παπα –Βασίλης αναφέρθηκε στο περιστατικό με τα χρήματα που μάζευε από την επαιτεία και τα έριχνε στο παγκάρι, το οποίο αναλυτικά περιγράψαμε στις πρώτες σελίδες.
   «Έχω πολλά να σας πω, χριστιανοί μου, γιατί τώρα πιστεύω πως λύθηκε ο γρίφος και ευχαριστώ γι’ αυτό τον κυρ –Αναστάση. Θα σας περιγράψω μόνον ένα περιστατικό και θα δώσω το λόγο στον κυρ –Αναστάση.
   Ένα απόγευμα ο τρελο –Γιάννης είχε σταθεί μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς. Ήμουν στο γραφείο. Τον άκουγα που μιλούσε και άκουγα χωρίς να βλέπω πως είχε στήσει διάλογο με μία γυναίκα. Δεν έδωσα σημασία. Όταν βγήκα από το γραφείο, είδα μόνο τον τρελο –Γιάννη˙ κοίταξα δεξιά –αριστερά, αλλά δεν υπήρχε άλλος στο ναό. Ο νεωκόρος έλειπε σε εξωτερική εργασία. Ο τρελο –Γιάννης με πλησίασε και αφού έκανε, όπως συνήθιζε, μία εδαφιαία μετάνοια μου είπε:
   -Παπά μου, να πας στην κυρά –Σταμάτα μετά τον Εσπερινό. Σε περιμένει να την κοινωνήσεις, γιατί είναι λίγα τα ψωμιά της και ίσως δεν τη βγάλει τη νύχτα.
   -Και πού το ξέρεις, βρε συ; Του είπα.
   -Μου το είπε μία γυναίκα πριν από λίγο, απάντησε ο τρελο –Γιάννης.
   -Και γιατί, βρε, δεν ήρθε να το πει σε μένα;
   -Να, θα με πέρασε για τον νεωκόρο, είπε και έφυγε γρήγορα.
   Από το γραφείο μου παρατηρούσα την είσοδο του ναού και δεν είδα να περνά καμιά γυναίκα. Αλλά και πάλι τότε δεν έδωσα σημασία. Μετά τον Εσπερινό πήγα στο σπίτι της Σταμάτας. Η κόρη της μόλις με είδε εξαπλάγη, αφού είχε σκοπό, όπως μου είπε, να με ειδοποιήσει την επόμενη ημέρα για να κοινωνήσει η μάνα της, ώστε να μην με κουβαλά βραδιάτικα. Μπήκα στο δωμάτιο της κυρα – Σταμάτας και την κοινώνησα. Με ευχαρίστησε και μου κράτησε για λίγο το χέρι λέγοντάς μου με βαριά ανάσα. «Παπά μου, να φροντίζεις την κόρη μου και τα εγγόνια μου».
   Η κόρη της ήταν διαζευγμένη και μεγάλωνε μόνη της δυο παιδιά. Φεύγοντας με ρώτησε ποιός με ενημέρωσε. Της απάντησα πως η γυναίκα που έστειλε το είπε στον τρελο –Γιάννη. Φάνηκε να απόρησε. Το βράδυ, δυο ώρες μετά τη Θεία Κοινωνία, λίγο πριν τις 10 μ. μ., η κυρα –Σταμάτα εξεδήμησε προς Κύριον. Κοντά της εκείνη τη στιγμή ήταν η κόρη της, οι δυο εγγονές της και ο τρελο – Γιάννης, ο οποίος διάβαζε ψαλμούς από το Ψαλτήριο. Αυτά μου τα είπε η κόρη της μακαρίτισσας Σταμάτας, η οποία βρίσκεται εδώ και μπορεί να το επιβεβαιώσει».
   Τότε αυθόρμητα πετάχτηκε η Μαρία, έτσι έλεγαν την κόρη της μακαρίτισσας Σταμάτας και είπε:
   -Να πεις παπα –Βασίλη και για το φάκελο με τα χρήματα που νόμιζα πως άφησες εσύ και σε ευχαρίστησα.
   -Ναι! Η Μαρία βρήκε σε μία καρέκλα μέσα στο δωμάτιο έναν φάκελο με 100.000 δρχ. Νόμιζε πως τον ξέχασα και ήρθε να μου τον δώσει. Όμως, δεν γνώριζα τίποτε.
   -Μα, πάτερ μου, εσείς και ο τρελο –Γιάννης είσαστε οι μόνοι που μπήκατε στο σπίτι μας. Ο τρελο –Γιάννης όταν τον ρώτησα είπε πως τον έστειλε η Παναγία για τα έξοδα της κηδείας, επειδή είσαι φτωχή. «Τα κάνει αυτά η Παναγία», μου είπε. Δεν τον πήρα σοβαρά και πίστευα πως εσείς τον βάλατε και θέλατε να το κρύψετε, είπε η Μαρία.
   -Όχι, παιδί μου, θα σου το ‘λεγα, απάντησε ο παπα –Βασίλης.
   Η συγκίνηση όλων ήταν εμφανής από το άκουσμα των θαυμαστών αυτών γεγονότων. Ο κυρ –Αναστάσης άνοιξε την επιστολή και κάλεσε κοντά ένα νεαρό, τον Κωνσταντίνο, λέγοντάς του να κάτσει δίπλα του. Ο Κωνσταντίνος θεωρούνταν το «απόβλητο» της γειτονιάς για πολλά χρόνια, όμως υπήρξε μία μεγάλη μεταστροφή και τώρα ετοιμαζόταν να νυμφευθεί την Κατερίνα, τη φοιτήτρια, αλλά συναντούσε την αντίδραση των γονέων της. Και με το  δίκιο τους οι άνθρωποι αντιδρούσαν, αφού ο Κωνσταντίνος ήταν για πολύ καιρό παγιδευμένος στα δίκτυα της φοβερής μάστιγας της εποχής μας, της μεγάλης ασθένειας της ο μ ο φ υ λ ο φ ι λ ί α ς…


Η εξομολόγηση του Κωνσταντίνου

   Ο Κωνσταντίνος, που συνήθιζε να κάθεται στις τελευταίες πάντα θέσεις του Ναού, με εμφανή αρχικά δισταγμό σηκώθηκε και πήγε κοντά στον κυρ –Αναστάση. Καθώς διάβαινε προς τον άμβωνα παρατήρησε το πόσο περίεργα τον κοιτούσαν όλοι. Είδε στα μάτια των παρευρισκομένων να καθρεφτίζεται μία αόρατη απορία. Και εκείνος απορούσε γιατί ο κυρ –Αναστάσης κάλεσε μόνο αυτόν να παρευρεθεί δίπλα του την ώρα της ανάγνωσης της επιστολής.
   Κάτι όμως ασυνήθιστο τον παρακίνησε και, αφού έριξε μία κλεφτή ματιά στην αγαπημένη του Κατερίνα, παρακάλεσε τον κυρ –Αναστάση να πει δυο λόγια στη μνήμη του τρελο –Γιάννη. Ο κυρ – Αναστάσης θέλησε να διαβάσει πρώτα την επιστολή και μετά να του δώσει το λόγο. Τότε ο παπα –Βασίλης παρενέβη στη συζήτηση και είπε: «Άσε το παιδί να μιλήσει Αναστάση».
   Ο Κωνσταντίνος τότε με χαμηλωμένο το πρόσωπο πήγε μπροστά στο μικρόφωνο.
   «Θεωρώ και εκλαμβάνω τον εαυτό μου ως το χειρότερο μίασμα, που υπήρξε ποτέ στην ανθρωπότητα. Ξέρω ακόμη πως ως «μίασμα» της κοινωνίας με αντιμετωπίζετε όλοι, λόγω της αμαρτωλής πρώην δραστηριότητάς μου. Έχετε απόλυτο δίκιο. Έτσι μου αξίζει να με αντιμετωπίζετε, γιατί με τη ζωή που έκανα όχι μόνο έβλαπτα τον εαυτό μου, αλλά και τους πλησίον μου, εσάς δηλαδή, αλλά και όλους αυτούς που έπιανα στα δίκτυα της ανομίας. Παίρνω λοιπόν ως ευκαιρία τη δυνατότητα αυτή που μου έδωσε ο κυρ –Αναστάσης για να ζητήσω από τον καθένα προσωπικά να με συγχωρήσει. Δεν αξίζω,  βέβαια, ούτε καν τη συγγνώμη, γιατί σας έβλαψα όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε. Έβλαψα την πόλη σας, τη συνοικία, τη γειτονιά μας. Έβλαψα φίλους και γνωστούς μου, γονείς και συγγενείς, γιατί μετέφερα με τη βιοτή μου το βούρκο της ακολασίας στην καθημερινότητά σας.
   Στην κατρακύλα αυτή που είχα πάρει έδωσε οριστικό τέλος ο τρελο –Γιάννης. Οι προσευχές του σαλού με έβγαλαν από την παγίδα όχι ενός δαιμονίου, αλλά ολάκερης λεγεώνας που είχε φωλιάσει μέσα μου.
  Ήμουν για σχεδόν δέκα χρόνια τραβεστί!
   Πίστευα τότε ότι η ευτυχία βρίσκεται στην εφήμερη απόλαυση, που προκαλεί η σαρκική επαφή. Ντυνόμουν προκλητικά, οργιζόμουν με τους ανθρώπους. Αντιμετώπιζα τη ζωή ως ένα δοχείο ηδονής, το οποίο θα έπρεπε καθημερινά να φροντίζω να γεμίζω. Έζησα το βούρκο της κολάσεως, όσο δεν μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους.
   Συνήθιζα, λοιπόν, σε τακτά διαστήματα να αλλάζω κατοικία, αφού με το δίκιο της η κοινωνία με εκλάμβανε ως απόβλητο. Κι αυτό στην ουσία ήμουν. Οι τσακωμοί, οι βρισιές και οι απογοητεύσεις πίστευα ότι ήταν η καλύτερη άμυνα στην παθιασμένη, κατά κυριολεξία, μανία μου να ακολουθήσω κάτι που διέφερε από το κοινωνικά πρέπον, από τα ιδανικά και τις αξίες του Ευαγγελίου. Θεωρούσα τότε ως ανθρώπινο δικαίωμα την ασθένειά μου και είχα την ψευδαίσθηση πως ήταν πέρα ως πέρα φυσιολογικό. Κάτι που είθισται σήμερα, ακόμη και κάποιοι ανώτατοι άρχοντες, να διαφημίζουν ως δήθεν διαφορετικότητα.
   Δεν υπήρξε λοιπόν αστυνομικό τμήμα στην Αθήνα που να μη με γνωρίζει. Δεν υπήρξε δικαστήριο που να μην ήμουν «πελάτης» του είτε ως κατηγορούμενος, επειδή πρόσβαλα τα χρηστά ήθη, είτε ως μάρτυρας κατηγορίας ή υπεράσπισης σε διάφορες παρόμοιες υποθέσεις. Είχα την ψευδαίσθηση πως με την όλη ανήθικη δραστηριότητά μου υπηρετούσα μία  σιωπηλή επανάσταση κοινωνικής αποδοχής της ομοφυλοφιλίας. Κυνηγημένος έφθασα και στη γειτονιά σας και παρουσιάστηκα στην καλή και φτωχή γερόντισσα, την κυρά Χρυσούλα, προκειμένου να ζητήσω την γκαρσονιέρα που νοίκιαζε. Εκεί συνάντησα για πρώτη φορά τον τρελο –Γιάννη, ο οποίος είχε φέρει ψωμί στην σχεδόν άπορη γιαγιούλα.


Μάτια βουρκωμένα

   Η κυρά Χρυσούλα σε αντίθεση με άλλους ενοικιαστές δεν με ρώτησε πολλά πράγματα. Απλώς μου είπε πως οι 30. 000 δρχ. που ζητούσε για ενοίκιο, ήταν και τα μόνα χρήματά της για να τα φέρει βόλτα και με παρακάλεσε να μην τα καθυστερώ γιατί μ’ αυτά πληρώνει τη ΔΕΗ, το νερό και τα κοινόχρηστα και αγοράζει τα απαραίτητα προς το ζην.
   -Άχ καλέ μου Κωνσταντίνε, ο Θεός σε έστειλε! Τρεις μήνες έχω ξενοίκιαστο το σπίτι και ζω με τη βοήθεια του φούρναρη, του κυρ –Αποστόλη, και του μπακάλη, του κυρ –Παντελή, που μου στέλνουν ψωμί και τρόφιμα μ’ αυτόν τον σαλό, μου είπε, δείχνοντάς μου τον τρελο –Γιάννη.
  -Μα ποτέ δεν έστειλα ψωμί, κυρά –Χρυσούλα, αφού δεν ήξερα για την κατάστασή σου, γύρισε τότε αυθόρμητα και της είπε ο κυρ –Αποστόλης.
   -Ούτε εγώ έστειλα ποτέ τρόφιμα, συμπλήρωσε ο κυρ –Παντελής.
   -Μα έτσι μου έλεγε ο τρελο –Γιάννης, είπε εμφανώς απορημένη η κυρα –Χρυσούλα.
   Μετά την μικρή αυτή «ευχάριστη» παρέμβαση ο Κωνσταντίνος συνέχισε.
   «Συνήθιζε ο τρελο –Γιάννης να μην αποκαλύπτει τις πράξεις του. Σε εσένα, κυρα –Χρυσούλα μου, έφερνε φαγητό, σε εμένα όμως έφερε τον ίδιο τον Θεό», είπε ο Κωνσταντίνος.
   Τα μάτια του βούρκωσαν και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν. Μαζί του έκλαιγαν όλοι. Πήρε μία βαθιά ανάσα και συνέχισε:
   «Μετά τρεις ημέρες μετακόμισα στην γκαρσονιέρα. Ο τρελο –Γιάννης με βοήθησε να μεταφέρω τα πράγματα. Μάλιστα, όταν ο μεταφορέας άφησε κάποιο υπονοούμενο εξ αφορμής της συμπεριφοράς και του τρόπου ομιλίας μου ο τρελο –Γιάννης τον αποστόμωσε λέγοντάς του πως δεν έχει δικαίωμα να σχολιάζει κάποιος που συστηματικά ζούσε στη μοιχεία και συμπεριφερόταν βάναυσα στα δυο παιδιά του. Ο μεταφορέας σάστισε και σταμάτησε τότε να ειρωνεύεται. Πίστεψα πως θα ήταν γνωστοί, αλλά απόρησα όταν φεύγοντας στράφηκε στον τρελο –Γιάννη και του  είπε:
   -Εσύ τί είσαι μάγος;
   -Ναι, Γιώργο, έχω «μαγευτεί» από την αγάπη του Χριστού μας, απάντησε το σαλός.
   Ζήτησε μάλιστα από τον μεταφορέα να πάψει να στεναχωράει τον Χριστό που, παρ’ όλη τη συμπεριφορά του, γιάτρεψε την κόρη του Θεοδώρα από σοβαρότατη ασθένεια. Με σκυμμένο το κεφάλι ο Γιώργος τότε έφυγε. Είναι ο κύριος που κάθεται εκεί μαζί με τη γυναίκα του και μπορεί να επιβεβαιώσει το συμβάν. Μου έκανε εντύπωση ο διάλογος αλλά τότε τον λογάριασα ως τρέλες του σαλού.
   Το βράδυ λοιπόν της ίδιας ημέρας ντύθηκα με γυναικεία ενδύματα, κατά τη συνήθειά μου, και πήγα σε γνωστό στέκι των τραβεστί στη λεωφόρο Συγγρού. Φανταστείτε την έκπληξή μου, όταν είδα τον τρελο –Γιάννη να με κοιτά από την απέναντι γωνιά του τετραγώνου. Από τη σκέψη μου πέρασε πως επεδίωκε ερωτική συντροφιά. Αλλά πώς άραγε με βρήκε; «Με παρακολούθησε ο σαλός και τώρα θα τα πει στην κυρά Χρυσούλα. Άχ! πάλι θα αναζητώ σπίτι». Καθώς σκεφτόμουν όλα αυτά σταμάτησε ένας υποψήφιος πελάτης μπροστά μου. Σαν ελατήριο τότε σηκώνεται ο τρελός και αρχίζει να φωνάζει:
   -Αυτός έχει AIDS, είναι άρρωστος και θα σας κολλήσει. Φύγετε – φύγετε.
   Αιφνιδιάστηκα από την αλλοπρόσαλλη αυτή συμπεριφορά ενός ανθρώπου, που ούτε καν γνώριζα. Βέβαια ο υποψήφιος πελάτης έφυγε. Άρχισα τότε να βρίζω τον τρελο –Γιάννη. Με έπιασε μία υστερία… Αυτό συνεχίστηκε σχεδόν για ένα μήνα. Δεν μπόρεσα να καταλάβω ως σήμερα πως ανακάλυπτε τα παράνομα στέκια. Ένα βράδυ τον βάρεσα μάλιστα πολύ άσχημα!

Φάκελος Ευλογίας

   Φανταστείτε όμως την έκπληξή μου, όταν κάθε βράδυ που γύριζα στο σπίτι, έβρισκα ένα φάκελο με σχεδόν τα διπλά χρήματα απ’ αυτά που συνήθιζα να εισπράττω από τη βρώμικη αυτή δραστηριότητά μου και απέξω έγραφε: «Ευλογία για τον δούλο του Χριστού Κωνσταντίνο». Δεν ήξερα τότε τι να υποθέσω με όλα αυτά τα περίεργα που ζούσα.
   Τα απογεύματα που συνήθιζα να βγαίνω από το σπίτι και έβλεπα τον τρελο –Γιάννη θύμωνα. Εκείνος όμως έλεγε.
   -Κωνσταντίνε μου, πάψε να στεναχωρείς τον Χριστό και την Παναγιά μας, που κλαίνε αδιάκοπα για σένα.
   Σκεπτόμουν ακόμη και να φύγω από το σπίτι αλλά κάτι με κρατούσε εκεί.
   -Ρέ, μήπως σε ερωτεύτηκε και συμπεριφέρεται έτσι αλλόκοτα; Μου έλεγαν οι άλλοι τραβεστί.
   -Όχι, δεν δείχνει τέτοιες διαθέσεις, απαντούσα.
   Για να μην τα πολυλογώ αποφάσισα να προσκαλέσω τον τρελο – Γιάννη στο σπίτι προκειμένου να δώσω ένα τέλος σ’ όλα αυτά. Νόμιζα πως κάποιος τον βάζει επίτηδες για να με τρελάνει. Στην πρόσκλησή μου ο τρελο –Γιάννης, παρά το γεγονός ότι επανειλημμένως τον είχα προπηλακίσει, ανταποκρίθηκε θετικά. Δεν ξέρω τι με έπιασε εκείνη την ημέρα και καθάρισα το σπίτι, μαγείρεψα κάτι πρόχειρο και το έριξα στο διάβασμα. Ξεφύλλιζα ένα περιοδικό ποικίλης ύλης και κέντρισε την προσοχή μου ένα δημοσίευμα για κάποιο γέροντα ονόματι Πορφύριο που υπηρέτησε σε παρεκκλήσιο νοσοκομείου στην Ομόνοια.

