Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Φαρμακολύτριας, +22 Δεκεμβρίου

Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ
της Φαρμακολύτριας


(Η μνήμη της εορτάζεται στις 22 Δεκεμβρίου)



1. Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΦΛΑΒΙΑ

Η αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια γεννήθηκε στη Ρώμη της Ιταλίας, όταν την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κυβερνούσε ένας μεγάλος διώκτης του Χριστιανισμού, ο ασεβής τύραννος Διοκλητιανός (284 - 305 μ.Χ.).
Η οικογένεια της ήταν από τις πιο πλούσιες και πιο ένδοξες της Ρώμης. Ήταν οικογένεια Ρωμαίου συγκλητικού. Ο πατέρας της λεγόταν Πραιτεξτάτος και ήταν φανατικός ειδωλολάτρης, ενώ η μητέρα της λεγόταν Φλαβία και ήταν Χριστιανή.
Η μητέρα της, μια πολύ έξυπνη και σοφή γυναίκα, πολύ γρήγορα προβληματίστηκε με τις ανόητες και χαμηλού επιπέδου ηθικές διδασκαλίες και αντιλήψεις της ειδωλολατρικής θρησκείας.
Ακούγοντας τις διάφορες διηγήσεις από τη ζωή των δώδεκα θεών του Ολύμπου, όπου το ψέμα, η υποκρισία, η ανηθικότητα και πλήθος άλλες πονηριές και κακίες χαρακτήριζαν τον τρόπο ζωής τους, δεν ήθελε να τους έχει ως πρότυπο ηθικής ζωής για την οικογένεια της.
Γι’ αυτό, όταν είδε ένα αμέτρητο πλήθος κόσμου να ακολουθεί μια νέα θρησκεία, που η ουσία της διδασκαλίας της ήταν η αγάπη και ο σεβασμός προς τον κάθε άνθρωπο, θέλησε να μάθει περισσότερα γι’ αυτήν.
Λόγω του μεγάλου αξιώματος που είχε ο άνδρας της, ως συγκλητικός στην κυβέρνηση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, παραβρέθηκε σε κάποιες ειδωλολατρικές γιορτές, όπου μέρος της πανήγυρης ήταν και οι βάρβαρες μέχρι θανάτου αγώνες των μονομάχων.
Αυτοί οι αγώνες έφερναν μεγάλη θλίψη και στεναχώρια στην καρδιά της. Δεν ήθελε να σκοτώνονται οι άνθρωποι έτσι απλά και χωρίς λόγο, μόνο και μόνο για να διασκεδάζουν οι άλλοι.
Αυτό όμως που δεν μπορούσε να αντέξει η φιλάνθρωπη καρδιά της ήταν οι αγώνες εκείνοι που αντί για μονομάχους είχαν… ανήμπορους ανθρώπους, νέους και γέρους, μικρούς και μεγάλους, ακόμα και μικρές κοπέλες, επειδή είχαν πιστέψει στη νέα θρησκεία της αγάπης που κήρυττε ο Χριστιανισμός.
Στο Κολοσσαίο, το περίφημο αυτό στάδιο της Ρώμης, όπου διεξάγοντο οι βάρβαρες και αποτρόπαιες μέχρι θανάτου αγώνες, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της όταν έβλεπε τους Χριστιανούς να υποφέρουν χίλια δυο φριχτά μαρτύρια, επειδή απλά πίστευαν στις μεγάλες αρετές της αγάπης και της ευσπλαχνίας.
Γρήγορα η τρυφερή της καρδιά πίστεψε και αγάπησε υπερβολικά την υπέροχη διδασκαλία της χριστιανικής πίστης.
Βαπτίστηκε Χριστιανή κρυφά από τον άνδρα της, επειδή αυτός παρέμεινε μέχρι το θάνατό του πιστός, και μάλιστα πολύ φανατικός, στη ψεύτικη θρησκεία των ειδώλων.
Όταν εκείνος απουσιάζει από το σπίτι, αυτή φοράει ρούχα ταπεινά, για να μη προδίδετε η αρχοντική καταγωγή της, και επισκέπτεται στις φυλακές τους άγιους μάρτυρες για να πλύνει τις πληγές τους και να τους δίνει δύναμη και κουράγιο. Για το λόγο αυτό, όλοι οι Χριστιανοί πρόφεραν το όνομα της με πολύ αγάπη και σεβασμό.
Όταν γέννησε το κοριτσάκι της, την μικρή Αναστασία, την βάπτισε και την ανέθρεψε σύμφωνα με την Χριστιανική πίστη. Την διδάσκει με λόγια, αλλά κυρίως με το παράδειγμα της, πώς να ζει χριστιανικά, με σεβασμό και αγάπη προς όλους τους ανθρώπους.
Για να φυτέψει βαθιά μέσα στην καρδιά της την μεγάλη αρετή της φιλανθρωπίας, την έπαιρνε μαζί της σε σπίτια φτωχών και πικραμένων ανθρώπων όπου την έβαζε να κάνει ελεημοσύνη.
Μαζί της γονάτιζε στο προσευχητάρι η αγία αυτή μητέρα, για να της μάθει την πιο σπουδαία αρετή αλλά και το πιο δυνατό όπλο, που είναι η προσευχή, με το οποίο θα πολεμά το σατανά και θα γεμίζει την ψυχή της με τη Χάρη του Θεού.
Επειδή το σώμα μας είναι ναός του αγίου Πνεύματος, την συμβούλευε να το προσέχει από κάθε σαρκικό ρύπο που κάνει το σατανά να χαίρεται και το Χριστό μας να λυπάται.
Γνωρίζει πολύ καλά πως το κάθε παιδί είναι, όπως λέει η Γραφή, εικόνα του Θεού και το πιο μεγάλο δώρο που μας δίνει Εκείνος σ’ αυτή τη γη. Γι’ αυτό και πρέπει να το αναθρέφουμε σωστά, με φόβο Θεού, για να γίνει κατοικία του αγίου Πνεύματος.
Αλίμονο, αν με την κακή ανατροφή βοηθήσουμε το παιδί να γίνει μια μέρα υπόδουλο της αμαρτίας και χάσει έτσι την ψυχή του!
Ήθελε η Φλαβία να αγαπήσει η κορούλα της τον Θεό τόσο πολύ, ώστε μέσα στην παιδική της καρδούλα να μην υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από την μορφή του αγαπημένου της Ιησού Χριστού και την θεϊκή εντολή της αγάπης.
Έτσι, κοντά στην άγια μητέρα της μαθαίνει η μικρή Αναστασία το δρόμο του Ουρανού και της αγιότητας.


