Ο
ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ
(+ 18 Σεπτεμβρίου)
Η Αγία μάρτυς Αριάδνη έζησε στα χρόνια που βασίλευαν ο Αδριανός
και ο Αντωνίνος.
Από το 117 μ.Χ. - 161 μ.Χ. ήταν δούλη ενός άρχοντα,
του Τερτύλλου, στην πόλη των Πρυμνησέων, που βρίσκεται στη Φρυγία της
Σαλουταρίας.
Τι συνέβη και διώχθηκε για την πίστη της;
Όταν ο αφέντης της γιόρταζε τα γενέθλιά του παιδιού του,
ήθελε να αναγκάσει την Αριάδνη να συνεορτάσει μαζί τους στο ναό των ειδώλων. Εκείνη
όμως, δεν ήθελε να βρεθεί σ’ αυτούς τους δαιμονολατρικούς τόπους.
- Μάθε πως
είμαι Χριστιανή και ψεύτικα είδωλα
δεν
προσκυνώ, είπε
θαρραλέα στον άρχοντά της!
- Θα κάνεις ότι σου λέω, γιατί αλλιώς θα το μετανιώσεις. Είσαι δούλη μου και μου ανήκεις.
- Το σώμα μου μπορεί να το αγόρασες και να σου ανήκει, μα η ψυχή μου είναι δοσμένη στο Θεό που πιστεύω, τον Ιησού Χριστό, γι’ αυτό και τα ψεύτικα αγάλματά σας δεν τα προσκυνώ!
Μετά απ’ αυτά τα λόγια, την αρπάζει αμέσως ο άρχοντάς της και αφού την ξεφτίλισε γυμνώνοντάς την, άρχισε να την μαστιγώνει. Έπειτα, την βασάνισε πιο σκληρά ξύνοντας το σώμα της με σιδερένια νύχια. Κομμάτια έπεφταν οι σάρκες της στο πάτωμα!
Η μάρτυράς του Χριστού δεν έβγαζε λέξη! Υπέμενε
καρτερικά! Δεν την ένοιαζε αν πονά!
Όταν, πλέον, ο άρχοντάς της κουράστηκε να την βασανίζει,
την πέταξε έξω από το σπίτι γεμάτη με πληγές, να σέρνεται στους δρόμους.
Μα να! Τώρα ο Ηγεμόνας της πόλης ψάχνει να την βρει και
με καινούργια βασανιστήρια να την τιμωρήσει.
Εκείνη, έχει πίστη και ελπίδα στο Θεό ότι θα την λυτρώσει
απ’ το κακό. Γι΄ αυτό, γονατίζει σε μια μεγάλη πέτρα που βρέθηκε
κοντά της, υψώνει τα χέρια της ψηλά στον ουρανό και αρχίζει την προσευχή.
- Θεέ μου, Εσύ που γνωρίζεις τους μυστικούς
πόθους της καρδιάς μου, Εσύ που παρακολουθείς από ψηλά τις θλίψεις
που υπέμεινα μια ζωή δούλη σ’
αυτόν τον σκληρόκαρδο άρχοντα, σε
παρακαλώ, πάρε με κοντά Σου να ξεκουραστώ!
Οι άνθρωποι είναι σκληροί. Τους
βασανισμούς του σώματος μπορώ να τους υπομείνω, όμως τώρα αρχίζουν
να μου βασανίζουν και την ψυχή! Μου
ζητούν να Σε αρνηθώ Θεέ μου! Αυτό
δεν το αντέχω! Εγώ Εσένα πιστεύω, λατρεύω και αγαπώ γλυκέ μου
Ιησού!
Σε παρακαλώ, πάρε με κοντά Σου να γλυτώσω
απ’ αυτούς που με κυνηγούν!
Αυτά είπε με δάκρυα στα μάτια η Αριάδνη ενώ έβλεπε τους δήμιούς της να πλησιάζουν προς αυτήν. Μα για δες! Ραγίζει η πέτρα στη στιγμή και κατά θείο νεύμα την παίρνει την μάρτυρα του Χριστού Αριάδνη και την κρύβει βαθιά στη γη. Κι από κει άγγελοι ανεβάζουν την ψυχή της στους ουρανούς, ώστε η μάρτυρας του Χριστού, την Παραδεισένια ευτυχία να γευτεί για όλους τους κόπους και τις θλίψεις που υπέμεινε για χάρη του Ιησού όταν βρισκόταν στη ζωή.
Αυτοί που κυνηγούσαν την Αγία, έμειναν εκστατικοί.
- Πώς είναι δυνατόν; Πού πήγε; Μήπως τα μάτια μας, μας γελούν; ρωτούσε ο ένας τον άλλον!
- Γρήγορα να φύγουμε! Κοιτάξτε ψηλά στον ουρανό, είπε ένας άλλος γεμάτος φόβο και ξεκίνησε να το βάλει στα πόδια.
Τί είδαν και φοβήθηκαν;
Άγγελοι του Ουρανού γύρισαν πίσω για να τιμωρήσουν αυτούς που ήθελαν να κάνουν κακό στην αθώα ψυχή της μάρτυρας Αριάδνης!
Καθισμένοι, λοιπόν, πάνω σε άλογα και με δόρατα στα χέρια, κυνήγησαν τους στρατιώτες και τους εξολόθρευσαν όλους!
Έτσι, δικαιώθηκε η πίστη της Αγίας μας και τιμωρήθηκαν οι εχθροί της.
Την μνήμη της Αγίας Αριάδνης εορτάζουμε στις 18 Σεπτεμβρίου.
Την ευχή της να έχουμε!
______________________________
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὴ τοῦ
Χριστοῦ κυβερνωμένη παλάμη, οὐκ ἐδουλώθης τὴν ψυχὴν Ἀριάδνη, ἀλλὰ
ἐλευθέρα γνώμη ἠνδραγάθησας, πᾶσαν γὰρ ἐπίνοιαν, τοῦ ἐχθροῦ καθελοῦσα,
στέφος χαριτόπλοκον, ἐκ Θεοῦ ἐκομίσω, ὃν ἐκδυσώπει Μάρτυς ἐκτενῶς,
ἐλεηθήναι, τοὺς σὲ μακαρίζοντας.