 Το δαιμόνιο
  Δεν πρόλαβα να το διαβάσω, όταν άκουσα τον τρελο –Γιάννη να χτυπά την πόρτα. Μόλις του άνοιξα μου είπε:
   -Ευλογημένος να είσαι, Κωνσταντίνε μου, στον νυν αιώνα και στον μέλλοντα.
  Πρώτη φορά άκουγα αυτόν τον χαιρετισμό, αλλά και για πρώτη φορά άκουσα το δαιμόνιο να μιλά από μέσα μου.
   -Ήρθες και εδώ στο σπίτι μου, τρελέ, να με εκδιώξεις; Δεν είμαι μόνος αλλά έχω συντροφιά και άλλους 365 φίλους. Δεν πρόκειται να φύγω. Φύγε εσύ, γιατί θα σε σκοτώσω!
   Ο τρελο –Γιάννης τότε ύψωσε μπροστά μου ένα σταυρό και είπε:
   -Στο όνομα της Αγίας και ομοουσίου Τριάδος…
   Δεν άκουσα τίποτε άλλο, γιατί λιποθύμησα. Όταν συνήλθα αντίκρισα τον σαλό να μου χαμογελάει. Ένιωθα μία χαρά που βρισκόταν εκεί, αλλά δεν ήξερα την αιτία.
   -Σου έφερα ένα δώρο, Κωνσταντίνε μου. Είναι το Ψαλτήριο, ένα βιβλίο που έγραψε ο βασιλιάς και Προφήτης Δαυίδ.
   -Τί έγινε, τί συνέβη; Ρώτησα.
   -Κωνσταντίνε μου, έχεις μεγάλη ευλογία. Ο Χριστός σε επέλεξε. Σε ετοιμάζει για μεγάλους άθλους. Όμως, θα πρέπει να δώσεις μεγάλο αγώνα, γιατί αυτό που έχεις μέσα σου δεν πρόκειται να φύγει εύκολα.
   Εάν βλέπατε τη λάμψη στο πρόσωπο του τρελο –Γιάννη, θα κατανοούσατε το φόβο μου. Θεωρούσα αηδίες τα περί δαιμονίων. Πίστευα ότι αποτελούν σκαρίφημα των παπάδων και της θρησκείας, για να φοβίζουν τον κόσμο και να απομυζούν εύκολα χρήματα, να περνούν καλά, να πλουτίζουν και άλλα τέτοια συναφή. Και να τώρα, που υπήρξα μάρτυρας της φθονερής για τον άνθρωπο δράσης τους. Ο τρελο –Γιάννης από τότε έγινε αδελφός και φίλος. Το ίδιο βράδυ μάζεψα όλα τα γυναικεία ρούχα και τα παπούτσια και τα καλλυντικά και τα πέταξα στα σκουπίδια. Την επόμενη ημέρα άλλαξα το τηλέφωνό μου. Με τη βοήθεια του σαλού, μάλιστα, έπιασα δουλειά σε λογιστήριο μίας μεγάλης εταιρίας. Ο ιδιοκτήτης της εταιρίας ήταν φίλος του τρελο –Γιάννη. Με προσέλαβε με ικανοποιητικό μισθό.
   Ταυτόχρονα, σχεδόν καθημερινά με τον τρελο –Γιάννη πηγαίναμε σε ένα ναό ψηλά στον Υμηττό και ο ιερέας διάβαζε τις ευχές του Μεγάλου Βασιλείου (εξορκισμούς), ενώ ο τρελο –Γιάννης διάβαζε ψαλμούς. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι έζησα. Αυτό που μπορώ τώρα να βροντοφωνάξω από την εμπειρία αυτή είναι πως η ομοφυλοφιλία και εν γένει η πορνεία δεν είναι διαφορετικότητα ούτε ασθένεια˙ είναι ένα φοβερό δαιμόνιο, που εξοργίζει τον Παντοκράτορα. Αυτό επίσης που θέλω να σας πω είναι πως η αγία μας Εκκλησία έχει τα κατάλληλα όπλα για να εξολοθρεύει ολοσχερώς όλα αυτά που σήμερα η εκσυγχρονισμένη κοινωνία μας θεωρεί, όπως και εγώ πίστευα κάποτε, ότι είναι βλακείες.
   Οι προσευχές του αγίου της γειτονιάς μας με γλύτωσαν. Άλλαξε τη ζωή μου ολάκερη η γνωριμία μαζί του. Αυτά που έζησα τα τελευταία πέντε χρόνια στην ευλογημένη αυτή γειτονιά συνθέτουν ένα αληθινό θαύμα του τριαδικού και μόνου αληθινού Θεού. Ξέφυγα μέσα από μία πραγματική κόλαση και ζω μέσα σ’ έναν κόσμο που ούτε στα καλύτερα όνειρά μου δεν είχα ζήσει.
   Με τη συνεχή συμπαράσταση του αγίου αυτού ανθρώπου, που κάθε άλλο παρά τρελός ήταν, κατανόησα το λάθος, συνειδητοποίησα πράγματα και καταστάσεις που αποτελούν τα θεμέλια της κοινωνίας μας, γνώρισα την αγάπη του Χριστού. Λειτουργούσα ως εθισμένος σε τοξικές ουσίες˙ δεν ξεχώριζα από τους τοξικομανείς˙ ζούσα έναν εφιάλτη, στον οποίο έδωσε τέλος ο τρελο –Γιάννης, ο υπέροχος αυτός άγιος του Θεού. Δεν θέλω άλλο να σας κουράσω με την ιστορία μου. Άλλωστε, καταγράφω, όπως πρότεινε  ο κυρ Αναστάσης όλη την ιστορία μου με λεπτομέρειες. Ζητώ συγγνώμη και από εσάς και από τα πάμπολλα θύματα που παρέσυρα στα δίκτυα της ανομίας, όπου ήμουν παγιδευμένος. Ζητώ συγγνώμη και από την αγαπημένη μου Κατερίνα, η οποία άνοιξε την αγκαλιά της στον πιο αμαρτωλό όλης της οικουμένης, έκλεισε τα αυτιά της στα δυσμενή σχόλια και τις δίκαιες κριτικές και δέχτηκε την πρότασή μου να προχωρήσουμε σε γάμο. Δέχθηκε να ζήσει με ένα μηδενικό, με ένα απόβλητο, ένα μωρό. Και στον επικείμενο γάμο μας είχε επενδύσει με δάκρυα και προσευχές ο άγιος τούτος άνθρωπος, ο τρελο –Γιάννης».
   Τα τελευταία λόγια του Κωνσταντίνου χάθηκαν μέσα στους λυγμούς του. Μαζί του έκλαιγε ο παπα –Βασίλης, που έτρεξε και τον αγκάλιασε, αλλά και όλοι οι παρευρισκόμενοι.
   -Σκέφτομαι να φύγω από τη γειτονιά όχι για μένα, αλλά για την Κατερίνα, ψέλλισε ο Κωνσταντίνος με δυσκολία.
   Τότε ο παπα –Βασίλης είπε:
   -Αγαπητοί μου, ο Κωνσταντίνος εξεδήλωσε την επιθυμία  να φύγει από τη  γειτονιά μας. Τί λέτε; Θα αφήσουμε μία ζωντανή μαρτυρία ενός εξαίσιου θαύματος του εκλιπόντος αδελφού μας Ιωάννη, τον Κωνσταντίνο μας, αλλά και την Κατερίνα μας να φύγουν;
   -Όχι, όχι, φώναξαν όλοι.
   -Για σταθείτε. Λέτε τυχαία να φώναξα τον Κωνσταντίνο δίπλα μου; Όχι, καλοί μου χριστιανοί, δεν τον φώναξα τυχαία, είπε τότε ο κυρ –Αναστάσης. Και πρόσθεσε.
   -Τον φώναξα, γιατί έτσι ορίζει στην επιστολή του ο τρελο –Γιάννης.

Η Κατερινιώ και η σχέση της
με τον «κουζουλό» του Κυρίου
   Καθώς ο κυρ –Αναστάσης άνοιξε την επιστολή του τρελο –Γιάννη για να την αναγνώσει, η αγωνία είχε φθάσει στο κατακόρυφο. Αγωνία που αναμιγνυόταν με τη διάχυτη σ’ όλους συγκίνηση, η οποία διαπιστώνονταν από τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάτια μικρών και μεγάλων. Ακόμη και ο παπα –Βασίλης έκλαιγε με λυγμούς. Μπήκε στο Ιερό Βήμα προκειμένου να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. «Στην όλη ποιμαντική διακονία μου αυτό δεν έχει ξανασυμβεί. Είχαμε ένα μεγάλο άγιο μέσα στα πόδια μας και τον θεωρούσαμε ζητιάνο και τρελό… Πόσο τυφλούς μας κατάντησε η απιστία και η προσήλωση στα εφήμερα και την καθημερινότητα», είπε στον κατάπληκτο νεωκόρο, που εμβρόντητος παρακολουθούσε τα περίεργα αυτά γεγονότα.
   Όμως, προτού καλά – καλά αρχίσει ο κυρ –Αναστάσης την ανάγνωση βλέπει την όμορφη Κατερίνα, τη μνηστή του Κωνσταντίνου, να τον πλησιάζει κλαίγοντας με αναφιλητά. Σάστισε για λίγο και προσπάθησε να την παρηγορήσει. Η σκέψη του πήγε στο κακό. Νόμιζε ότι όλα αυτά που δημοσίως είχε εξομολογηθεί ο Κωνσταντίνος την έκαναν να αλλάξει γνώμη γι’ αυτόν… Αυτό πίστεψε και ο παπα –Βασίλης, ο οποίος έβγαινε εκείνη τη στιγμή από το Ιερό Βήμα.
   Η Κατερίνα σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της και ψέλλισε με δυσκολία πως κάτι ήθελε να πει. Ο παπα –Βασίλης της έγνεψε καταφατικά και αυτή πήγε κοντά στο μικρόφωνο. Πήρε μία βαθιά ανάσα και έπειτα από μία σιγή ολίγων δευτερολέπτων είπε:
   «Σεβαστέ μου παππούλη και καλοί μου γείτονες. Καθώς άκουγα τον Κωνσταντίνο να εξιστορεί τη γνωριμία με τον τρελο –Γιάννη και την προηγούμενη ζωή του δεν σας κρύβω πως σκέφτηκα να φύγω. Ένας έντονος πειρασμός μου τριβίλιζε το νου λέγοντας: «Τι οικογένεια θα κάνεις εσύ μ’ αυτόν. Σκέψου τα παιδιά σου που θα τα περιγελούν. Αναλογίσου τον πόνο των γονιών σου, που ήδη αντιδρούν και επ’ ουδενί θέλουν να γίνει αυτός ο γάμος. Και αν το μάθουν και στο χωριό σου στην Κρήτη πως πήρες πρώην τραβεστί, φαντάζεσαι τί θα γίνει; Με την επιλογή σου αυτή στην κυριολεξία σκοτώνεις με αργό θάνατο τους ενάρετους γονείς σου. Λυπήσου τον άμοιρο τον πατέρα σου, λυπήσου τη χαροκαμένη μάνα σου, λυπήσου και τα αδέλφια σου. Τί φταίνε αυτοί για να φορτωθούν αυτή την απερισκεψία σου; Άφησε λοιπόν τον Κωνσταντίνο, που είναι άξιος της μοίρας του. Λογικέψου Κατερίνα. Μην αποκλείεις το σοβαρό ενδεχόμενο στα πρώτα εμπόδια μέσα στο γάμο σας να ξαναγυρίσει στην πρωτινή ζωή του και να ξανακατρακυλήσει στην ακολασία. Το «χούι» αυτό λέει ο λαός δε κόβεται. Και τότε τί θα κάνεις; Μήπως θα ψάχνεις να βρεις έναν άλλον τρελο –Γιάννη για να τον σώσει; Σκέψου λοιπόν λογικά και σήκω φύγε τώρα, όσο είναι καιρός. Δες τα πρόσωπα των γύρων σου πόσο περιπαικτικά σε κοιτούν. Σαν να θέλουν να σου πουν κάτι για το έγκλημα που πας να κάνεις στον εαυτό σου. Να, κάποιοι ήδη ψιθυρίζουν. «Το καημένο το κορίτσι, τί Γολγοθά θα τραβήξει στη ζωή του μ’ αυτόν που διάλεξε…».
   Αυτά και άλλα πολλά στροβίλιζαν στο μυαλό μου, καθώς άκουγα τον Κωνσταντίνο να εξιστορεί την πρωτινή ζωή του. Ήταν τόσο δυνατός ο πειρασμός, που πίστευα πως άκουγα κάποιον να μου μιλά δυνατά στο αυτί! Πρώτη φορά ένιωσα τόση μεγάλη εσωτερική πίεση. Μάλιστα σηκώθηκα σε μία στιγμή όρθια με σαφή πρόθεση να φύγω. Κοίταξα προς την πόρτα και μετά προς τον Κωνσταντίνο. Τον είδα να κλαίει. Και τότε συνήλθα. «Μα τί πάω να κάνω», σκέφτηκα. Θυμήθηκα ότι όλα αυτά που έλεγε αυτή η περίεργη φωνή, ο έντονος πειρασμός, τα είχε εκμυστηρευτεί ο ίδιος ο Κωνσταντίνος τότε που ενώπιον του τρελο – Γιάννη μου έκανε την πρόταση γάμου. Δεν ήταν λοιπόν κάτι νέο. Μου είπε τότε ο Κωνσταντίνος πώς θα ήταν δύσκολη η ζωή μαζί του. Ευθαρσώς, μάλιστα, μου επεσήμανε ότι, αν θα συμφωνούσα να τον παντρευτώ, θα ήταν καλύτερα να μετακομίζαμε από αυτή τη γειτονιά ή να μεταναστεύαμε κάπου στο εξωτερικό. Αλλά τώρα, γιατί να αντιδράσω έτσι;
   Ο τρελο –Γιάννης, θυμάμαι, που άκουγε την συζήτηση που προηγήθηκε της πρότασης γάμου, ήταν σκυφτός και δεν μιλούσε. Απάντησα χωρίς να το πολυσκεφθώ στον Κωνσταντίνο θετικά. Μία αόριστη δύναμη με ωθούσε να πω «ναι». Μία εσώψυχη φωνή με παρακινούσε λέγοντάς μου πως ο Κωνσταντίνος είναι το ταίρι μου και ο σύντροφός μου. δεν έλαβα υπόψη μόνο τη φυσική ομορφιά του, αλλά προπαντός την εσωτερική αγνότητα και τη λάμψη του προσώπου του, στοιχεία που του προσέδωσε η συντριβή του και η μετάνοιά του. Η ηρεμία του και το γαλήνιο πρόσωπο του Κωνσταντίνου έδειχναν άνθρωπο που πλέον ήξερε τι ζητούσε από τη ζωή. Άλλωστε ο Θεός, όπως μας έλεγε ο τρελο –Γιάννης, το πρώτο που θέλει από τα νέα παιδιά είναι να κάνουν καλές και ευλογημένες οικογένειες. Να γίνουν καλοί οικογενειάρχες και όλα τα υπόλοιπα, γνώσεις, εργασία και τα απαραίτητα προς το ζην τα φροντίζει Εκείνος.
   Να γιατί ο τρελο –Γιάννης άρχισε να φωνάζει δυνατά, «ζήτω – ζήτω», μόλις έγνεψα το «ναι» στον Κωνσταντίνο. Χοροπηδούσε σαν μικρό παιδί και χαμογελούσε, ενώ καθώς έφευγε εμφανώς χαρούμενος φώναζε:
   -Μεγάλη ευλογία ο γάμος, Χριστιανοί μου, μεγάλη ευλογία ο γάμος για γη και ουρανό! Μέγα μυστήριο, μέγα μυστήριο!
   Βλέποντας τον τρελο –Γιάννη να φωνάζει βάλαμε αμήχανοι και ξαφνιασμένοι από την αντίδραση αυτή τα γέλια… Ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου.
   Τι με έπιασε λοιπόν τώρα; Κάλλιστα θα μπορούσα τότε να αρνηθώ. Θα είχα χάσει όμως, έναν πραγματικό επίγειο άγγελο. Γιατί σαν άγγελος τυλιγμένος στα ασφαλή ενδύματα της αρετής και της ένθερμης αληθινής πίστης, που χαρίζει ο Κύριός μας, ζει πλέον ο Κωνσταντίνος μέσα στη μετάνοιά του. Θυμάμαι πως δύο ημέρες μετά τη θετική ανταπόκριση στην πρότασή του βρήκα στην είσοδο της πολυκατοικίας που μένω τον τρελο –Γιάννη. Είχα την εντύπωση πως με καρτερούσε να επιστρέψω.
   -Κατερίνα με την πράξη σου αυτή συγκίνησες τον Χριστούλη μας, την Μητέρα Του και μητέρα όλων μας, τη γλυκιά μας Παναγία και τους αγίους μας. Μην φοβάσαι˙ ο Κύριος είναι μαζί σου και θα σας δώσει πολλά παιδιά. Θα είσαι ευτυχισμένη, γιατί η απόφασή σου αυτή χαροποίησε τον ουρανό, μου είπε.
   Μου έδωσε τότε και ένα βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του και αναφερόταν στο βίο της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Δεν έκανε τίποτε τυχαίο ο τρελο –Γιάννης. Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό αργότερα συνειδητοποίησα πόσο έμοιαζα στην μεγάλη αυτή αγία της Εκκλησίας μας.
   Πήρα το βιβλίο και, αφού το έβαλα στη τσάντα μου, τον ρώτησα αν είχε  φάει.
   -Όχι, απάντησε.
   -Έλα, έχω μαγειρέψει κοχλιούς. Μου τους έστειλε η μάνα μου από το χωριό, του είπα.
   Άρχισε τότε ο τρελο –Γιάννης να φωνάζει.
   -Σήμερα θα ταΐσει τον σαλό η Κατερίνα. Σήμερα ο σαλός θα φάει κοχλιούς.
   Ο κυρ –Παντελής, που καθόταν έξω από το μπακάλικό του και τον άκουσε, είπε χαριτολογώντας:
   -Σαλέ, με την τρελάρα σου θα γεμίσεις την κοιλάρα σου. Πάλι τη βόλεψες και μάλιστα με ωραίο φαγητό.