2. Ο ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΗΝ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗ ΤΗΣ

Όταν ήρθε η ώρα να πάει η Αναστασία στο σχολείο, η μητέρα της Φλαβία ήταν πολύ στεναχωρημένη. Αιτία ήταν οι ειδωλολατρικές πεποιθήσεις των διαφόρων δασκάλων που δίδασκαν στα σχολεία.
Δεν ήθελε η μητέρα της να την στείλει σε ειδωλολάτρη δάσκαλο, γιατί γνώριζε πολύ καλά τι μεγάλο κακό μπορεί να κάνει στις αθώες ψυχές των παιδιών μια λάθος διδασκαλία.
Γι’ αυτό, κατάφερε και έπεισε το σύζυγο της να φέρουν κοντά τους, για να αναλάβει την μόρφωση της, τον θείο της, τον περίφημο για τις γνώσεις και την πολυμάθεια του, σοφό δάσκαλο και παιδαγωγό Χρυσόγονο.
Με χαρά δέχτηκε ο Χρυσόγονος την πρόσκληση της Φλαβίας να αναλάβει την διαπαιδαγώγηση της μικρής του ανιψιάς Αναστασίας.
Ο Χρυσόγονος ήταν ένας πολύ ευσεβής Χριστιανός και είχε διατελέσει για ένα διάστημα έπαρχος της Θεσσαλονίκης.
Ήταν σεμνός, ταπεινός, πράος και ευγενικός στους τρόπους με μια πολύ μεγάλη και φιλάνθρωπη καρδιά. Αγαπούσε όλους τους ανθρώπους, φίλους και εχθρούς, έτσι ώστε, όλοι να τον έχουν για πρότυπο συμπεριφοράς στη ζωή τους.
Βέβαια, κανείς δεν γνώριζε ότι ήταν Χριστιανός και ότι η συμπεριφορά του ήταν τέτοια γιατί είχε σαν οδηγό της ζωής του τις αγίες εντολές του Ευαγγελίου.
Για το λόγο αυτό, εξάλλου, δεν αντέδρασε στον ερχομό του ο φανατικός ειδωλολάτρης πατέρας της Αναστασίας.
Κάτω από τη σοφή του καθοδήγηση και διδασκαλία έγινε γρήγορα η Αναστασία μια πολύ έξυπνη και σοφή μαθήτρια.
Παράλληλα με την ομορφιά της ψυχής της έλαμπε και σωματικά. Ήταν μια πάρα πολύ όμορφη κοπέλα, που με τα γλυκά της λόγια και τους ευγενικούς της τρόπους προκαλούσε το θαυμασμό όλων.
Τη χαρά όμως και την ευτυχία του σπιτιού της ήρθε να διακόψει ο ξαφνικός θάνατος της μητέρας της. Γι’ αυτήν η μητέρα της δεν ήταν απλώς μια μάνα που την έφερε σ’ αυτή τη ζωή αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Ήταν ένας επίγειος θησαυρός που την καθοδηγούσε με αγάπη και σοφία στις θεϊκές πηγές της αγιότητας. Γι’ αυτό, ο ξαφνικός θάνατος της πολυαγαπημένης μητέρας της θα της αφήσει μεγάλη θλίψη στην καρδιά.
Ευτυχώς που σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή έχει κοντά της για σύμβουλο και οδηγό τον ενάρετο και άγιο δάσκαλό της, τον Χρυσόγονο.
Αυτός στηρίζει τη νεαρή ορφανή κοπέλα και της συμπαραστέκεται σε όλες τις δυσκολίες της.


3. ΠΑΝΤΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟΝ ΠΟΥΠΛΙΟ