   -Κυρ –Παντελή, θα σου φέρω και σένα, έχω πολλούς κοχλιούς μαγειρέψει, είπα.
   -Έ, βρε Κατερινάκι, μη σε βάλω σε κόπο˙ τον σαλό ήθελα να πειράξω».
   -Τη θυμάμαι την ιστορία με τους κοχλιούς. Και ήταν και ωραία μαγειρεμένοι, πετάχτηκε αυθόρμητα και είπε ο ευτραφής κυρ –Παντελής.
   Ο παπα –Βασίλης αλλά και πολλοί άλλοι γέλασαν.
   Η Κατερίνα συνέχισε.
   «Έδωσα στον τρελο –Γιάννη να πάει ένα πιάτο κοχλιούς στον κυρ –Παντελή, μέχρι να στρώσω το τραπέζι. Ο τρελο –Γιάννης επέστρεψε έκανε την προσευχή και ενώ καθόταν είπε:
   -Άχ, βρε Κατερίνα μου, πόσα ευχαριστώ πρέπει ανά πάσα στιγμή να λέμε στον Θεό, γι’ αυτά που μας προσφέρει! Να, εμένα το σαλό και τον άχρηστο, το χειρότερο από όλους τους ανθρώπους που γνώρισε η γη δεν με έχει αφήσει ποτέ νηστικό. Πάντα φροντίζει και στέλνει εντολές σε αγγελούδια του σαν και σένα, καλό μου κορίτσι, για να με φροντίζουν τον αμαρτωλό. Σήμερα λοιπόν φρόντισε να φάω κοχλιούς, είπε χαμογελώντας.
   -Έλα, φάε τώρα˙ θα είσαι πεινασμένος, απάντησα.
   Για λίγα λεπτά ακουγόταν μόνο ο θόρυβος από τα πιρούνια και το ρούφηγμα των κοχλιών. Κατόπιν ο σαλός με ρώτησε αν θα φθάσει το φαγητό και για τον Κωνσταντίνο, ο οποίος σχολούσε αργά το απόγευμα.
   -Μην σε νοιάζει, έχω φροντίσει και γι’ αυτόν, του είπα.
   -Ήρθε ο καλός μας ο Χριστός και ευλόγησε προσωπικά τον Κωνσταντίνο και τον απελευθέρωσε από την αιχμαλωσία του. Πώ, πώ, πώ, τι θαύμα έκανε ο Κύριος! Δεν έχω δει σ’ όλη τη ζωή μου κάτι τέτοιο! Φιλεύσπλαχνος ο Κύριός μας, Κατερίνα μου, πολυέλεος, αληθινός Πατέρας. Ο οφθαλμός Του βλέπει και παρακολουθεί τα πάντα. Δε θέλει να χαθεί κανένας άνθρωπος. Καρτερικά περιμένει τη μετάνοια. Δες τον Κωνσταντίνο. Μέχρι χθές ήταν παγιδευμένος στα δίκτυα της ακολασίας και σήμερα διάγει μία αγγελική ζωή, με νηστείες, αγαθοεργίες, προσευχή. Ζει σαν αγγελούδι και βιώνει τη χαρά της μετανοίας του… Για όλα τα υπόλοιπα φροντίζει ο Θεός. Ο Κωνσταντίνος, Κατερίνα μου, θα είναι για σένα το εισιτήριο που θα σε οδηγήσει στη βασιλεία του Θεού. Αυτό να μην το ξεχάσεις, ιδιαίτερα τις στιγμές που ο αντίδικος θα σε πολεμά με στόχο να διασπάσει την ευλογημένη από το Θεό ένωσή σας, το μέγα μυστήριο του γάμου. Δεν  έχω δει στη ζωή μου τέτοια ταπείνωση και συντριβή. Ο πνευματικός του, ο παπα –Νικόλας, μου επεσήμανε πως διέκρινε κατά τη διάρκεια της εξομολόγησής του τη σφοδρή επιθυμία να βγάλει όλα τα αγκάθια  από την πολυβασανισμένη ψυχούλα του. Η εξομολόγηση έμοιαζε σαν μία εγχείρηση ανοικτής καρδιάς… Έτσι την αποκάλεσε ο παπα –Νίκος. Μεγάλο δώρο του Κυρίου η εξομολόγηση. Εκεί που φαίνεται να χάνεται ο κόσμος κάτω από τα πόδια σου, με τη μετάνοια μπαίνεις σε αγγελικό όχημα και πετάς στα ουράνια…
Δες τον βασιλιά και προφήτη, τον μεγάλο Άγιο Δαυίδ σε τι ύψη έφθασε με τη μετάνοιά του! Τι φοβερές προσευχές μας έδωσε παρακαταθήκη! Είναι τόσο φοβερές, γιατί κρύβουν μεγάλες αλήθειες και τα κλειδιά τους δίδονται μόνο στους ταπεινούς στην καρδιά. Ακούν, Κατερίνα μου, τα δαιμόνια το Ψαλτήριο και τις προσευχές του μεγάλου αυτού βασιλιά και τρέμουν. Εξαφανίζονται στα όρη και τα ψηλά βουνά. Γι’ αυτό, Κατερίνα μου, όταν θα έχετε προβλήματα, να μην λησμονάτε στην οικογένειά σας να διαβάζετε το Ψαλτήριο. Εκεί κρύβονται τα κλειδιά της ευτυχίας. Αντί να βλέπετε το χαζοκούτι της απελπισίας και της απογοήτευσης, δηλαδή την τηλεόραση, να διαβάζετε βίους αγίων και την Αγία Γραφή. Έτσι θα θωρακίζετε το σπίτι σας και άγγελος φύλακας θα προστατεύει την οικογένειά σας. Μην σκιάζεσαι και μην φοβάσαι, οι γονείς σου θα αγαπήσουν τον Κωνσταντίνο, όταν διαπιστώσουν πόσο καλά περνάει η κόρη τους. Λίγες οι δυσκολίες, πολλές οι χαρές στο γάμο σας. Μεγάλη η ευλογία του Θεού, είπε ο σαλός και έσκυψε και πάλι στο πιάτο του, συνεχίζοντας να τρώγει.
   Τότε δεν γνώριζα την αξία των όσων μου έλεγε και σκεφτόμουν πως ζει μέσα σε έναν κόσμο παραμυθένιο ως σαλός, αγνοώντας τη στυγνή πραγματικότητα και τα δεδομένα της ζωής.

Η «σκλαβωμένη»… Ελευθερία.
   Με κοίταξε λίγο σαν να κατάλαβε τι σκεπτόμουν και είπε:
   -Ποτέ, Κατερίνα μου, μη λάβεις υπόψη τον κόσμο. Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα είναι δυστυχισμένοι, γιατί δεν γνωρίζουν που κρύβεται η ευτυχία. Νομίζουν ότι η ευτυχία έχει να κάνει με την απόκτηση αγαθών, αλλά εκεί κρύβεται η κατάθλιψη. Πιστεύουν πως η δύναμη κρύβεται στον πλούτο, αλλά εκεί συναντούν την απογοήτευση. Θεωρούν ως ευχαρίστηση να ευτελίζουν τον έρωτα με συχνές εναλλαγές συντρόφων, αλλά εκεί κρύβεται ο εμπαιγμός και η δυστυχία. Τα καημένα τα κορίτσια της ηλικίας σου δε λένε, πώς η ευτυχία βρίσκεται σε ένα καλό κρεβάτι και στην αλόγιστη καλοπέραση;
   -Το λένε, απάντησα αμήχανα, σκεπτόμενη πως το ίδιο πίστευα και εγώ, όταν έφευγα από την Κρήτη για να έρθω στην Αθήνα για σπουδές.
   -Να, γνώρισα, Κατερίνα μου, μία κοπέλα που ήρθε πριν από πολλά χρόνια από την επαρχία στην Αθήνα για να σπουδάσει, όπως και εσύ. Είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο για να γίνει δασκάλα. Είχε συνδέσει η δύστυχη τη ζωή στην Αθήνα και τις σπουδές  με την ελευθερία που πίστευε πως είχε στερηθεί ζώντας με τους γονείς της στο χωριό. Θαρρούσε η καημένη πως τώρα δεν θα είχε τον έλεγχο: «Με ποιόν βγήκες, πού πήγες, γιατί άργησες, τί έλεγες με τον τάδε;» και άλλα συναφή που συνηθίζουν να λένε οι γονείς. «Θα έχω όποιο αγόρι θέλω, θα κοιμάμαι μαζί του και όταν θα βαρεθώ θα βρω κάποιο άλλο για να διασκεδάζω. Θα βρω και καμιά πρόχειρη απασχόληση για να μην έχω ανάγκη τους δικούς μου, ώστε να αποφεύγω και τη διαρκή γκρίνια τους. Δε θα απολογούμαι πλέον σε κανένα και θα γυρίζω ό,τι ώρα θέλω στο σπίτι…». Αυτά πίστευε η καημένη η Ελευθερία, έτσι την έλεγαν. Αν και Ελευθερία, είχε ταυτίσει την ελευθερία στη ζωή με την ασυδοσία. Είχε η καημενούλα την ψευδαίσθηση πως η χαρά και η ευτυχία κρύβεται στο ποτό, το χορό, τις εκδρομές και τις φοιτητικές ανέμελες παρέες… Έτσι, αμέσως ρίχθηκε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό στην ασωτία.
   Γνώρισε από τις πρώτες ημέρες της παραμονής της στην πρωτεύουσα στο αμφιθέατρο της Σχολής ένα νέο και άρχισε το πρώτο της φλερτ. Η συζήτηση με το  νεαρό έφερε το ραντεβού για καφέ, τα πρώτα φιλιά και τις πρώτες αγκαλιές. Ποιος λογάριαζε τώρα τα μαθήματα, ποιος υπολόγιζε τους γονείς… Καμάρωνε η σκλαβωμένη Ελευθερία μας για τον έρωτά της στις φίλες της. Εκείνες ρωτούσαν να μάθουν λεπτομέρειες, όπως λ.χ. πώς φιλάει, πώς της συμπεριφέρεται κ. ά. Για να αποφύγει τις ενοχλητικές ερωτήσεις, επέβαλε μία συνειδητή απομόνωση στον εαυτό της. Έτσι πίστευε πως θα περνούσε καλύτερα. Μία ημέρα όμως, μετά δύο σχεδόν εβδομάδες ο νέος την έστησε, όπως συνηθίζετε να λέτε εσείς οι νέοι, και δεν ήρθε στο ραντεβού που είχαν δώσει. Δεν απαντούσε ούτε στα αλλεπάλληλα τηλέφωνά της. Ανησύχησε πολύ, δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήξερε καν που μένει. Η σκέψη της πήγε στο κακό. Ξαγρύπνησε μέσα στην αγωνία και το άγχος. Την άλλη ημέρα πήγε πρωί – πρωί στο μάθημα. Και να! Είδε τον αγαπημένο φίλο της να κάθεται στην πρώτη σειρά στο αμφιθέατρο, όπως άλλωστε συνήθιζε… Κάθισε δίπλα του και τον ρώτησε γιατί δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Εκείνος φανερά θυμωμένος γύρισε και της είπε: «Έ! Δε θα μείνω και μία ζωή με μία επαρχιοπούλα πόρνη, μία πειναλέα για άνδρα, μία φθηνή και επιπόλαια». Στο άκουσμα αυτών των λόγων από το νεαρό εφήμερο αγαπημένο της η Ελευθερία νόμιζε πως εξαφανίστηκε η γη κάτω από τα πόδια της. Ποτέ δεν της είχε μιλήσει κανείς έτσι. Στο χωριό όλοι την σέβονταν και την εκτιμούσαν. Έβαλε τα κλάματα και έφυγε από το μάθημα. Η πίκρα και η ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της απογοήτευση έφερναν έναν  κόμπο στο λαιμό της. «Να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Τι ντροπή! Έγινα ρεζίλι», μονολογούσε, καθώς περπατούσε στην οδό Ιπποκράτους. Πήγε και κάθισε σε ένα παγκάκι στα Προπύλαια, εκεί που σταματάνε τα λεωφορεία και έκλαιγε. «Πώ – πώ τι έπαθα!», έλεγε και ξανάλεγε.
   Εκεί, καλή μου Κατερίνα, τη συνάντησα. Πήγα και κάθισα κοντά της και άρχισα να κλαίω μαζί της. Αυτή παραξενεύτηκε και, αφού με κοίταξε, με ρώτησε γιατί κλαίω. «Να, κλαίω που σε βλέπω στεναχωρημένη», της απάντησα. Μου άνοιξε τότε την καρδιά της και μου είπε όλα αυτά που σου εξιστόρησα. Της πρότεινα να εξομολογηθεί σε ένα καλό γέροντα, που διακονεί στα Κάτω Πατήσια.
   «Θα σου απαλύνει τον πόνο η εξομολόγηση και όλα θα δεις πως θα διορθωθούν».
   Πήρε τη διεύθυνση και το τηλέφωνο του γέροντα και το απόγευμα της ίδιας ημέρας έτρεξε και εξομολογήθηκε. Οι πληγές που άνοιξε ο εφήμερος έρωτας επουλώθηκαν και η Ελευθερία βρήκε το Χριστό και την ελευθερία της. Σήμερα είναι παντρεμένη. Έχει δυο όμορφα παιδάκια, το Χρήστο και τη Μαρία, και εργάζονται μαζί με τον άνδρα της, που είναι και εκείνος δάσκαλος σε ένα σχολείο στη Θεσσαλία.
   Δεν ξέρω κατά  πόσο η ιστορία του τρελο –Γιάννη είχε βάση αλήθειας. Εκείνο που μπορώ όμως ευθαρσώς να σας εξομολογηθώ είναι πως καθώς εξιστορούσε τα γεγονότα είχα την εντύπωση πως περιγράφει τη δική μου ζωή, η οποία είχε πολλές ομοιότητες με εκείνη της Ελευθερίας!  Γιατί κάπως έτσι σκεπτόμουν και λειτουργούσα, σαν την Ελευθερία, μέχρι που γνώρισα τον τρελο –Γιάννη.
   Τον συνάντησα για πρώτη φορά στην είσοδο της πολυκατοικίας, λίγες ημέρες αφ’ ότου είχα εγκατασταθεί. Ήμουν με τον πατέρα μου, που είχε έρθει από το χωριό και έμενε μαζί μου μέχρι να τακτοποιηθώ και να συνηθίσω την Αθήνα.
   -Γειά σου σύντεκνε Μανώλη με την καλή σου κόρη, του είπε.
   -Γειά σου και σένα Γιάννη, του απάντησε ο πατέρας μου.
   Καθώς απομακρυνόμαστε, ο πατέρας μου είπε.
   -Τον καημένο το Γιάννη. Κάθε φτωχός και η μοίρα του. Η σπιτονοικοκυρά του είπε πως είναι κουζουλός. Αλλά τέτοιον πρόθυμο και καλοσυνάτο κουζουλό, πρώτη φορά συνάντησα στη ζωή μου, Κατερινιώ. Με βοήθησε να βρω το σπίτι, όταν ήρθα πριν είκοσι ημέρες. Με βοήθησε στη μετακόμιση. Μου έφερε και ένα φούρνο μικροκυμάτων ολοκαίνουργιο, ως δώρο, λέγοντάς μου. «Μανώλη, εσύ έχεις μεγάλη φαμίλια να θρέψεις και η κόρη σου θα τον χρειαστεί, ενώ εμένα δεν μου χρειάζεται. Μου τον χάρισε ο κυρ – Νίκος που έχει κατάστημα Ηλεκτρικών Ειδών εδώ πιο πάνω». Δεν ήθελα να πάρω τέτοιο δώρο από τον κουζουλό, αλλά αυτός επέμενε. Ούτε χρήματα καταδέχτηκε. Το μόνο που δέχτηκε είναι να τον κεράσω έναν καφέ.
   Μετά λίγες ημέρες άρχισα να βρίσκω στην πόρτα μου κρεμασμένες τσάντες με τρόφιμα αλλά και διάφορα άλλα είδη ανάγκης. Ρώτησα τη σπιτονοικοκυρά μου την κυρά Σταυρούλα, που βρίσκεται μάλιστα εδώ, και εκείνη μου είπε: «Κάτι τέτοιες τρέλες μόνο ο τρελο –Γιάννης τις κάνει. Θα πρέπει να συνηθίσεις τις παλαβομάρες του». Σκέφθηκα να τα πετάξω. Πήρα την τσάντα και κίνησα να βγω έξω να τη δώσω πίσω. «Σιγά μην καταδεχθώ από το σαλό πράγματα. Δεν θα με κάνει εμένα ρεζίλι ο σαλός. Έχω και μία αξιοπρέπεια». Αυτά σκεφτόμουν καθώς κατέβαινα με το ασανσέρ με σκοπό να πάω στο σπίτι του σαλού.
   Μόλις ανοίγω την πόρτα βρίσκω μπροστά μου τον τρελο –Γιάννη. Καθόταν στο πεζούλι κρατώντας ένα κομποσχοίνι στα χέρια του, όπως συνήθιζε. Δεν πρόλαβα καν να μιλήσω.
   -Καλή μου Κρητικοπούλα, εμένα αναζητάς; Να λοιπόν, ήρθε η ώρα να συστηθώ. Με λένε Γιάννη και ζω εδώ δίπλα. Σου άφησα, καλή μου, δυο –τρεις τσάντες στην πόρτα σου.
   -Αυτή είναι η τελευταία. Παρ’ τη γρήγορα πίσω, του είπα πολύ θυμωμένα.
   -Δεν είναι δική μου, για σένα είναι. Να, θα σου πω ένα μυστικό, αλλά μη με προδώσεις. Απέναντι από το φούρνο του κυρ –Αποστόλη είναι ένα σούπερ – μάρκετ. Το διευθύνει ο κυρ –Θανάσης, ένας καλός άνθρωπος, ο οποίος έχει ένα τάμα. Ο καημένος πριν δύο χρόνια έχασε μία κόρη σε δυστύχημα. Από τότε στη μνήμη της συγχωρεμένης της Πασχαλίνας προσφέρει σε φοιτητές και φοιτήτριες της γειτονιάς λίγα τρόφιμα. Επειδή όμως δε θέλει να αποκαλύψει το μυστικό, βάζει εμένα το σαλό και τα πηγαίνω. Γι’ αυτό, καλή μου κοπέλα, μην αρνείσαι σε ένα χαροκαμένο πατέρα αυτή τη χαρά της προσφοράς. Και δώσε και σε μένα τον ελεεινό πέντε δραχμούλες να ανάψω ένα κεράκι για την Πασχαλίνα στην Εκκλησία. Και όταν πηγαίνεις και εσύ στο ναό, μη λησμονάς να της ανάβεις ένα κεράκι, να αναπαύεται η ψυχούλα της.
   Αυτά είπε ο τρελο –Γιάννης και έφυγε, αφού έκανε μία βαθιά υπόκλιση μπροστά μου. Πήρα τη τσάντα πλέον ανακουφισμένη. Από τότε σε τακτά διαστήματα έπαιρνα τα δώρα του κυρ –Θανάση και έδινα λίγα ψιλά στον σαλό να ανάβει κεράκια στην Πασχαλίνα»!
   Ο κυρ –Θανάσης που ήταν παρών σηκώθηκε τότε αυθόρμητα και είπε.
   -Κατερίνα, δεν έστελνα δώρα. Απλώς λυπόμουν το σαλό και είχα δώσει εντολή να του κάνουν 50% έκπτωση σε ό,τι αγόραζε. Αυτό ήταν όλο. Τα υπόλοιπα για την Πασχαλίνα μου, που πραγματικά έχασα σε δυστύχημα, ήταν ιδέες του τρελο –Γιάννη. Ίσως έτσι ανταπέδιδε την έκπτωση που του κάναμε.
   Τότε ο Γιάννης, φοιτητής της Νομικής, αλλά και η Κλειώ, που σπούδαζε στα ΤΕΙ, σηκώθηκαν και είπαν πως τα ίδια είχε πει ο σαλός και σ’ αυτούς, δικαιολογώντας τα δώρα που τους πρόσφερε. Μάλιστα ο Γιάννης συμπλήρωσε πως λάμβανε και χρήματα σε φάκελο, τα οποία πίστευε πως και πάλι τοποθετεί κρυφά ο κυρ –Θανάσης…
   -Πάντως, κυρ –Θανάση μου, προσωπικά, σε όποια Εκκλησία και αν πήγαινα, άναβα και ένα κεράκι για την Πασχαλίνα σου, είπε ο Γιάννης εμφανώς συγκινημένος από τα όσα άκουγε.
   -Πώ – πώ, τι θησαυρό έκρυβε ο Θεός στη γειτονιά μας! Πώ – πώ, τι θαύματα γινόντουσαν κάτω από τη μύτη μας και δεν τα καταλαβαίναμε! Πόσο σκληρές έχουν γίνει οι καρδιές μας και πόσο τυφλούς μας κατάντησε η πλεονεξία και η απομόνωση στους οικείους μας, είπε κλαίγοντας ο παπα –Βασίλης.
   Κοίταξε προς την Κατερίνα και τη ρώτησε εάν έχει να πει κάτι επιπλέον. Η Κατερίνα είπε πως θα μπορούσε να μιλά ώρες ολάκερες για τον άγιο αυτό του Θεού.
   -Επιφυλάσσομαι τα υπόλοιπα να τα γράψω και να τα δώσω στον κυρ –Αναστάση. Το μόνο που θέλω να προσθέσω είναι να με συγχωρήσετε, εάν κάποιον πλήγωσα αυτά τα επτά χρόνια που ζω στην παραδεισένια αυτή γειτονιά. Να ευχαριστήσω όλους σας και να σας πω πως είστε όλοι καλεσμένοι στο γάμο μου με τον Κωνσταντίνο. Θα σας παρακαλούσα όμως, αντί δώρου να δώσετε χρήματα στον παπα –Βασίλη για να ενισχύσει το συσσίτιο των απόρων.
   Όλοι τότε σηκώθηκαν όρθιοι και χειροκροτούσαν την Κατερίνα. Η σπιτονοικοκυρά της, η κυρά –Σταυρούλα, πετάχτηκε και είπε πως επιθυμεί να βαπτίσει το πρώτο παιδί που θα κάνουν. Γιορτινή, παραδεισένια ατμόσφαιρα με τα συναισθήματα της χαρμολύπης να εναλλάσσονται…
   Ο παπα –Βασίλης έγνεψε στον κυρ – Αναστάση να αναγνώσει την επιστολή του τρελο –Γιάννη. Αν και κόντευε σχεδόν μεσημέρι, κανείς δεν νοιαζόταν για το χρόνο. Ούτε καν οι μαγαζάτορες σκέπτονταν τα καταστήματα, που παρέμεναν κλειστά!... Χαριτολογώντας μάλιστα ο κυρ – Παντελής είπε:
   -Έ, για το σαλό αξίζει και μία αργία!...


Ο κυρ - Αναστάσης και ο σαλός

   Δακρυσμένος ο κυρ –Αναστάσης για πολλοστή φορά έβαλε το χέρι στην εσωτερική τσέπη του κουστουμιού και έβγαλε την επιστολή του Σαλού. Η αγωνία όλων έφθασε στο κατακόρυφο στον κατάμεστο ιερό ναό. Έριξε μία ματιά στον  παπα- Βασίλη και άλλη μία ματιά στο πολυπληθές και εμφανώς συγκινημένο ακροατήριο.
   «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ τις διαστάσεις που θα έπαιρνε στη γειτονιά μας ο θάνατος του αγίου, όπως αποδεικνύεται, γείτονά μας και άξιου τέκνου του Χριστού, του εκλιπόντος αδελφού μας Ιωάννη. Ούτε καν αναλογιζόμουν πως στην πολυκατοικία μας κρύβαμε εδώ και τριάντα χρόνια τέτοιο μεγάλο θησαυρό. Δε σας κρύβω πως παρ’ όλη την επαφή που διατηρούσα με τον σαλό, δεν κατάλαβα την αγιότητά του για πολλά – πολλά χρόνια. Μάλιστα τον θεωρούσα θρησκόληπτο και σαλεμένο και έτσι τον παρουσίαζα σ’ αυτούς, που κατά καιρούς μου εξέφραζαν παράπονα για την αλλόφρονα, όπως έλεγαν, συμπεριφορά του και ιδιαίτερα για την καθημερινή συνήθεια που είχε να διαβάζει δυνατά το Ψαλτήριο και το Ευαγγέλιο της ημέρας και να λιβανίζει από την ταράτσα έως και τις αυλές.
   Νιώθω ακόμη φοβερά ένοχος για τις κατά καιρούς έντονες παρατηρήσεις που του έκανα ως διαχειριστής της πολυκατοικίας. Παρατηρήσεις που ο ίδιος υπέμεινε χωρίς να αντιδρά. Αντιθέτως με επαινούσε λέγοντάς μου πολλές φορές:
   -Ας είσαι καλά κυρ –Αναστάση μου και εσύ και όλη η φαμίλια σου και όλος ο κόσμος. Μου έφερες πάλι χαρά με το να μεταφέρεις παράπονα. Μου έδωσες και πάλι ένα κιλό ταπείνωση σε μένα το σαλό και τον αχρείο της γειτονιάς και γι’ αυτό σε ευγνωμονώ… Ένα παράπονο, ένα κιλό ταπείνωση, έλεγε και με ευλογούσε με το χέρι του.
   Πίστευα πως δεν καταλαβαίνει αφού είναι σαλός. Και του συνιστούσα να πάει σε κανένα γιατρό να τον εξετάσει. «Πήγαινε βρε Γιάννη σε κανένα ψυχίατρο να σου δώσει κανένα φαρμακάκι να ησυχάσουμε μην έχουμε κανένα πιο σοβαρό πρόβλημα. Απειλούν να σου κάνουν μήνυση, δεν το καταλαβαίνεις;…» Αυτά και άλλα πολλά έλεγα στο μακαρίτη αγνοώντας την πραγματική αξία του, την οποία κάλυπτε με τη σαλότητα και την εν γένει συμπεριφορά του. Στις συστάσεις μου να πάει σε γιατρό εκείνος απαντούσε πως καλύτερος γιατρός είναι ο Χριστός και το καλύτερο νοσοκομείο η Εκκλησία Του.
   -Άχ κυρ –Αναστάση μου, ημέρα και νύχτα κλαίω και παρακαλώ τον Χριστό να με χειρουργήσει. Να μου κάνει εγχείρηση ανοικτής καρδιάς και να βάλει όλες τις βρωμιές που έκανα από μικρό παιδί. Παρακαλώ και την Παναγία μας να ικετεύει να βγουν τα αγκάθια που τρυπούν την ελεεινή καρδιά μου. Άναψε και εσύ κανένα κεράκι για το σαλό… όταν πηγαίνεις στην Εκκλησία.
  Έτσι συνήθως μου απαντούσε και έβαζε πότε τα γέλια και πότε τα κλάματα.
   Λησμόνησα να επισημάνω ότι αυτοί που αρχικά εξέφραζαν παράπονα για την αλλόφρονα συμπεριφορά του σαλού, εν συνεχεία μιλούσαν κολακευτικά και συμπαθητικά γι’ αυτόν. Βλέποντας την αλλαγή στη στάση τους δεν έδινα σημασία, όπως τον πρώτο καιρό στα παράπονα των νεοφερμένων ενοίκων… Μόλις τα τελευταία δύο χρόνια κατάλαβα πως ο τρελο –Γιάννης δεν ήταν σαλός, όπως πίστευα. Έγινε ένα περιστατικό, το οποίο με όρκισε να μην το αποκαλύψω. Όπως οι περισσότεροι από εσάς γνωρίζετε, έχω δυο παιδιά, τη Μαρία και το Μιχάλη. Τα παιδιά μου αγαπούσαν το σαλό, γιατί από μωρά μεγάλωσαν μ’ αυτόν. Από μηνών ακόμη ο σαλός έπαιζε μαζί τους. Στην αρχή τόσο εγώ όσο και η γυναίκα μου, δεν εμπιστευόμαστε να αφήνουμε το σαλό να τα πλησιάζει. Εκείνος όποτε έβλεπε τη Μαρία μου έκανε μία βαθιά υπόκλιση και έλεγε:
   «Τα σέβη μου στην πριγκίπισσα, τα σέβη μου στην πριγκίπισσα…». Με τον καιρό παρατηρήσαμε μία περίεργη σύνδεση της Μαρίας, αλλά και του Μιχάλη με το σαλό.
   Η Μαρία μου, 25 ετών σήμερα, δυστυχώς δεν βρίσκεται εδώ για να εξηγήσει τη ίδια τη σχέση της. Ήθελε να έρθει, αλλά της είπα πως πρόκειται για ένα απλό τρισάγιο και πως προτιμότερο είναι να έρθει με τον άνδρα της στα σαράντα. Πιστεύω πως θα δοθεί η ευκαιρία να καταθέσει και η ίδια την εμπειρία της με το σαλό. Δεν μπορούσα να φανταστώ τις διαστάσεις που θα λάμβανε μία απλή ακολουθία εις μνήμη του τρελο –Γιάννη.
   Ο μακαρίτης συνήθιζε να παίζει με τη Μαρία ένα παιχνίδι που το ονόμαζαν «το ρόδι της Παναγίας». Έκρυβαν ένα πλαστικό ρόδι, που άνοιγε στα δύο, και μέσα είχε διάφορα μικρά χαρτάκια. Σε κάθε χαρτάκι αναγραφόταν και κάποιο όνομα, όπως λ.χ. Ιωάννης, Γεράσιμος, Γεώργιος… Έβαζε τη Μαρία και έψαχνε το ρόδι και μόλις το έβρισκε, το άνοιγε και τραβούσε ένα χαρτάκι. Έβγαινε για παράδειγμα το όνομα Ιωάννης Πρόδρομος. Τότε ο μακαρίτης έτρεχε στην γκαρσονιέρα του και έφερνε το βίο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Βάσει της αφήγησης έφτιαχναν διάφορα πρόχειρα σκηνικά και εξιστορούσε τη ζωή του Αγίου με λόγια πρωτότυπα δικά του. Δε σας κρύβω πως πολλές φορές κρυφάκουγα τις ιστορίες, ενώ σε μερικές απ’ αυτές, όπως στο βίο του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, μετά από την επιμονή του έπαιξα και εγώ και η γυναίκα μου στο παιχνίδι. Στο τέλος του παιχνιδιού ο μακαρίτης ο τρελο –Γιάννης, όπως συνηθίζαμε να τον αποκαλούμε, ανέβαινε σε μια καρέκλα και διάβαζε ένα μικρό απόσπασμα από την Καινή Διαθήκη. Του ζήτησα να το διαβάζει μεταφρασμένο στο παιδί, αλλά ήταν κατηγορηματικά αρνητικός.
   -Της το μεταφράζει ο άγιος και η Παναγία μας. Αυτό το μυστικό κρύβει το «ρόδι της Παναγίας».
  Από το νηπιαγωγείο μέχρι και το Λύκειο η Μαρία ξεχώριζε ως μαθήτρια. Οι δάσκαλοι πάντα την επαινούσαν για τις εύστοχες παρατηρήσεις, την ευγλωττία και τις βαθιές γνώσεις της στην ελληνική γλώσσα. Βέβαια μέχρι σήμερα ευχαρίστησή της είναι, το χόμπι της, όπως συνηθίσαμε πλέον να το λέμε, να διαβάζει το Ψαλτήριο σε καθημερινή βάση και την Αγία Γραφή. Στο μόλις μάλιστα δύο μηνών εγγονάκι μου, συνηθίζει να διαβάζει το Ευαγγέλιο της ημέρας, όπως την έμαθε ο σαλός… Ο γαμπρός μου μάλιστα κατά παραίνεση της Μαρίας αντί για παραμύθια διαβάζει αποσπάσματα από βίους αγίων από συναξάρια που του έδωσε ως δώρο στο γάμο τους ο μακαρίτης ο τρελο –Γιάννης.


Η προαναγγελία του γάμου

   Μία μέρα λοιπόν πριν σχεδόν δύο χρόνια ο σαλός καθόταν στο πεζούλι της εισόδου και καθώς με είδε που έμπαινα στο σπίτι, μου είπε:
   -Καλώς τον καλό τον πεθερό, τον διαχειριστή μας, που θα γίνει και παππούς. Πώ πώ τι πιστό παλικάρι πρόσφερε η Παναγιά μας στην όμορφη την πριγκίπισσα, που σε λίγους μήνες θα καταστεί βασίλισσα!
   Θεώρησα τις ρήσεις του από τις συνήθεις σαλότητες, που καθημερινά έλεγε και δεν έδωσα σημασία. Όταν όμως ανέβηκα στο σπίτι, βρήκα τον νυν γαμπρό μου να κάθεται στο σαλόνι. Είδα τα λουλούδια στο ανθοδοχείο και τη Μαρία να πλέει σε πελάγη ευτυχίας.
   -Να σου γνωρίσω το Γρηγόρη, είπε η Μαρία.
   Εκείνος μου έδωσε το χέρι λέγοντάς μου.
   -Κυρ –Αναστάση ήρθα στο σπιτικό σας να ζητήσω το χέρι της κόρης σας, την οποία αγαπώ και θέλω να νυμφευθώ, εάν φυσικά δεν έχει και εκείνη αντίρρηση. Πριν από δύο μήνες τελείωσα το στρατιωτικό μου και εδώ και ένα μήνα εργάζομαι στο νοσοκομείο Παίδων κάνοντας την ειδικότητά μου. Τελείωσα την ιατρική λίγα έτη πριν τη Μαρία, την οποία και γνώρισα για πρώτη φορά στο Πανεπιστήμιο, και από τότε, εάν και πέρασαν τρία σχεδόν χρόνια, δεν την έβγαλα από τη σκέψη μου.
   Η πρόταση γάμου μου ήρθε ξαφνικά. Η σκέψη μου πήγε στο σαλό. Αναρωτήθηκα που άραγε να το γνώριζε.
   -Καλά, βρε Μαρία μου, έκρυψες από τον πατέρα σου ένα τέτοιο μεγάλο γεγονός αφήνοντας τον απροετοίμαστο, ενώ είχες ήδη ενημερώσει το σαλό; Δεν σκέφτηκες τον κίνδυνο, εάν και γιατρός, του εμφράγματος;
   Η Μαρία με κοίταξε ξαφνιασμένη και είπε:
  -Μα, πατέρα μου, μόλις χθες ο Γρηγόρης ανακοίνωσε την πρόθεσή του να με ζητήσει σε γάμο εκδηλώνοντας τα αισθήματά του προς εμένα και άλλωστε τον τρελο –Γιάννη έχω να τον δω ημέρες τώρα. Τί είναι αυτά που λές;
   Ίσως από αμηχανία στο αναπάντεχο τούτο  γεγονός η σκέψη μου προσηλώθηκε στο ερώτημα: πού το έμαθε ο σαλός; Έσπαγα το κεφάλι μου να μάθω πώς το ήξερε. Μόλις λοιπόν έφυγε ο Γρηγόρης κίνησα αμέσως για το σπίτι του.
   Καθώς έφθασα στην πόρτα του, άκουσα να συνομιλεί με κάποιον. Νόμιζα πως ήταν ο γαμπρός μου και άνοιξα την πόρτα, πάνω στην οποία βρισκόταν το κλειδί. Εκεί βρέθηκα μπροστά σε ένα εξαίσιο θέαμα. Είδα τον τρελο –Γιάννη να είναι γονατιστός μπροστά στην εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, αλλά να βρίσκεται μισό μέτρο –ίσως και λίγο περισσότερο – πάνω από το έδαφος. Μιλούσε στον Κύριο  και Εκείνος του απαντούσε. Κλονίστηκα από το θέαμα που αντίκρισα και ίσως να λιποθύμησα. Δεν ξέρω τι μου συνέβη. Όταν συνήλθα είδα τον τρελο –Γιάννη να κάθεται δίπλα μου και να μου χαμογελά. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου.
   -Ο Χριστός, κυρ – Αναστάση μου, έχει ευλογήσει το Γρηγόρη και τη Μαρία μας. Αυτός μου μίλησε για την ευλογία που παρέχει στο γάμο τους. Κανείς άλλος. Στο λέω για να λυθεί η απορία σου και να διορθωθούν οι λογισμοί σου. Όσο γι’ αυτό που είδες, θέλω να σε παρακαλέσω να μην το αποκαλύψεις όσο βρίσκομαι σ’ αυτήν την εφήμερη ζωή. Θα είναι κοινό μυστικό μας. Θυμάσαι που σου έλεγα πώς ο Κύριός μας είναι ο καλύτερος χειρουργός; Τον ικέτευσα λοιπόν να καθαρίσει τις αμαρτίες που σαν αγκάθια μου τρυπούν την καρδιά. «Ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου, και άφες πάσας τας αμαρτίας μου (…) Αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας μου μη μνησθής˙ κατά το έλεός σου μνησθητί μου συ, ένεκεν της χρηστότητός σου, Κύριε» (Ψαλμ. 24), έλεγα και ξανάλεγα, κυρ –Αναστάση μου, όπως ο βασιλιάς Δαυίδ. Και Εκείνος μ’ άκουσε και κάπου – κάπου επισκέπτεται το σαλό για να τον χειρουργήσει, είπε γελώντας δυνατά.
   Εν συνεχεία μ’ έβαλε να ψάλουμε τον γνωστό Ψαλμό «Τίς Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ εί ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος» (Ψαλμ. 76).
   -Άντε να σου ζήσουν τα παιδιά… Έκανες καλό γαμπρό, ευλογημένο παλικάρι, πιστό στον Χριστό και αγκιστρωμένο στον τριαδικό Θεό. Λαχείο ο Γρηγόρης! Λαχείο ο Γρηγόρης!
   Η σιγουριά του σαλού σε συνδυασμό μ’ αυτό το συνταρακτικό γεγονός απομάκρυναν πλέον κάθε αμφιβολία που ως γονιός είχα για το γάμο της Μαρίας. Όταν επέστρεψα στο σπίτι, η Μαρία και η γυναίκα μου περίμεναν με αγωνία να ακούσουν τις εντυπώσεις μου από την απροσδόκητη αυτή γνωριμία. Ξαφνιάστηκαν όταν τις αγκάλιασα αυθόρμητα και είπα πως επιβάλλεται να οριστεί γρήγορα ο γάμος. Η Μαρία ξέσπασε σε κλάματα και η γυναίκα μου άρχισε τους υπολογισμούς για την ανεύρεση βολικής ημερομηνίας. Τηλεφωνήσαμε το ίδιο βράδυ και στο γιο μου το Μιχάλη, που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στην Ορεστιάδα του Έβρου, και του αναγγείλαμε το ευχάριστο αυτό γεγονός. Με εξέπληξε όταν με ρώτησε τι κάνει ο τρελο –Γιάννης και αν έμαθε για τον επικείμενο γαμπρό. Του είπα πως το έμαθε και πως είναι πολύ χαρούμενος, αλλά ποτέ ως σήμερα δεν έλυσα την απορία που μου δημιουργήθηκε τότε με το ερώτημά του. Ίσως θα μπορούσε να μιλήσει ο ίδιος γι΄ αυτό… Αυτό που κατανόησα αργά ήταν ότι τα παιδιά μου είχαν μία διαφορετική σχέση με τον μακαρίτη, η οποία αποδείχθηκε πολύ ευεργετική για τη ζωή τους.
   Από τη μέρα εκείνη που είχα αυτή την ευλογία να ζήσω τη μοναδική εμπειρία, άλλαξε και η σχέση που είχα με το μακαρίτη. Τον συμβουλευόμουν τακτικά για πολλά ζητήματα και μου έκανε εντύπωση πως και  εκείνος πλέον δεν κάλυπτε με τη σαλότητα τις δωρεές και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που έφερε.
   Όπως η μέλισσα αναζητεί τα άνθη για να λάβει τη γύρη, έτσι και εγώ επεδίωκα να συναντώ καθημερινά το μακαρίτη και να ρουφώ μαζί με τον καφέ που πίναμε τις πνευματικές βαθιές ρήσεις, που άλλαξαν ριζικά τη ζωή μου. Συμμετείχα ακόμη ενεργά και στις τρέλες του. Από τότε προσπαθούσα να ενταχθώ πλήρως στην Εκκλησία. Να παρακολουθώ τις ακολουθίες, να συμμετέχω ενεργά από το αναλόγιο στη Θεία Λειτουργία, να κρατώ τις νηστείες της Εκκλησίας μας, να εξομολογούμαι και να κοινωνώ τακτικά. Να προσεγγίζω τον πονεμένο με την αγάπη του Σαμαρείτη και την Ταπείνωση του Τελώνη των γνωστών Παραβολών. Να ικετεύω τον Κύριο να κάνει και σε μένα την απαραίτητη εγχείρηση και να απομακρύνει τα κόπρανα της καρδιάς μου, που συσσωρεύτηκαν από τις συνειδητές και ασυνείδητες παρεκκλίσεις εκ του νόμου Του. Βρήκα στο πρόσωπο του σαλού τον πραγματικό ουράνιο πλούτο και έζησα γεγονότα που πολλοί τα εκλαμβάνουν ως θαύματα, αλλά και ο μακαρίτης με δίδαξε να τα βλέπω ως απλές ευλογίες του Τριαδικού και μόνου αληθινού Θεού.

Αναφορές σε θαύματα

   Στα δύο περίπου χρόνια που γνώρισα την πραγματική αξία του τρελο –Γιάννη, η αλήθεια είναι ότι άλλαξα πολλές συνήθειές μου. Άλλαξα πολλά κυρίως χάρη στις θερμές προσευχές του. Γιατί, όπως η πλειονότητα των Χριστιανών σήμερα, έτσι και εγώ είχα ακολουθήσει την πεπατημένη. Δηλαδή είχα φέρει τον Θεό στα μέτρα μου, καθιερώνοντας μία τελείως χαλαρή σχέση, που ονόμαζα πίστη. Αναλισκόμουν στις συνήθεις επισκέψεις μου στο ναό προκειμένου να εξασφαλίσω τον απαραίτητο κοινωνικό καθωσπρεπισμό. Εκλάμβανα τη σχέση με τον Θεό σαν μία συναλλαγή και νόμιζα πως, τηρώντας τα τετριμμένα, θα μπορούσα να εκληφθώ στους εκλεκτούς του. Με εντυπωσιακούς μεγάλους σταυρούς όμως και με  επισκέψεις σκοπιμότητας, που εξασφαλίζουν την κοινωνική αναγνώριση, δεν προσεγγίζεται ο Θεός μας. Ακόμη και με τη συμμετοχή σε πνευματικές εκδηλώσεις και κύκλους ερμηνείας της Αγίας Γραφής με τη μορφή του παραμυθιού, δε δύνανται να συντονιστούν οι καρδιές στους ρυθμούς του τριαδικού Θεού.
   Και επιπλέον η συναναστροφή με τον μακαρίτη με βοήθησε να κατανοήσω πως ο πλησίον και δη ο νοούμενος ως εχθρός είναι εικόνα του Θεού και πρέπει να θυσιάζεσαι γι’ αυτόν.
   -Μπορείς, μωρέ Αναστάση μου, να μισείς και να απορρίπτεις τον Θεό, να τον εκδιώκεις, να τον βρίζεις και ταυτόχρονα να ζητάς τη βοήθειά Του;
   -Όχι απαντούσα.
   -Μα τότε, πώς είναι δυνατόν να μισούμε τον πλησίον μας, ο οποίος είναι η ζωντανή εικόνα του Θεού; Αυτή είναι τρέλα μεγατόνων και κανένα φάρμακο από αυτά που κυκλοφορούν δεν τη γιατρεύουν. Μόνο η μετάνοια, μόνο η μετάνοια και η εξομολόγηση, πρόσθετε.
   Ο τρελο –Γιάννης χαρακτήριζε όλους αυτούς τους τύποις χριστιανούς, που σε στυλ φαρισαϊκό, όπως έλεγε, νομίζουν πως είναι με τον Θεό, κοιμισμένους κα υπνωτισμένους. Έλεγε μάλιστα χαρακτηριστικά πως ο Αντίδικος έφτιαξε με περίσσια πονηριά ένα ιδιότυπο σύγχρονο ψυχιατρείο και αιχμαλώτισε μέσα σ’ αυτό την πλειονότητα των Χριστιανών, ποτίζοντάς τους με υπνωτικά και Τavor των 500 μιλιγκράμ, για να τους κρατά εν υπνώσει και συνάμα να τους διατηρεί ως προτεραιότητα την ψευδαίσθηση της κοινωνικής αναγνώρισης…
   -Ο πλανήτης μας, κυρ –Αναστάση μου, είναι ο «αμπελώνας» του τριαδικού μας Θεού, είναι η επιχείρηση του Κυρίου. Αυτό δυστυχώς δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει και πιστεύουμε πως δυνάμεθα να ανατρέψουμε την σχέση τούτη. Ο άνθρωπος έχει προικισθεί με το αυτεξούσιο και μπορεί να επιλέξει να ενταχθεί στην «επιχείρηση» του Κυρίου ή να την απορρίψει. Και ένταξη σημαίνει τήρηση των εντολών και του νόμου του Δημιουργού Θεού. Από την άλλη πλευρά, απόρριψη σημαίνει παραβίαση των εντολών. Μέση κατάσταση δεν υπάρχει. Δεν μπορεί για παράδειγμα να μοιχεύεις επί 11 συνεχή χρόνια με την αδελφή της γυναίκας σου και ταυτόχρονα να φοράς τον σταυρό στο λαιμό σου και να εκκλησιάζεσαι!!!  Ούτε μπορείς να κλέβεις, να πορνεύεις, να ψεύδεσαι και ταυτόχρονα να ισχυρίζεσαι πως πιστεύεις στο Χριστό. Ή είσαι ή δεν είσαι με τον Χριστό κυρ –Αναστάση μου. Για να συμμετάσχεις στη μυστική δοξολογία του σύμπαντος κόσμου, πρέπει να δοθείς ολοκληρωτικά στον τριαδικό Θεό. Πατρίδα των Χριστιανών είναι ο ουρανός και όχι η γη. Στη γη είμαστε απλοί ενοικιαστές – πάροικοι, ενώ στον ουρανό είμαστε ιδιοκτήτες της αιωνιότητας. Το μάτι του Θεού κοιτάει μέρα και νύχτα τις καρδιές των ανθρώπων και βλέπει τις διαθέσεις τους. Εάν είσαι δίκαιος, θα λάβεις αμοιβή δικαίου. Εάν είσαι άδικος, θα λάβεις την οργή του Κυρίου και κάποια στιγμή θα γνωρίσεις την ρομφαία Του. Τα λέει ξεκάθαρα ο βασιλιάς και προφήτης Δαυίδ. Το θέμα λοιπόν, κυρ –Αναστάση μου, έχει να κάνει με το τι σόι Χριστιανοί είμαστε. Νερόβραστοι καταντήσαμε, τυφλωθήκαμε από την κάπνα του λιβανιού που χρησιμοποιούμε και τυλιχθήκαμε με τα ενδύματα της φοβερής αμφιβολίας.
   Βρε, Χριστιανός σημαίνει θυσία. Χριστιανός σημαίνει να χορταίνεις που βλέπεις τους άλλους να τρώνε. Χριστιανός σημαίνει να λαμβάνεις ως χαρά το αντάμωμα της ψυχής του γείτονά σου με τον Θεό. Χριστιανός σημαίνει να ζεις και να συμμετέχεις στη χαρά κα την πρόοδο του άλλου, σαν να ήταν δική σου. Χριστιανός σημαίνει να αψηφάς, όπως λέγει ο Δαυίδ, το μαρτύριο που πάντοτε αποτελούσε την κεντρική είσοδο του ουρανού. Χριστιανός σημαίνει να πονάς με τον πόνο του άλλου. Δεν μπορείς να λέγεσαι Χριστιανός λ. χ. και να είσαι και Μασώνος, τυχοδιώκτης, λωποδύτης. Ούτε καν πρέπει να συναλλάσσεσαι μ’ αυτούς που συνειδητά αρνήθηκαν τον Παντοκράτορα και επέλεξαν να υπηρετήσουν τον Μαμμωνά, και τις λεγεώνες των δαιμονίων που σέρνει πίσω του.
   Δεν ήταν τυχαία τα λόγια του τρελο –Γιάννη. Χτυπούσαν εκεί που πονούσα. Σαν αγέρας σάρωναν απόψεις και θέσεις που πίστευα πως θα εξασφάλιζαν σε μένα προσωπικά, αλλά και στην οικογένειά μου, μία καλή νοούμενη διαβίωση. Γιατί ομολογώ δημοσίως, πως από τον καιρό που ήμουν ασκούμενος δικηγόρος, παρασύρθηκα στα δίκτυα της μασωνίας. Πίστευα πως η ένταξή μου θα βοηθήσει την καριέρα μου και ίσως με στηρίξει στις βλέψεις που είχα τότε να υπηρετήσω την πολιτική. Στις στοές της ανομίας διδάχθηκα και οικειοποιήθηκα τη χαλαρότητα της πίστης και τον ψευδεπίγραφο φαρισαϊκό χριστιανισμό. Αργότερα ως ανώτατο στέλεχος υπουργείου, θεωρούσα πως η ιδιότητα του μασώνου μου προσέδιδε μία εργασιακή ασφάλεια. Ζούσα όμως, στην ψευδαίσθηση και στην πραγματικότητα ήμουν ενεργό μέλος του Ψυχιατρείου των εν υπνώσει δήθεν χριστιανών, που ορθά έλεγε ο μακαρίτης.
   Τώρα μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως η παρουσία του σαλού έσωσε πρώτα απ’ όλα τα παιδιά μου και τη σύζυγό μου, για την οποία δεν υπήρξα τότε ο πιστός και καλός σύντροφος, αλλά και εμένα προσωπικά. Ήμουν σε αντίστοιχα αδιέξοδα μ’ αυτά που περιέγραψαν πρωτύτερα ο Κωνσταντίνος και η Κατερινιώ. Και από τα αδιέξοδα αυτά με τράβηξε το χέρι του Θεού μέσω του επίγειου αγγέλου του, δηλαδή του τρελο –Γιάννη. Οι προσευχές του ήταν αυτές που θωράκιζαν τη γειτονιά μας. Με τη σαλότητά του εξάλλου μας δείχνει πως ο Θεός λειτουργεί πολύ διαφορετικά από ό,τι εμείς πιστεύουμε.
   Θεωρούσα για παράδειγμα πως η απόκτηση αγαθών, ενός σπιτιού, μίας εργασίας και λίγες καταθέσεις στην τράπεζα για ώρα ανάγκης σε καθιστούν πιο ασφαλή. Πίστευα πώς το να κλέψεις λ. χ. την πολιτεία στην Εφορία δεικνύει εξυπνάδα, ή το να παραπλανήσεις τον γείτονά σου με τις νομικές γνώσεις σου για να του πάρεις δυο τετραγωνικά μέτρα αποθηκευτικού χώρου, δεικνύει στην ουσία το δικαίωμα να διεκδικείς αυτό που πιστεύεις πως σου ανήκει.
   Είχα σχεδόν τριάντα χρόνια στην κατοχή μου, παπα –Βασίλη μου, μία αποθήκη, την οποία, αφού απέκτησα με πονηριά, ενώ ανήκε στον καλό γείτονά μου τον Αντώνη, εν συνεχεία λησμόνησα το γεγονός αυτό εκλογικεύοντάς το. Μου το υπενθύμισε όμως ο τρελο –Γιάννης, όταν μου ανέφερε μία ιστορία για κάποιον ευυπόληπτο και καθώς πρέπει Χριστιανό της γειτονιάς μας, που άρπαξε δυο μέτρα γης από τον φτωχότερο γείτονά του. Με ρώτησε πως θα πρέπει ο Θεός να τον αντιμετωπίσει. Αυθόρμητα απάντησα πως θα έπρεπε να τον συνετίσει, ώστε να παραδώσει πίσω αυτό που έκλεψε. Και τότε ο μακαρίτης μου είπε:
   -Τον προειδοποίησε να συμμορφωθεί δύο φορές. Την πρώτη επέτρεψε ο Κύριος να αρρωστήσει ο γιος του σοβαρά. Τη δεύτερη του έστειλε ένα μικρό εμφραγματάκι. Αλλά η καρδιά του παρέμενε το ίδιο σκληρή. Τώρα του έκλεισε την πόρτα της επικοινωνίας και ο Κύριος δεν εισακούει τις προσευχές του, είπε.
   -Ποιός είναι, Γιάννη μου, να τον ειδοποιήσουμε τον άνθρωπο μη χάσει και την ψυχή του, ρώτησα.
   Και εκείνος κλαίγοντας μου είπε πως ήμουν ο ίδιος! Φανταστείτε την έκπληξή μου.
   -Μήπως κάνεις λάθος δεν έχω κλέψει γη από κανέναν, μονολόγησα.
   Ήταν τόσο απωθημένη η ψυχή μου βλέπετε η παράνομη πράξη μου, που δυσκολεύτηκα να την ανασύρω στη μνήμη μου.
   -Αφαίρεσες δυο τετραγωνικά μέτρα από την αποθήκη του Αντώνη… Αξίζει για δυο τετραγωνικά να χάσουμε τον Παράδεισο; συμπλήρωσε.
   -Όχι, ψέλλισα ντροπιασμένος και φοβερά αμήχανος.
   Ένιωθα σαν μικρό παιδί που έκανε αταξία. Ο μακαρίτης τότε έβαλε τα κλάματα και με αγκάλιασε. Έκλαψα και εγώ μαζί του για αρκετή ώρα. Ζήτησα συγνώμη από το Θεό. Μάλιστα φεύγοντας από το σπίτι του μακαρίτη, σταμάτησα στον τέταρτο όροφο και είπα στον Αντώνη πως τον έχω βλάψει και πως οικειοποιήθηκα δικό του χώρο δυο τετραγωνικών στο ισόγειο. Εκείνος ξαφνιάστηκε. Του είπα τότε πως θα του δώσω το  αντίτιμο της οικειοποιήσεως και θα αναλάβω τα έξοδα όλα για να κτισθεί ο τοίχος στα σωστά μέτρα.
   -Έ, βρε κυρ –Αναστάση, δεν χάθηκε και ο κόσμος για δυο μέτρα. Σιγά τον πολυέλαιο, πώς κάνεις έτσι; Λες και θα τα πάρουμε μαζί μας. Άστα όπως είναι τα πράγματα. Αρκεί η καλή γειτονία και ο καλός ο λόγος σου, είπε ο Αντώνης.
   -Δεν ήμουν και τόσο καλός γείτονας, Αντώνη, του απάντησα, ενώ σκεφτόμουν την μεγαλοψυχία του και προέβαινα σε συγκρίσεις με τον εαυτό μου.
   Ένιωσα σαν ελεεινό σκουλήκι και έλεγα την προσευχή του Κυρίου. Την επόμενη ημέρα είπα στο σαλό τις σκέψεις μου και εκείνος χαμογελαστά ψιθύρισε στ’ αυτί μου.
   -Χθές, Αναστάση μου, άνοιξες τον ουρανό και έγινε πάρτι αγγελικό για χάρη σου. Και ο προφήτης Δαυίδ ελάμβανε τον εαυτό του ως σκουλήκι και κάποτε το ίδιο ένιωσε και ένας αγαπημένος μαθητής του Κυρίου μας. Και ο Χριστός μας τότε είπε την κάτωθι παραβολή. «Ήταν κάποτε ένα σκουλήκι που το ονόμαζαν μεταξοσκώληκα και ζούσε σε μία άκρη ενός μεγάλου κήπου. Μία μέρα τούτο το σκουλήκι αποφάσισε να ασχοληθεί με τα πνευματικά και, αφού εγκατέλειψε τον οίκο του, άρχισε να αναζητά τον ιδιοκτήτη του όμορφου αυτού κήπου. Κατά την πολύχρονη και κοπιώδη αναζήτησή του, άφηνε πίσω του μετάξι. Όταν έφθασε ο κατάλληλος καιρός, άφησε πίσω του το μετάξι και ο ιδιοκτήτης του κήπου του έδωσε φτερά για να πετάξει κοντά του… «Γι’ αυτό, Αναστάση μου, φωνάζει στο διάβα των αιώνων ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος για το μεγαλείο της μετάνοιας και για τα δώρα της ειλικρινούς μας ταπεινώσεως. Όσον αφορά στο χρέος σου έναντι του Αντώνη, θα σε πληροφορήσει ο Θεός πώς να το ξεπληρώσεις.
   Πράγματι μετά λίγους μήνες η αδελφή του Αντώνη χρειάστηκε να κάνει μία δύσκολη εγχείρηση, για την οποία απαιτήθηκαν πολλά χρήματα. Όταν έμαθα από το σαλό για την ανάγκη του, έτρεξα στην τράπεζα και τακτοποίησα το παλιό χρέος μου. Ο Αντώνης, βέβαια, τον οποίο βλέπω να κλαίει εκεί στην άκρη, επιμένει να μου επιστρέψει τα χρήματα μέχρι σήμερα».
   Ο παπα – Βασίλης σταυροκοπιόταν συνεχώς. Δεν έτρεχε πλέον στο Ιερό Βήμα να σκουπίσει τα δάκρυά του, αλλά τα άφηνε να τρέχουν, όπως και οι υπόλοιποι. Στην ποιμαντική του διακονία τέτοια γεγονότα δεν είχε ζήσει. Άλλωστε και αυτός ανήκε στην ίδια κατηγορία των ατόμων, όπως εκμυστηρεύτηκε αργότερα στον Αναστάση, που «νοσηλεύονταν» στο Ψυχιατρείο των ψευδαισθήσεων που έστησε περίτεχνα ο πονηρός Βελζεβούλ.
   -Πρέπει να σταματήσω και να σας διαβάσω την επιστολή του μακαρίτη, γιατί μου φαίνεται πως πήρα μεγάλη φόρα και θα κρυώσει το φαγητό που ετοίμασε η μαμά του Δημητράκη, η κυρά – Πολυξένη.
   -Όχι, όχι. Άσε την επιστολή και συνέχισε να μας μιλάς για τον τρελο – Γιάννη, φώναξαν οι περισσότεροι.
   -Δίκαιο έχουν. Πού θα τα ξανακούσουμε αυτά; πρόσθεσε ο παπα – Βασίλης.
   Ο κυρ – Αναστάσης ήπιε δυο γουλιές νερό, που του είχε φέρει ο νεωκόρος, και αφού έριξε μία ματιά προς την εικόνα του Χριστού, συνέχισε.
   «Τί να πρωτοθυμηθώ από τις διδακτικές ιστορίες του μακαρίτη!
   -Αναστάση, μου έλεγε, όταν ο άνθρωπος μάθει τι μεγαλείο κρύβεται στο καρδιακό δόσιμο, στην προσφορά δηλαδή, τότε θα αλλάξει η κοινωνία μας. Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, ο αγώνας και η αγωνία των χριστιανών επικεντρώνονταν στο πώς θα προσφέρουν στον πλησίον, στον ανήμπορο, στον φτωχό. Εκείνα λοιπόν τα χρόνια μία χριστιανή παντρεύτηκε ένα νεαρό ειδωλολάτρη. Το μόνο που ζήτησε πριν το γάμο της είναι να της επιτρέπει να μεταβαίνει στο χριστιανικό ναό για προσευχή. Μία μέρα λοιπόν μετά ένα χρόνο, ο σύζυγός της τη συμβουλεύτηκε πώς να επενδύσει τις δέκα χρυσές λίρες που εξοικονόμησε από την εργασία του. Εκείνη χωρίς να το πολυσκεφθεί του είπε πως η καλύτερη τράπεζα που δίδει τον μεγαλύτερο τόκο είναι αυτή των Χριστιανών. Δίδει τουλάχιστον δεκαπλάσιο τόκο, ενώ σε μερικές περιπτώσεις και πολύ περισσότερο.
   Τότε ο ειδωλολάτρης σύζυγος τη ρώτησε που πρέπει να απευθυνθεί, προκειμένου να υλοποιήσει την επένδυση και να καταθέσει στην τράπεζα των Χριστιανών τις δέκα χρυσές λίρες. Εκείνη τον συμβούλευσε τότε να μεταβεί στο ναό και να μοιράσει το ποσό στους φτωχούς που βρίσκονταν έξω από αυτόν ζητώντας βοήθεια. Αυτοί είναι οι υπάλληλοι της τράπεζας του Χριστού, του είπε. Αν και εκείνος απόρησε, εν τούτοις είχε τυφλή εμπιστοσύνη στη γυναίκα του και αποφάσισε να πράξει, όπως εκείνη τον συμβούλευσε. Πήγε λοιπόν στο ναό και μοίρασε στους φτωχούς τις οικονομίες του. Επέστρεψε χαρούμενος στο σπίτι του.
   Μετά περίπου ένα χρόνο είπε στη γυναίκα του πως χρειάζεται τα χρήματα. Εκείνη τον προέτρεψε με πίστη να μεταβεί και πάλι στο ναό. Πραγματικά πήγε και αναζήτησε αυτούς στους οποίους έδωσε τις χρυσές λίρες. Μάταια όμως έψαχνε. Δε βρήκε κανέναν. Τράβηξε να επιστρέψει στο σπίτι του. Θα ξαναρθώ πάλι αύριο σκεφτόταν. Καθώς έφευγε, βλέπει χάμω μία χρυσή λίρα. Έσκυψε και την πήρε. Πριν φθάσει στο σπίτι, πήγε και αγόρασε μ’ αυτή λίγα τρόφιμα, μεταξύ των οποίων και ένα μεγάλο ψάρι.
   Η γυναίκα του μόλις έφθασε στο σπίτι τον ρώτησε αν πήρε τα χρήματα. Εκείνος της απάντησε πως από τις δέκα λίρες και τον τόκο μόνο μία λίρα βρήκε και αυτή έξω από το ναό. Μην ανησυχείς θα φροντίσει ο Χριστός, τον καθησύχαζε εκείνη. Πώ – πώ τι αγνή πίστη είχε, Αναστάση μου! Εμείς σήμερα, με πρώτον από όλους εμένα το σαλό, ούτε ψήγματα απ’ αυτήν δε διαθέτουμε. Η καλή αυτή Χριστιανή πήρε το ψάρι για να καθαρίσει και μέσα του βρήκε μία μεγάλη πέτρα. Της έκανε εντύπωση και ρώτησε τον άνδρα της τι σόι ψάρι είναι αυτό που τρώει πέτρες. Εκείνος πήρε την πέτρα στα χέρια του και έτρεξε στο φίλο του δίπλα να τη δείξει και να τον ρωτήσει για το όνομα του ψαριού. Μόλις την βλέπει ο φίλος του τρελάθηκε. «Πού το βρήκες αυτό το τεράστιο μαργαριτάρι;» «Αυτή η μαύρη πέτρα είναι μαργαριτάρι;»,  ρώτησε φανερά έκπληκτος ο άνδρας της Χριστιανής. «Να το πάς στο χρυσοχόο να σου πει τι αξίζει». Πράγματι κίνησε αμέσως για τον χρυσοχόο, ο οποίος μόλις το βλέπει του προσφέρει 40 χρυσές λίρες. Ο ειδωλολάτρης σύζυγος νόμιζε πως τον κορόιδευε και αυθόρμητα είπε: «Αξίζει αυτή η πέτρα 40 χρυσές λίρες;… Ο χρυσοχόος νόμιζε πως παζαρεύει και ευθύς τις διπλασιάζει, κάνοντάς τες 80 χρυσές λίρες. Ο ειδωλολάτρης νόμιζε πώς τον ειρωνευόταν και τον κοιτούσε σαν χαζός χωρίς να μιλά. Τότε ο χρυσοχόος του λέγει: «Επειδή είναι το μεγαλύτερο μαργαριτάρι που μέχρι τώρα έχω δει, θα σου δώσω 100 χρυσές λίρες˙ παραπάνω όμως μη μου ζητήσεις». Του έδωσε τις λίρες και εκείνος έτρεξε περιχαρής στη γυναίκα του.
   Τη φίλησε και της εξιστόρησε το γεγονός. Τότε εκείνη σταυροκοπήθηκε και του είπε. «Σου το έλεγα πως ο Κύριος θα σου δώσει στο δεκαπλάσιο τις λίρες». Εκείνος τότε συνειδητοποίησε το λόγο της γυναίκας του και ζήτησε να μάθει περισσότερα για τον Χριστό. Μετά λίγο καιρό βαπτίσθηκε χριστιανός.
   Κατάλαβες, Αναστάση μου, πώς λειτουργεί ο Χριστός μας; Κατάλαβες πόσο μεγάλη πίστη είχαν τότε οι Χριστιανοί; Εκείνοι είχαν κατανοήσει το αυτονόητο, δηλαδή ότι ολάκερη η γη ανήκει στο Θεό. Εκείνος ορίζει και κατευθύνει τα πάντα με στόχο τη σωτηρία του ανθρώπου. Εκείνος έστειλε το μονογενή Υιό Του στη γη για να δείξει το δρόμο της σωτηρίας. Και ο λαός που επέλεξε Τον σταύρωσε. Και εμείς όμως, Τον σταυρώνουμε με τη συμπεριφορά μας.
   Η ιστορία αυτή με είχε συναρπάσει. Τη σκεπτόμουν συνεχώς επί μία σχεδόν εβδομάδα νύχτα και ημέρα. Και αυτό, γιατί είχα στην τράπεζα δέκα εκατομμύρια σε καταθέσεις και δοκίμαζα τον εαυτό μου αν θα μπορούσε να λειτουργήσει, όπως η Χριστιανή της ιστορίας και να τα μοιράσω. Να μείνω δηλαδή πανί με πανί. Ήμουν όμως πολύ διστακτικός. «Αυτά δε γίνονται σήμερα. Είναι απλές ιστορίες, φανταστικές», μου ψιθύριζε ο λογισμός. Ο μακαρίτης σαν να κατάλαβε κάτι από τη συμπεριφορά μου και με ρώτησε τι με βασάνιζε… Του μίλησα για τους συλλογισμούς μου.
   - Έ, βρε καημένε, γι’ αυτό στεναχωριέσαι; Δεν έχεις ακούσει τον Χριστό μας να λέγει «μακάριοι οι ελεήμονες». Με την ελεημοσύνη κερδίζεις τον ουρανό. Θα σου αποκαλύψω λοιπόν, Αναστάση μου, ένα μυστικό: Με την ελεημοσύνη επενδύεις στον ουρανό. Αγοράζεις χωράφια, οικόπεδα, πολυτελή σπίτια. Και όλα είναι ενδεδυμένα με την αιωνιότητα. Αντί λοιπόν να έχεις χρήματα στην τράπεζα, επένδυσέ τα σε κανένα ουράνιο οικοπεδάκι. Δεν έχεις ακούσει τον προφήτη και βασιλιά Δαυίδ που λέγει ότι μία μέρα στον ουρανό αξίζει όσο χίλια χρόνια στη γη. Όταν λοιπόν σε καλέσει ο Θεός, θα του ζητήσεις να δεις τι αγόρασες τότε με τα χρήματα που διέθεσες στους φτωχούς, και έτσι μπορεί να σου επιτρέψει να κάτσεις καμιά μερούλα, μου είπε γελώντας με την καρδιά του.
   Την επομένη ημέρα πήρα θάρρος και πρωί – πρωί πήγε στην τράπεζα. Σήκωσα τα μισά χρήματα και τράβηξα προς ένα γηροκομείο. Βρήκα τον υπεύθυνο ανέγερσης της νέας πτέρυγας και ρώτησα πόσα οφείλει στο μηχανικό. Εκείνος ξαφνιάστηκε. Για να μην τα πολυλογώ το χρέος του εκκλησιαστικού γηροκομείου προς τον μηχανικό ήταν περίπου τέσσερα εκατομμύρια.
  -Τηλεφώνησέ του να έρθει, του είπα. Θα τα δώσω εγώ.
   Ο παππούλης δεν πίστευε στα αυτιά του και πήρε αμέσως το Μητροπολίτη, ενημερώνοντάς τον για τις προθέσεις μου. Εκείνος ρώτησε να μάθει το όνομά μου και μόλις το άκουσε, γιατί με γνώριζε, του ζήτησε να μου μιλήσει. Του είπα πως το είχα τάμα και το αποδέχθηκε. Πλήρωσα τον μηχανικό και έφυγα. Εν συνεχεία κατευθύνθηκα σε έναν οίκο γερόντων ενοριακού ναού και προσέφερα το υπόλοιπο ποσό, που περίσσεψε.
   Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη μετά την πράξη αυτή. Ένιωθα μία ευτυχία πρωτόγνωρη. Μετά δύο ημέρες έπραξα ανάλογα δίδοντας το υπόλοιπο ποσό σε ιδρύματα της Εκκλησίας μας και στην ιεραποστολή μέσω δύο ενεργών ιεραποστολικών συνδέσμων της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας. Φρόντισα μάλιστα να κλείσω εντελώς τον λογαριασμό. Όταν ενημέρωσα τη γυναίκα μου για όλα αυτά και περίμενα να μου φωνάξει και να διαμαρτυρηθεί έντονα, εκείνη απλώς με κοίταξε και αρκέστηκε να πει:
   -Με το σαλό συναναστρέφεσαι, σαλότητες θα κάνεις. Αλλά τέτοιες τρέλες είναι καλές και ευχάριστες, γιατί βλέπω πως σε άλλαξαν εντελώς προς το καλύτερο. Είσαι άλλος άνθρωπος, Αναστάση μου. Λάμπεις ολάκερος και αυτό εμένα μου αρκεί και μου περισσεύει.
   Πολύ ήπια αντίδραση μονολόγησα. Πίστευα πως θα γίνει μεγάλη φασαρία.
   Ο τρελο –Γιάννης μόλις πληροφορήθηκε τι έκανα, άρχισε να φέρεται αλλόκοτα. Έβαλε ένα τσάμικο στο κασετόφωνο, άνοιξε τέρμα τον ήχο και υπό το ρυθμό των κλαρίνων άρχισε να χορεύει. Μαζί του χόρεψα και εγώ. Εν συνεχεία έβγαλε από το ψυγείο ένα μπουκάλι κρασί γλυκό από την Κύπρο, αν δεν κάνω λάθος το λένε Κομμανταρία και το χρησιμοποιούν για τη Θεία Κοινωνία, γέμισε δυο ποτηράκια και είπε:
   -Έλα, Αναστάση μου, να γιορτάσουμε μαζί με τους αγίους και τους αγγέλους. Πολύ χαροποίησες σήμερα τον ουρανό. Σήμερα αναβαπτίσθηκες Θείω Πνεύματι. Δόξα τω Θεώ. Ο Χριστός σε στρατολόγησε μετά την πράξη σου αυτή στην πρώτη γραμμή…
   Πραγματικά ένιωθα τόσο ευτυχισμένος, όσο ποτέ άλλοτε. Πετούσα στην κυριολεξία. Το περίεργο αυτό πανηγύρι, που έζησα με τον μακαρίτη, μου απομάκρυνε και την μύχια, ίσως και πονηρή σκέψη μου περί δεκαπλασιασμού του ποσού που έδωσα! Και όχι μόνο την απομάκρυνε, αλλά όπως εξομολογήθηκα, στο μακαρίτη ένιωθα ανάξιο τον εαυτό μου που τόλμησα με τα χρήματα που μου χάρισε ο Κύριος να κάνω τέτοιους είδους υπολογισμούς. Τότε συνειδητοποίησα αυτό που λέγει ο βασιλιάς  και άγιος προφήτης Δαυίδ στον 23ο Ψαλμό: «Του Κυρίου η γη, και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή. Αυτός επί θαλασσών εθεμελίωσεν αυτήν και επί ποταμών ητοίμασεν αυτήν. Τις αναβήσεται εις το όρος του Κυρίου, ή τις στήσεται εν τόπω αγίω αυτού; Αθώος χερσίν και καθαρός τη καρδία, ος ούκ έλαβεν επί ματαίω την ψυχήν αυτού και ούκ ώμοσεν επί δόλω τω πλησίον αυτού. ούτος λήψεται ευλογίαν παρά Κυρίου και ελεημοσύνην παρά Θεού σωτήρος αυτού». Και κατανόησα αυτό που συνεχώς έλεγε ο μακαρίτης «Κύριος ποιμαίνει με, και ουδέν με υστερήσει» (Ψαλμ. 22, 1).
   Ένιωθα την ανάγκη πλέον καθημερινά να ασχολούμαι με το νόμο του Κυρίου, παρακαλούσα να κολλήσω και εγώ την τρέλα του τρελο –Γιάννη μας για τον Χριστό. Είχα μάλιστα την αίσθηση πως όλα ομόρφυναν στο σπιτικό μας.
   Την επόμενη μέρα ο σαλός φώναζε δυνατά στο δρόμο:
  -Ο Αναστάσης φόρεσε την πανοπλία του Χριστού και κατέστη στρατιώτης του Υψίστου.
   Και το πειραχτήρι της γειτονιάς, ο μπακάλης μας ο Παντελής, θυμάμαι που συμπλήρωσε: «Σιγά, βρε σαλέ, μην πήρε και μυδράλιο και πάει να πολεμήσει τους Τούρκους».
   -Το θυμάμαι, το θυμάμαι! Φώναξε τότε ο Παντελής.
   Όλοι γέλασαν από την αυθόρμητη παρέμβαση του μπακάλη.
   Παλαιότερα, τα περισσότερα από όσα έλεγε ο μακαρίτης τα παρεξηγούσα. Αλλά μετά τη στρατολόγησή μου στον Χριστό, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, κατανοούσα λίγο πολύ το βαθύ νόημα των λόγων του και προσευχόμουν διακαώς να το μοιάσω. Γι’ αυτό τον συνόδευα στα νοσοκομεία πολλά απογεύματα, όπου συνήθιζε να επισκέπτεται αρρώστους. Μέχρι σήμερα δεν έχω ακόμη καταλάβει πως ανακάλυπτε τους φτωχούς και εγκαταλελειμμένους.
   -Καλέ μου Αναστάση, στα μέρη που βασιλεύει ο πόνος βρίσκεται και ο Χριστός και οι άγιοι. Γι’ αυτό έρχομαι εδώ.
   Μία φορά στεκόμασταν έξω από την εντατική μονάδα του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» και ο μακαρίτης έκανε κομποσχοίνι, ενώ εγώ κοιτούσα τους συγγενείς που περίμεναν να μπουν στην εντατική. Όταν λοιπόν βγήκε μία νοσοκόμα και είπε πως οι συγγενείς αυτών που νοσηλεύονταν στην εντατική μονάδα μπορούν να περάσουν σηκώθηκε ο μακαρίτης σαν ελατήριο.
   -Έλα, Αναστάση, πάμε, είπε.
   Πίστευα πως πάμε σε κάποιον γνωστό του και τον ακολούθησα. Βάλαμε τις ρόμπες και την απαραίτητη μάσκα και μπήκαμε σε ένα θάλαμο δίπλα στο γραφείο των ιατρών. Μέσα νοσηλευόταν ένας ιερομόναχος. Ο μακαρίτης περίμενε να φύγουν δυο συγγενείς του και μετά έσκυψε φίλησε το χέρι του ασθενούς κληρικού και έβγαλε από την τσέπη του κρυφά λίγο αγιασμό που κρατούσε πάντα από την ημέρα των Θεοφανείων. Του έβρεξε τα χείλη του με ένα μικρό βαμβάκι. Ράντισε το κρεβάτι του αλλά και δυο ακόμη κρεβάτια άλλων ασθενών. Ξαφνικά τον βλέπω να γονατίζει και να με παρακινεί να κάνω το ίδιο. Γονάτισα και εγώ, ενώ ταυτόχρονα σκεπτόμουν πως θα μας πετάξουν έξω. Εκείνος σταυροκοπήθηκε πολλές φορές και αφού άφησε μία εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους, που πάντα κουβαλούσε πάνω του, στον ασθενή ιερομόναχο και κρέμασε δυο μικρές εικονίτσες της Παναγίας στους υπολοίπους, βγήκαμε έξω.
   Ήμουν πολύ περίεργος να μάθω γιατί γονάτισε και τον ρώτησα καθώς ανεβαίναμε τις σκάλες, για να επισκεφθούμε μία γιαγιά.
   -Αναστάση μου, την ώρα που ήμασταν στην εντατική ήρθε και ευλόγησε τον παπά ο Άγιος Χαράλαμπος. Και τύχαμε και εμείς της ευλογίας του μεγάλου αυτού αγίου.
   -Πώς και ήρθε ο Άγιος Χαράλαμπος και όχι κάποιος άλλος άγιος ή η Παναγία μας; είπα χωρίς να το πολυσκεφθώ.
   -Να, ο ιερομόναχος αυτός υπηρέτησε για μεγάλο διάστημα σε ναό του Αγίου Χαραλάμπους, είπε.
   Κάθε φορά ένιωθα ολοένα και περισσότερο συγκλονισμένος, αφού με τη βοήθεια του μακαρίτη συνειδητοποιούσα τη μυστική σύνδεση, που ενώνει τη θριαμβεύουσα και τη στρατευομένη Εκκλησία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
   Η γιαγιά μόλις είδε το μακαρίτη το Γιάννη χαμογέλασε και είπε:
   -Άχ! βρε Γιαννάκη μου, σε κουράζω κάθε φορά. νιώθω άσχημα που σε βλέπω κάθε μέρα να έρχεσαι εδώ.
   -Μη στεναχωριέσαι κυρα –Χρυσούλα. Ο Γιώργος σου με στέλνει να σου κρατώ λίγη συντροφιά, γιατί εκείνος με τα παιδιά δεν καταφέρνει να βρει το χρόνο. Βλέπεις τα φέρνει δύσκολα πέρα. Σου στέλνει πάντως χαιρετίσματα και έχεις πολλά φιλιά από τη νύφη σου και τα εγγονάκια σου. Αύριο που θα βγεις από το νοσοκομείο και θα γυρίσεις στο γηροκομείο, σκοπεύουν να σε επισκεφθούν, απάντησε ο τρελο –Γιάννης.
  Η γιαγιά χάρηκε. Όπως έμαθα αργότερα από μία νοσοκόμα η γιαγιά ήταν εντελώς εγκαταλελειμμένη. Το έμαθα, γιατί με πλησίασε και μου μίλησε. Πίστεψε πως είμαι ο γιος της ο Γιώργος. Η νοσοκόμα μου εξιστόρησε πως η γιαγιά νοσηλευόταν επί ένα σχεδόν μήνα και ο μόνος που έδειχνε ενδιαφέρον ήταν ο τρελο –Γιάννης.
   -Ας είναι καλά ο παπάς που τον στέλνει και η ενορία που τον πληρώνει για να κρατά παρηγοριά, στους ασθενείς, μου λέγει η νοσοκόμα.
   Με ρώτησε μάλιστα, εάν και εγώ έκανα την ίδια δουλειά.
   -Όχι, όχι. Απλά σήμερα τον συνόδευσα για να δω και έναν δικό μου ασθενή, απάντησα αμήχανα.
   Κατάλαβα όμως πως με μία ακόμη σαλότητα σκέπασε ο μακαρίτης την άγνωστη διακονία του. Μάλιστα πηγαίνοντας προς τον Άγιο Χαράλαμπο στα Ιλίσια να ανάψουμε ένα κεράκι ευχαριστίας, αστειευόμενος του είπα:
   -Γιάννη μου, είσαι πολυθεσίτης και πληρώνεσαι καλά.
   Εκείνος με κοίταξε απορημένος.
   -Πόσα σου δίνει η ενορία για να κάνεις τον αποκλειστικό νοσοκόμο; Συμπλήρωσα.
  Έβαλε τότε τα γέλια.
   -Έπρεπε, Αναστάση μου, να πάρω την κάρτα ελευθέρας εισόδου στο συγκεκριμένο νοσοκομείο. Άλλωστε δεν είναι ψέμα αυτό που είπα ή σαλότητα, όπως πιστεύεις. Η ενορία είναι οίκος Κυρίου, είναι εργοτάξιο σωτηρίας ψυχών. Και ο μισθός αυτών που εργάζονται στο εργοτάξιο αυτό δεν λογίζεται ως χρήμα, όπως νομίζουν πολλοί. Ο μισθός είναι οι δωρεές του Παρακλήτου. Και αυτός είναι μισθός που πραγματικά αξίζει. Και εμένα το σαλό και τον άθλιο με κατέταξε ο Κύριος στους υψηλόμισθους, χωρίς να το αξίζω. Γι’ αυτό αγωνίζομαι νύχτα ημέρα, να φανώ άξιος δούλος των δωρεών του, είπε κάνοντας το σταυρό του και προσθέτοντας.
   -Κύριε, ελέησον τον πιο άχρηστο άνθρωπο που πέρασε από τον πλανήτη.
   Δεν κατανοούσα στ’ αλήθεια τον τρόπο σκέψης του ούτε μπορούσα να αναλύσω πάντα τις πνευματικές εμβαθύνσεις των λόγων του. Τόσα χρόνια βλέπετε ανήκα στη μεγάλη «έξυπνη» και καθώς πρέπει ομάδα των τύποις, αλλά βαθιά κοιμισμένων στην πραγματικότητα, χριστιανών κατ’ όνομα. Και ξαφνικά άρχισα να κολυμπώ στα βαθιά, χωρίς προηγουμένως να προπονηθώ σε τέτοιο κολύμπι.
   Πήγαμε στον Άγιο Χαράλαμπο λίγο πριν τον Εσπερινό. Ανάψαμε κερί και προσκυνήσαμε τις ιερές εικόνες. Ο μακαρίτης μου ζήτησε να μείνουμε στον Εσπερινό. Δέχτηκα και τράβηξα προς το αναλόγιο για να ψάλλω. Εκείνος, όπως συνήθιζε, κάθισε στις τελευταίες θέσεις δεξιά. Βγαίνοντας από την Εκκλησία χαμογελούσε, ενώ μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο, άρχισε να τραγουδά.
   -Δέκα – δέκα, δέκα – δέκα ανεβαίνω τα σκαλιά. Για τα δυο σου μάτια, μάτια σου Χριστέ…
   Είχε αλλοιώσει τους στίχους του γνωστού τραγουδιού, αλλά δεν τους ενθυμούμαι.
   Στη συνέχεια γυρίζει και με κοιτά και ταυτόχρονα με ρωτά.
   -Αναστάση, δέκα επί δέκα πόσο κάνουν;
   -Εκατό, Γιάννη. Γιατί ρωτάς;
   -Να ο Άγιος Χαράλαμπος χάρηκε που του έψαλες και θα σου δώσει σήμερα εκατό χαρές. Και τι χαρές! Και τι χαρές! Είπε και άρχισε πάλι να τραγουδά.
   Τον άφησα στα Καμίνια στον Πειραιά στο σπίτι του Γιώργου, γιου της γιαγιάς που νοσηλευόταν στον Ευαγγελισμό, επειδή ήθελε, όπως μου είπε, να τον ενημερώσει για την υγεία της μητέρας του και επέστρεψα στο σπίτι…
   -Πού γύριζες και σε έψαχνα; Από το μεσημέρι που έφυγες δεν πήρες ούτε ένα τηλέφωνο, είπε η γυναίκα μου, μόλις με είδε.
   -Συνέβη τίποτε στα παιδιά; Τη ρώτησα, καταλαβαίνοντας από τα λόγια της πως κάτι σοβαρό τρέχει.
   -Σου είπα να πάρεις ένα κινητό τηλέφωνο να σε βρίσκω, αλλά εσύ που να ακούσεις. Δεν παίρνεις από λόγια.
   Η αγωνία μου μεγάλωνε.
   -Τα παιδιά καλά είναι, με καθησύχασε και μου έγνεψε να καθίσω. Με πήρε ο ξάδελφος μου ο Θανάσης από το νησί.
   -Τί σου είπε; Πέθανε κανένας συγγενής μας; ρώτησα αμήχανα.
   -Όχι, βρε Αναστάση. Σταμάτα να ακούσεις. Με ρώτησε εάν πουλάμε εκείνο το οικόπεδο που πήρα κληρονομιά από τον πατέρα μου.
   -Γιατί; Σκέφτεται να το αγοράσει; Σιγά την αξία του! Άμα θέλει του το χαρίζουμε˙ έτσι και αλλιώς άχρηστο είναι, αφού ούτε μπορείς να το καλλιεργήσεις ούτε καν ελιές μπορείς να το φυτέψει, σχολίασα και κίνησα να σηκωθώ.
  -Έ! Δεν υποφέρεσαι πιά. Δεν ενδιαφέρεται, Αναστάση, ο ξάδελφος μου, αλλά μία μεγάλη ξενοδοχειακή επιχείρηση, που μας προσφέρει εκατό εκατομμύρια δραχμές».
   Τότε, όλοι όσοι βρίσκονταν στο ναό αναφώνησαν «Ώ! Ώ!». Πολλοί μάλιστα σταυροκοπήθηκαν. Άλλοι γελούσαν και άλλοι έκλαιγαν. Ο κυρ –Αναστάσης συνέχισε χωρίς διακοπή.
   «Έκπληκτος αναφώνησα: Πόσα;»
   -Εκατό εκατομμύρια και ίσως λίγο παραπάνω.
   Τότε άρχισα να τραγουδώ.
   -Δέκα – δέκα, δέκα- δέκα, δέκα επί δέκα εκατό για σένανε Χριστέ.
   -Ζουλάθηκες, μωρέ, εγώ σου μιλάω σοβαρά και εσύ τραγουδάς. Τι έπαθες; Φώναξε η γυναίκα μου.
   Αντί απαντήσεως έτρεξα στο εικονοστάσι και άρχισα τις μετάνοιες. Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει. Ασπαζόμουν την εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους και θυμόμου τα λόγια του σαλού για τις εκατό χαρές. Ένιωθα σαν τον ειδωλολάτρη σύζυγο της καλής εκείνης αγίας χριστιανής. Είχαν περάσει μόλις τρεις μήνες από τότε που μοίρασα στα ιδρύματα τις τραπεζικές καταθέσεις μου.
   Μαζί με εσάς, παπά –Βασίλη και καλοί μου γείτονες και Χριστιανοί, μαθαίνει σήμερα και η γυναίκα μου, γιατί λειτούργησα τότε έτσι. Το οικόπεδο τελικά το πουλήσαμε 105 εκατομμύρια δραχμές (304.000 σημερινά ευρώ).
   Περίμενα μέχρι αργά το βράδυ τον τρελο –Γιάννη, να τον κάνω συμμέτοχο στις χαρές μου. Εκείνος όμως μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυκτα δεν είχε επιστρέψει. Τον βρήκα την επομένη ημέρα το απόγευμα και του τα είπα όλα.
   -Πόσα Ψαλτήρια αγοράζεις μ’ αυτά τα λεφτά Αναστάση; Ρώτησε.
   -Θα γεμίσουμε ολάκερη την Αθήνα, είπα γελώντας. Δεν θα λείψει από κανένα σπίτι το Ψαλτήριο και η Καινή Διαθήκη.
   -Ο Κύριος, Αναστάση μου, διέγνωσε πως δεν έκρυβες δόλο για τον πλησίον σου και σε στρατολόγησε πριν από πέντε χρόνια, συμπλήρωσε ο σαλός.
   Δεν μου εξήγησε το γιατί, αλλά ούτε εγώ νοιάζομαι να μάθω. Γιατί αυτό που είναι πρωτεύον πλέον είναι να είμαι στρατιώτης Του και να φορώ αξίως την πανοπλία Του.
   Αρκετά όμως, σας κούρασα με την πολυλογία μου. Νομίζω πως έφθασε ο καιρός να διαβάσω την επιστολή του σαλού».
   Ο παπά – Βασίλης κοίταξε το ρολόι του και αμέσως σηκώθηκε.
   -Αναστάση, όλα αυτά που μας είπες νομίζω πως αποτελούν μέρος της επιστολής του μακαρίτη. Προτείνω λοιπόν μία και λείπουν αρκετοί γνωστοί και γείτονες να μην αναγνωστεί τώρα η επιστολή του σαλού, αλλά στα σαράντα σε μία ειδική εκδήλωση που θα ετοιμάσουμε για να τον τιμήσουμε. Τί λέτε;
   -Άσε, βρε παπά, να διαβάσει την επιστολή. Ποιός ζει και ποιός πεθαίνει, που λένε, μέχρι τα σαράντα, φώναξε τότε ο μπακάλης.
   -Ποιος νοιάζεται για το φαγητό. Δεν πειράζει, ας πάμε και μετά μισή ώρα, πρόσθεσε ο κυρ –Αποστόλης.
   Και οι υπόλοιποι δεν συμφώνησαν με τον παπα –Βασίλη, ο οποίος έγνεψε στον κυρ –Αναστάση να συνεχίσει.

Η ανάγνωση της διαθήκης του σαλού

   Καταλαβαίνω την αγωνία των περισσοτέρων, αλλά συνάμα κατανοώ και τον παπα –Βασίλη, ο οποίος νοιάζεται, νομίζω, να κρατήσει αναμμένη αυτή την φλόγα της πίστης που καλυπτόταν κάτω από τη σαλότητα του μακαρίτη αδελφού μας. Θέλω όμως να πιστεύω πως η ανάγνωση της επιστολής –κατ’ εμέ διαθήκης – ανοίγει μία νέα προοπτική στη γειτονιά μας και μία νέα δυναμική για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Μη λησμονάμε, άλλωστε, ότι μόλις τώρα άρχισε μέσω της καταγραφής των βιωμάτων και της σχέσης που διατηρούσε ο καθένας από εμάς με τον μακαρίτη να φανερώνεται το εύρος της αγιότητάς του.
   Ξέρετε άλλωστε οι άγιοι της τριαδικής θεότητας εργάζονται πολύ περισσότερο εκ του ουρανού παρά όσο βρίσκονται εδώ στη γη. Και αυτό αποτελεί μία παρηγοριά σε εμένα προσωπικά τον ελεεινό, που σας μιλά, αλλά και σ’ όλους σας. Είναι μεγάλο πράγμα να κοιτάς στον ουρανό και να ικετεύεις τη μεσιτεία στον Χριστό μας μέσω ενός αγίου γείτονά σου, ενός οικείου προσώπου, ενός ανθρώπου του Χριστού. Τώρα καταλαβαίνω τη σημασία της ενανθρώπησης του Κυρίου μας, του μονογενούς Υιού του Πατρός μας. Ο αγράμματος σαλός με δίδαξε αυτό που δεν κατάφεραν δεκάδες βιβλία στο σχολείο και στο Πανεπιστήμιο. Με τη σαλότητα του Γιάννη άρχισαν να πέφτουν τα λέπια από τα μάτια μου και να ξεστραβώνομαι σιγά – σιγά. Στο εργαστήρι του σαλού άρχισα σα μαθητούδι να μαθαίνω τι σημαίνει Χριστός Να κατανοώ την αλήθεια της τριαδικής θεότητας. Να ανακαλύπτω τους κρυφούς μοναδικούς θησαυρούς της αγίας ορθοδοξίας στις ιερές ακολουθίες, στις αγρυπνίες, στην εξομολόγηση, στη θεία Ευχαριστία.
   Άνοιξε τότε ο κυρ –Αναστάσης την επιστολή και άρχισε να διαβάζει:
           
«Καλέ μου Αναστάση,
   Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα, εγώ θα είμαι πολύ μακριά. Ελπίζω να βρίσκομαι στον οίκο του Χριστού μας, που αγάπησα όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Ελπίζω να εξαντλήσει τη φιλευσπλαχνία του και να μου δώσει μία ακρούλα στον Παράδεισο. Ο φύλακας άγγελός μου με ενημέρωσε πως πρέπει να φύγω και η Παναγία με προετοίμασε.
   Δεν σου κρύβω πως φοβάμαι να σταθώ στο απολογητικό βήμα. Φοβάμαι τη στιγμή που ο  Κύριος θα δώσει εντολή στο φύλακα άγγελο μου να αναγνώσει το βιβλίο της ζωής ενώπιον τόσων αγίων. Κοκκινίζω μόνο και μόνο με τη σκέψη, αφού από παιδί ήμουν βουτηγμένος μέσα στο βούρκο της ανομίας και της αμαρτίας.
   Ας είναι καλά η μακαρίτισσα η μάνα μου που με έμαθε να αγαπώ την Εκκλησία. «Γιαννάκη», μου έλεγε, «για να μιλάς με τον Χριστό πρέπει να έχεις καθαρή καρδιά. Να ζητάς λοιπόν από τη γλυκιά Παναγίτσα μας, που μας προσέχει, να μην ξεχνά, σαν νοικοκυρά του ουρανού, να σκουπίζει πότε – πότε και την καρδούλα σου για να είναι καθαρή. Να ζητάς να καθαρίζει η Παναγίτσα και τη γειτονιά μας από τα κακούδια (δαιμόνια) που χαλούν τη σχέση μας με τον Χριστό». Αγράμματη η μάνα μου σαν και μένα αλλά είχε πάρει μεγάλη ευλογία από τον Χριστό, που δεν της χαλούσε ποτέ χατήρι. Ό,τι ζητούσε, της το έδινε.
   Τον πατέρα μου τον θυμάμαι πολύ λίγο. Σκοτώθηκε στη Βόρειο Ήπειρο πολεμώντας τους Ιταλούς το 1940. Η μάνα μου έλεγε πως θυσιάστηκε για να σώσει τη διμοιρία του. Μάλιστα με έβαζε με τα λίγα κολυβογράμματα που έμαθα να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω την επιστολή που της έστειλε το Γενικό Επιτελείο. «Να μοιάσεις, Γιαννάκη μου, στον πατέρα σου που θυσιάστηκε για τους άλλους και κέρδισε άξια μία θέση κοντά στον Χριστό. Η ευτυχία κρύβεται στη θυσία και το μαρτύριο. Να γίνεις στρατιώτης του Χριστού. Τότε θα γίνεις ήρωας».
   Έτσι γαλουχήθηκα στην πίστη του Χριστού. Η μάνα μου ήταν αυτή που με έμαθε να αγαπώ τους αγίους μας και την Παναγία μας. Να ευχαριστώ καθημερινά τον φύλακα άγγελό μου. «Άμα έχεις φίλους τον Χριστό και τους αγίους η ζωή ομορφαίνει. Ζεις σε Παράδεισο», έλεγε.
   Ξέρω, Αναστάση μου, πως πάντα ήθελες να μάθεις γιατί φερόμουν αλλόκοτα. Έ! Τώρα που έφυγα νομίζω πως ήρθε ο καιρός. Στα 22 μου χρόνια είχα πάει σε μία αγρυπνία στο χωριό. Πήγα για να προσευχηθώ για ένα φίλο μου που έπασχε από ανίατη αρρώστια και δεν είχε ελπίδα ζωής. Τον έλεγαν Δημήτρη και ήταν από τα Γιάννενα. Απορροφημένος στην προσευχή και στο κλάμα δεν κατάλαβα ούτε άκουσα την απόλυση. Όπως ήμουν κοντός και γονατιστός, ο παπάς δεν με είδε και με έκλεισε μέσα στο ναό.
   Συνέχιζα κατά περίεργο τρόπο να ακούω ψαλμωδίες και ύμνους όλη τη νύχτα μέχρι και το πρωί. Ξαφνικά βλέπω από τον τρούλο να μπαίνει μία έντονη αχτίδα φωτός, μπλέ χρώματος και να πέφτει πάνω μου. Νόμιζα πως ξημέρωσε και αναρωτήθηκα τι ώρα θα τελειώσει η αγρυπνία. Κοίταζα να δω από πού μπήκε αυτό το μπλε φως και τότε είδα για πρώτη φορά τον Κύριό μας. Με πλησίασε και ακούμπησε το χέρι Του στο κεφάλι μου. Με ευλόγησε και εισήλθε στο Ιερό Βήμα όλα τότε άλλαξαν. Έμεινα αναίσθητος αρκετή ώρα. Δεν ήθελα να ξυπνήσω. Ήθελα να συνεχίσω να βλέπω αυτό το φως.
   Μόλις συνήλθα πήγα μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς μας να την ευχαριστήσω που σκούπισε την καρδιά μου και αξιώθηκα να δω τον Κύριο. Η γλυκιά η Παναγιά μου χαμογέλασε. Το πρωί ήρθε στην Εκκλησία ο νεωκόρος. Μόλις τον είδα τρόμαξα. Στο σβέρκο του καθόταν ένα φοβερό δαιμόνιο και του τραβούσε το κεφάλι σαν να ήθελε να το σπάσει. Μόλις με είδε και με πλησίασε έπεσε κάτω και το δαιμόνιο ούρλιαζε. Τον σήκωσα, τον σταύρωσα και τον άλειψα με λάδι από το καντήλι του Χριστού. Εκείνη την ώρα μπήκε και ο παπάς. Το δαιμόνιο τότε άρχισε να φωνάζει: «Διώξε, παπά το σαλό. Με χτυπά και με καίει». Ο καημένος ο παππούλης δεν κατάλαβε τι συνέβη και με πέρασε για κλέφτη. Πήρε ένα ξύλο τότε και άρχισε να με χτυπά. Δεν αντιδρούσα στο ξύλο. Απλά τον ευλογούσα και έψελνα. Αυτό ήταν. Από τη μία το δαιμόνιο που έφερε στο σβέρκο του ο νεωκόρος που φώναζε και από την άλλη ο παπάς με τις ξυλιές. Μαζεύτηκε κόσμος. Δεν με ένοιαζε τίποτε. Έβλεπα τα πρόσωπα διαφορετικά από εκείνη την ημέρα και το μόνο που ήθελα είναι να τους σταυρώνω και να προσεύχομαι.
   «Σάλεψε το καημένο το παιδί. Ποιός ξέρει τί του συνέβη», έλεγαν. Όταν γύρισα σπίτι, εξιστόρησα στη μάνα μου τι είχε συμβεί. Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, γιατί ήμουν γεμάτος σημάδια. Βλέπεις ο παπάς είχε βαρύ χέρι. Η μάνα μου είπε να μην πω σε κανένα τι συνέβη, γιατί τότε θα φύγει η θεία χάρη και η ευλογία του Θεού. «Κάλυψε με τη σαλότητα το θησαυρό που σου έδωσε ο Κύριος, Γιαννάκη μου, για να αξιωθείς κάποτε να φθάσεις κοντά Του. Η Παναγία μας άκουσε τις προσευχές μου και σε έδεσε στο άρμα του Υιού και Θεού Της. Μεγάλη η χάρη Της».
   Όσο μέναμε στο χωριό, έπαψα να μιλώ. Μόνο προσευχόμουν ονομαστικά για κάθε συγχωριανό μου. Μία φορά ένα κοριτσάκι, η Αρετή, αρρώστησε βαριά και η μάνα μου με παρακάλεσε να πάμε στο σπίτι της γιαγιάς της να το δούμε. Οι γονείς της είχαν φύγει στη Γερμανία μετανάστες. Είχε υψηλό πυρετό και η γιαγιά δεν ήξερε τι να κάνει. Πάνω από το προσκεφάλι  είχε βάλει την εικόνα της Αγίας Παρασκευής. Καθώς ψέλλιζα μία προσευχή, είδα να μπαίνει στο δωμάτιο μία όμορφη γυναίκα και να ακουμπά την Αρετή στο πρόσωπο. Εν συνεχεία την ευλόγησε και έστρεψε το βλέμμα προς εμένα. «Τώρα Ιωάννη είναι καλά. Αυτό δεν ήθελες», μου είπε και έφυγε.
   Αμέσως η Αρετή σηκώθηκε και έτρεξε στην αγκαλιά της γιαγιάς της. Ο πυρετός εξαφανίστηκε. Πεινάω γιαγιά μου. Εκείνη ξαφνιάστηκε. «Μέχρι πριν λίγο δεν είχε δύναμη να σταθεί στο κρεβάτι και τώρα τι συνέβη Πασχαλιά μου;», είπε στη μάνα μου. Εκείνη δεν μίλησε. Η κυρά Αρετή μίλησε για το περιστατικό σ’ όλο το χωριό. Μάλιστα έβαζε ανόητες σάλτσες. «Να παίρνετε το Γιάννη για ποδαρικό. Μόλις πάτησε στο σπίτι, η Αρετούλα μου έγινε καλά».
   Ένιωθα αμήχανος. Μ’ άρεσε να φεύγω στα κτήματα και να διαβάζω το Ψαλτήριο με τις ώρες. «Του έχει στρίψει. Δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος για να σαλέψει ο νους του», ψιθύριζαν στο χωριό. Είπα στη μάνα μου μία μέρα πως είναι καιρός να φύγουμε. Την έβλεπα να υποφέρει από τα κουτσομπολιά.
   Έτσι ήρθαμε στην ευλογημένη αυτή γειτονιά της Αθήνας στις αρχές του 1960. Τα πρώτα χρόνια μέναμε στο ενοίκιο. Στη συνέχεια με τη βοήθεια του Κυρίου καταφέραμε και πήραμε αυτή τη γκαρσονιέρα πουλώντας τα κτήματα, που είχαμε στο χωριό. Κάλυπτα με τη σαλότητα τα πλούσια δώρα και τους θησαυρούς του Κυρίου. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να μεταδίδω με κάθε τρόπο την ευτυχία σε κάθε άνθρωπο. Με μία ματιά που έριχνα, έβλεπα την πληγή και ικέτευα τους αγίους και τον Χριστό μας να την επουλώσουν. Γιατί, όπως στο σώμα δημιουργούνται πληγές και τραύματα, έτσι ακριβώς συμβαίνει και με την ψυχή μας. Η ανθρώπινη ψυχή πληγώνεται και αρρωσταίνει, όταν ζει μακριά από το νόμο του τριαδικού Θεού. Μόνο στην αγάπη του Χριστού η ανθρώπινη ψυχή ανακαλύπτει την ευτυχία. Γιατί είναι φτιαγμένη από το ίδιο υλικό. Χωρίς τον Χριστό ο άνθρωπος καταντά σαν την άκαρπη συκιά. Χωρίς το Χριστό ο άνθρωπος ζει μέσα στις ψευδαισθήσεις και τα αδιέξοδα.
   Αναστάση μου, ο Χριστός έχει μπολιάσει το δέντρο της ευλογημένης αυτής γειτονιάς και οι πρώτοι καρποί ήδη έχουν αρχίσει να είναι ορατοί. Οι άγγελοι του Κυρίου φυλάσσουν καλά τη φλόγα της ορθής πίστης που άναψε και δροσίζει κάθε σπίτι. Και η πίστη αυτή είναι το δώρο του Θεού προς όλη την ευλογημένη γειτονιά μας. Αυτή φέρει τις ευλογίες σ’ όλους. Όσο ήμουν κοντά σας προσευχόμουν για όλους. Στην γκαρσονιέρα μου βρίσκονται γραμμένα σε πέντε τετράδια όλα τα ονόματα που μνημόνευα στις προσευχές μου. να τα δώσεις στον Κωνσταντίνο και στην Κατερίνα κληρονομιά από εμένα μαζί με το συμβόλαιο της νέας οικίας, που θα τους στεγάσει μετά το γάμο τους. Πρόκειται για το οροφοδιαμέρισμα του τρίτου ορόφου που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το σπίτι και το οποίο αποκτήθηκε με χρήματα ευπόρων γειτόνων μας που θέλησαν να «επενδύσουν» στον ουρανό και να διατηρήσουν την ανωνυμία τους. Μαζί με το συμβόλαιο να τους δώσεις και το φάκελο που βρίσκεται στο πρώτο συρτάρι. Εμπεριέχει χρήματα για να αντιμετωπίσουν τα έξοδα για το γάμο τους, αλλά και να προβούν σε ό,τι χρειάζεται για να υιοθετήσουν το αγγελουδάκι που υποφέρει στο νοσοκομείο Παίδων από το σύνδρομο DOWN. Θα το γιατρέψουν με την αγάπη τους. Την προηγούμενη Κυριακή συναντήθηκα με τον Γιώργο. Είναι αυτός που μετέφερε με το  φορτηγό του τα πράγματα του Κωνσταντίνου. Δέχθηκε να γίνει κουμπάρος τους. Το αγγελουδάκι που πάσχει στο Παίδων θα ήταν καλό να το βαπτίσουν ο κυρ – Αποστόλης, που επί σειρά ετών ανέχθηκε τις τρέλες μου και τις αναποδιές μου, καθώς και ο καλοσυνάτος Παντελής.
   Στο συρτάρι εκείνο βρίσκεται και το συμβόλαιο της γκαρσονιέρας που απέκτησα ως κληρονομιά από τη μάνα μου. Να προβείς σε ό,τι χρειάζεται για να γραφεί στην ενορία μας.
   Θα ήταν πολύ όμορφο να πεις στο παπα –Βασίλη να χρησιμοποιείται από το γαμπρό σου τον γιατρό και την κόρη σου ως ενοριακό ιατρείο δυο – τρεις φορές την εβδομάδα, ώστε να μην ταλαιπωρούνται οι μεγάλης ηλικίας γείτονές μας, αλλά και οι γονείς με μικρά παιδιά και τρέχουν στα ιατρεία του ΙΚΑ. Και στο Μιχάλη, το γιο σου, να τον παρακαλέσεις εκ μέρους μου να τροφοδοτεί τη γειτονιά με δωρεάν φάρμακα, ως φαρμακοποιός που είναι.
   Εσύ, καλέ μου Αναστάση, μ’ ακολούθησες πιστά τα δυο τελευταία χρόνια και γνώρισες τις σαλότητές μου. Έχεις την ευχή και την ευλογία του Χριστού και τη δική μου να κάνεις και εσύ τέτοιες σαλότητες. Να μην ξεχνάς στις επισκέψεις σου να παίρνεις και τον Δημητράκη μαζί σου. Διψά για τον Θεό και αγαπά πολύ τον Χριστό.
   Να προσεύχεστε όλοι για το σαλό και να φυλάττετε μέρα και νύχτα τους θησαυρούς και τα δώρα, με τα οποία ο Κύριος προίκισε τη γειτονιά μας. Σφραγίστε το μυστικό του σαλού.
   Σας παρακαλώ όλους σας να με συγχωρέσετε για τις στεναχώριες που σας προκάλεσαν οι τρέλες μου. Να διαβάζετε καθημερινά το Ψαλτήριο, να εξομολογείσθε και να έχετε πάντα στο προσκεφάλι σας την Αγία Γραφή, ώστε να αγαπήσετε τον Θεό.
Ο σαλός γείτονάς σας Γιάννης…»

   Η σιγή που ακολούθησε μετά την ανάγνωση της επιστολής και τα βουρκωμένα μάτια των παρευρισκομένων, φανέρωναν την παρουσία του Αγίου στο ναό, όπως είπε ο παπα – Βασίλης που πήρε το λόγο αμέσως μετά τον κυρ – Αναστάση.
   «Η σαλότητα του τρελο – Γιάννη κάλυπτε τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος και τις αρετές της ψυχής του», συνέχισε. «Απεδείκνυε όμως και την τύφλωση που είχε η πλειονότητα εξ ημών, με πρώτο εμένα. Τύφλωση που δυστυχώς έχει επιβάλλει η χαλαρή σχέση με τον τριαδικό Θεό και η ευτελής και πάμφτωχη αμιγώς τυπική και επιφανειακή επικοινωνία με τον ουρανό.
   Πολλοί πιστοί, πρόσθεσε, τα επόμενα χρόνια θα επιχειρήσουν κινούμενοι από την περιέργεια και τον εγωισμό να μάθουν για τη γειτονιά μας, να γνωρίσουν εμάς προσωπικά, να έρθουν σε επαφή με το σπίτι του σαλού και τους φίλους του. Κάτι τέτοιο όμως μόνο αναστάτωση και προβλήματα θα μας προκαλούσε και θα συνέβαλε στην αύξηση της κενοδοξίας μας. Ας διαφυλάξουμε λοιπόν με την ίδια σαλότητα το μυστικό του Αγίου μας στις καρδιές μας και ας προστατεύσουμε το θησαυρό που ευλαβικά μας εναπόθεσε μετά την οσιακή κοίμησή του. Ας αλλάξουμε τη γειτονιά μας και την ενορία μας μιμούμενοι τον σαλό και συνεχίζοντας κατά γράμμα το έργο του Χριστού μας.
   Ο κυρ –Αναστάσης άλλωστε έχει αναλάβει να συγκεντρώσει τις προσωπικές καταγραφές των εμπειριών όλων μας. Μελλοντικά και όταν ο τρελο –Γιάννης μας θα το επιτρέψει, μπορούν αυτά τα βιώματα να συμβάλλουν, ώστε η φλόγα της χριστιανικής και ορθόδοξης πίστεως, που άναψε ο λαμπαδοφόρος του Κυρίου μας, να ανάψει και σ’ άλλες γειτονιές και σ’ όλάκερη την Αθήνα, αλλά και σ’  όλον τον κόσμο. Ας έχουμε την ευχή του.
Αντί επιλόγου
  Είναι αλήθεια πως οι προδημοσιεύσεις αποσπασμάτων από τη ζωή του τρελο –Γιάννη στην Ορθόδοξη εφημερίδα «Στύλος Ορθοδοξίας» και στην ιστοσελίδα www.orthodoxia.gr συνέβαλαν στην εκδήλωση ενδιαφέροντος μεγάλου αριθμού αναγνωστών. Αναζητούσαν όλοι να μάθουν περισσότερα για τη ζωή του αγίου αυτού ανθρώπου. Ρωτούσαν λεπτομέρειες και περαιτέρω στοιχεία.
   Σημασία όμως, δεν έχουν τόσο το τόπος και ο χρόνος που έζησε, όπως μας επισήμανε γέροντας ασκητής, όσο η εν Χριστώ βιοτή του, η αγάπη προς τον πλησίον και προς την αγία Ορθοδοξία μας. Σημασία έχει κατά πόσον εμείς οι Χριστιανοί είμαστε διατεθειμένοι να ακολουθήσουμε τον τρελο –Γιάννη στις ουράνιες καρποφόρες, όπως αποδείχθηκαν, αναζητήσεις του μέσα από την αδιάλειπτη ειλικρινή προσευχή, τη μετάνοια και την ανιδιοτελή αγάπη του. Σημασία δεν έχει τόσο ο τόπος δράσης του αγίου, όσο το άνοιγμα των καρδιών μας στον τριαδικό Θεό του Σύμπαντος κόσμου. Γιατί ο τρελο –Γιάννης κάλλιστα θα μπορούσε να είναι, όπως λέγει ο ταπεινός αυτός ασκητής, ο γείτονάς μας,  ο συνεργάτης μας, ο φίλος μας ή ακόμη και ο εχθρός μας.
   Σε μας λοιπόν εναπόκειται αποκλειστικά το πώς και το πότε θα συναντηθούμε με το σαλό του Κυρίου για να συνομιλήσουμε μαζί του για τον Χριστό και να τον ακολουθήσουμε στις ουράνιες θείες αναβάσεις του…
  Ευχή και ελπίδα μας είναι το μικρό αυτό πρώτο πόνημα της ζωής του δια Χριστού σαλού Ιωάννη να συμβάλλει στο να ανάψει και πάλι η φλόγα της πίστεως της αγίας μας Ορθοδοξίας, που θα αναθερμάνει τις καρδιές μας, συντονίζοντάς τες στην ουράνια συχνότητα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.


Διονύσιος Α. Μακρής
Θεολόγος – Δημοσιογράφος

Ο τρελο –Γιάννης ο δια Χριστόν σαλός

Τόμος Α’ – Έκδοση Β’
Αθήνα 2009
                   
 Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.