Ο πατέρας της Πραιτεξτάτος έκλαψε μόνο για λίγο το χαμό της γυναίκας του, γιατί, όπως οι περισσότεροι ειδωλολάτρες, φρόντισε γρήγορα να ξεχάσει το θάνατο της στην αγκαλιά γυναικών χαμηλής ηθικής ζωής.
Χωρίς να έχει πλέον κοντά του την ευσεβή γυναίκα του Φλαβία να τον συγκρατεί από τις διάφορες υπερβολές, διασκέδαζε μαζί με τους φίλους του κάνοντας συχνά διάφορα συμπόσια, όπου με μπόλικο κρασί και πολλές γυναίκες απολάμβαναν τις γήινες ηδονές.
Αυτό πλήγωνε πολύ την σεμνή και ενάρετη Αναστασία, που δεν ήθελε να φέρνει ο πατέρας της στο σπίτι τους κάθε άγνωστο και ασελγή νέο.
Ένας τέτοιος ασεβής και ανήθικος νέος ήταν ο Πούπλιος, ο οποίος ερχόταν τακτικά στο σπίτι τους και προσπαθούσε να βρει τρόπο για να ξεγελάσει την πανέμορφη νεαρή κοπέλα. Τώρα μάλιστα που δεν υπήρχε και η μητέρα της για να την προστατεύει, το θεωρούσε πολύ εύκολο για να το πετύχει.
Δυο πράγματα που αγαπούσε πολύ η Αναστασία ήταν η αγνότητα και η φιλανθρωπία. Από τότε ακόμα που ήταν μικρούλα ήθελε να αφιερώσει την μεν παρθενία της στον αγαπημένο της Ιησού, την δε περιουσία της στην ανακούφιση των πτωχών και δυστυχισμένων.
Γι’ αυτό, κάθε φορά που γινόταν ένα τέτοιο συμπόσιο, η Αναστασία αρνιόταν ευγενικά να συμμετάσχει στα αναίσχυντα ξεφαντώματα και κατέφευγε στο δωμάτιο της για να βρει παρηγοριά στην προσευχή.
Ο Πούπλιος, έχοντας βάλει στο μάτι την τεράστια περιουσία της Αναστασίας, κατάφερε με πονηριά να γίνει καλός και στενός φίλος του πατέρα της, τον οποίο έπεισε ότι αγαπά πολύ την κόρη του και θέλει να την παντρευτεί.
Ο πατέρας της πείστηκε και, παρά τη θέληση της Αναστασίας, την πάντρεψε με το ζόρι με τον ασεβή και άσωτο αυτό άνθρωπο.
Ο Πούπλιος ήταν σαν τον πατέρα της, φανατικός ειδωλολάτρης και λάτρης της ανήθικης θεάς Αφροδίτης. Γι’ αυτόν όλη η ευτυχία του ανθρώπου βρισκόταν στις σαρκικές απολαύσεις. Το διεκήρυττε με τα λόγια και το εφάρμοζε με τις ασελγείς πράξεις του. Χρησιμοποιούσε τα χρήματα από την προίκα που πήρε για να απολαμβάνει ασύδοτα και χωρίς κανένα περιορισμό τις σαρκικές ηδονές. Μόνο για τέτοιο σκοπό ήθελε και την σεμνή Αναστασία.
Αυτή όμως ποτέ δεν θέλησε να ενδώσει σε μια τέτοια ακόλαστη επιθυμία. Προφασίστηκε ότι είχε ανίατη γυναικεία αρρώστια και δεν θέλησε ποτέ να έρθει μαζί του σε σαρκική σχέση.
Εκείνος, επειδή δεν τον απασχολούσε και τόσο η Αναστασία σαν γυναίκα, αφού είχε πολλές ερωμένες, την άφησε στην ελευθερία της.


4. ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

Η Αναστασία επωφελείται της ελευθερίας της και ζει όσο μπορεί περισσότερο μια ζωή γεμάτο άσκηση και φιλανθρωπία.
Στην προσωπική της ζωή νηστεύει, προσεύχεται και μελετά τον λόγο του Θεού. Πολύτιμος οδηγός και καθοδηγητής στην ασκητική πορεία της είναι ο σεβαστός της δάσκαλος Χρυσόγονος.
Στην ελεημοσύνη ακολουθά πιστά τα βήματα της ευσεβούς μητέρας της. Γίνεται το στήριγμα και η βοήθεια εκατοντάδων δυστυχισμένων φτωχών.
Όταν ο άνδρας της φεύγει για τις δουλειές του, αυτή, αφού βγάζει τα πολύτιμα και πλούσια ρούχα της ντύνεται με φτωχικά και γυρίζει τις γειτονιές εκείνες που υπάρχει πολύς πόνος και δυστυχία, για να μοιράσει στα ορφανά και στις φτωχές οικογένειες τα δώρα της αγάπης της.
Παράλληλα, επισκέπτεται τις φυλακές, όπου με γερά φιλοδωρήματα που δίνει στους φρουρούς κατορθώνει να βλέπει τους εκατοντάδες βασανισμένους για τη χριστιανική τους πίστη άγιους μάρτυρες.
Εκεί, με πολύ αγάπη, πλύνει και καθαρίζει τις πληγές τους από τα αίματα. Τους ενισχύει στην πίστη, για να μένουν σταθεροί και να μη δειλιάζουν από το πολλά βασανιστήρια, και τους φέρνει τρόφιμα, ρούχα και ότι άλλο έχουν ανάγκη.
Γίνεται για όλους ο παρήγορος άγγελος και όλα αυτά τα κάνει τη νύχτα για να μην την παίρνουν είδηση.


5. ΦΥΛΑΚΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ

Κάποτε όμως, ο Πούπλιος, που βλέπει την περιουσία της Αναστασίας να λιγοστεύει και δεν μπορεί να καταλάβει που πηγαίνουν τα χρήματά της, αποφασίζει να παρακολουθήσει την γυναίκα του.
Έτσι, ανακαλύπτει τις πολλές ελεημοσύνες που κάνει αλλά και τη χριστιανική ζωή τόσο της γυναίκας του όσο και του δασκάλου της Χρυσογόνου.
Καταγγέλλει τον Χρυσόγονο στον αυτοκράτορα ως Χριστιανό και πετυχαίνει τον εγκλεισμό του στη φυλακή. Όσο για την γυναίκα του, την φυλακίζει μέσα στο σπίτι χωρίς να της επιτρέπει να δει και να μιλήσει σε κανέναν.
Η λύπη της φυλακισμένης αγίας είναι πολύ μεγάλη. Όχι τόσο γιατί την έχει κλεισμένη στο δωμάτιο της, όσο γιατί δεν μπορεί να επισκέπτεται και να περιποιείται στις φυλακές τους άγιους μάρτυρες και τον άγιο δάσκαλο της Χρυσόγονο.
Μόνο μέσω μιας γριάς χριστιανής γυναίκας βρίσκει τον τρόπο να επικοινωνεί και να αλληλογραφεί με αυτόν και έτσι να παρηγορεί ο ένας τον άλλο.
Σε ένα από τα γράμματα που θα της στείλει εκείνος μέσα από τη φυλακή, φωτισμένος από το άγιο Πνεύμα, της λέει ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνει ο άνδρας της και έτσι ελεύθερη θα μπορεί να επισκέπτεται και πάλι τους φυλακισμένους Χριστιανούς για να περιποιείται τις πληγές τους.
Πράγματι, σε λίγες μέρες ο άνδρας της διορίζεται με εντολή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού πρέσβης στους Πέρσες. Στο δρόμο όμως προς την Περσία σκοτώνεται.
Ύστερα απ’ αυτό η Αναστασία μένει μόνη και ελεύθερη, κάτοχος μια τεράστιας περιουσίας.
Από τώρα και στο εξής το μόνο που σκέπτεται είναι πώς να κάνει όσο μπορεί πιο πολλές φιλανθρωπίες και καλά έργα.
Όπου υπάρχει ανθρώπινος πόνος εκεί είναι και η πολυεύσπλαχνη Αναστασία.
Σε καθημερινή βάση βρίσκεται κοντά στους φυλακισμένους άγιους μάρτυρες για να τους ανακουφίζει από τις θλίψεις και τις πληγές τους.
Ζηλεύει τα μαρτύρια τους και παρακαλεί τον Θεό να την αξιώσει να υποφέρει και αυτή για το όνομα Του, ότι Εκείνος επιτρέψει.


6. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ

Το καλοκαίρι του 304 μ.Χ. φεύγει από τη Ρώμη και ακολουθεί τον δάσκαλο της Χρυσόγονο, τον οποίο οι Ρωμαίοι στρατιώτες μεταφέρουν από τις φυλακές της Ρώμης στην Ακυϊλία της Ιλλυρίας.
Η Ιλλυρία ήταν η σημερινή Αλβανία και μέρος της Γιουγκοσλαβίας. Εκεί βρίσκεται και ο ασεβής αυτοκράτορας Διοκλητιανός, ο οποίος θέλει να δικάσει προσωπικά τον δάσκαλο της Χρυσόγονο.
Στις φυλακές της Ρώμης, ο Χρυσόγονος με τη βαθιά πίστη και τη μεγάλη αγάπη που είχε στο Χριστό, έδινε πολύ κουράγιο στους Χριστιανούς ομολογητές και ενθάρρυνε τους πολυβασανισμένους αγίους μάρτυρες, ώστε να μένουν δυνατοί και σταθεροί στην αληθινή πίστη του Ναζωραίου.
Παρά τα πολλά βάσανα και μαρτύρια που υπέφεραν εκείνοι, κανένας τους δεν ήθελε να υποκύψει στις διαταγές του βασιλιά και να θυσιάσει στα είδωλα.
Αυτό εξόργισε πολύ τον Διοκλητιανό και γι’ αυτό ήθελε προσωπικά να δικάσει και να τιμωρήσει τον Χρυσόγονο.
Η απόσταση από τη Ρώμη μέχρι την Ιλλυρία είναι πάρα πολύ μεγάλη και με τις συγκοινωνίες της εποχής εκείνης το ταξίδι αυτό ήταν υπερβολικά κουραστικό και εξαντλητικό.
Η Αναστασία όμως δεν θέλει να αφήσει μόνο του τον δάσκαλο της. Τον ακολουθεί στο κοπιαστικό ταξίδι, χωρίς να υπολογίζει κόπους και κακουχίες. Ίσως και γιατί επιθυμούσε να μαρτυρήσει και αυτή μαζί με τον δάσκαλο της.
Ο Διοκλητιανός, όταν οι στρατιώτες έφεραν τον Χρυσόγονο μπροστά του, προσπάθησε στην αρχή να τον κολακέψει και να του υποσχεθεί πολλά δώρα και αξιώματα αν θυσίαζε στους ψεύτικους θεούς.
Επειδή ήταν ξακουστός δάσκαλος και παιδαγωγός και ως εκ τούτου επηρέαζε με τη γνώμη του και τις σωστές απόψεις του μεγάλο πλήθος ανθρώπων, γνώριζε πολύ καλά πως, αν κατόρθωνε να τον πείσει να αρνηθεί το Χριστό και να λατρέψει τα είδωλα, θα προκαλούσε μεγάλο πλήγμα στις τάξεις των Χριστιανών και μεγάλο κέρδος στη θρησκεία των ειδώλων. Γι’ αυτό και του λέει:

- Χρυσόγονε, έχω ακούσει για σένα τα καλύτερα λόγια. Είσαι σοφός και συνετός άνθρωπος. Κάποτε υπηρέτησες την αυτοκρατορία μας ως έπαρχος της μεγάλης και ένδοξης πόλης της Θεσσαλονίκης. Τώρα θέλω να σου δώσω μια καλύτερη θέση. Θέλω να σε κάνω έπαρχο της Ρώμης. Πρέπει όμως να δείξεις υπακοή στις εντολές του βασιλιά σου και τα διατάγματα του κράτους. Πρέπει να αρνηθείς τις ανόητες διδασκαλίες των χριστιανών και να θυσιάσεις στους ένδοξους θεούς μας. 

- Βασιλιά μου, αν τα εγκώμια που μου πλέξατε είναι η ειλικρινή αξιολόγηση και επιβράβευση της μέχρι τώρα προσφοράς μου στη διαπαιδαγώγηση όλων εκείνων που μου εμπιστεύτηκαν τη σωστή και αληθινή περί των διαφόρων πραγμάτων γνώση, τότε σίγουρα δεν θα απορρίψετε και την υπέροχη διδασκαλία της χριστιανικής πίστης, την οποία μετά από πολύ και μεγάλη έρευνα και μελέτη διαπίστωσα ότι είναι ανώτερη κάθε άλλης διδασκαλίας και αυτής ακόμα της ειδωλολατρικής θρησκείας. Είναι μάλιστα τόσο μεγάλη η διαφορά ανάμεσα στις διδασκαλίες αυτών των δύο θρησκειών, που δεν υπάρχει μέτρο για σύγκριση. Θα ήμουνα ανόητος, επιπόλαιος και ανάξιος της αποστολής μου ως δάσκαλος, αν την αλήθεια που θα ανακάλυπτα κατόπιν μελέτης και έρευνας, δεν θα την δίδασκα χωρίς θάρρος στους μαθητές μου και σ’ όλους. Γι’ αυτό, ποτέ δεν θα δεχτώ να προσκυνήσω τα είδωλα και να υπηρετήσω έτσι το ψέμα και την υποκρισία. Αφήστε την καρδιά σας, βασιλιά μου, ελεύθερη και δεν θα δυσκολευτείτε να αναγνωρίσετε και σεις την ανωτερότητα της χριστιανικής διδασκαλίας περί αγάπης και ισότητας των πάντων, φίλων και εχθρών, ανδρών και γυναικών και κυρίως δούλων και ελεύθερων, αφού όλοι είμαστε παιδιά του ενός και μοναδικού πολυεύσπλαχνου Θεού.
Μπορεί η ρητορική δύναμη των λόγων του Χρυσόγονου να εντυπωσίασαν τον Διοκλητιανό, δεν κατόρθωσαν όμως να τον πείσουν, γιατί, τυφλωμένος όπως ήταν από την σατανική μανία που είχε εναντίον του Χριστού, διέταξε χωρίς καμιά άλλη διαδικασία να τον οδηγήσουν σε έρημο τόπο και να τον αποκεφαλίσουν.
Οι στρατιώτες τον έφεραν κοντά στις όχθες του ποταμού Λιφόνσου, η οποία απέχει γύρω στα 5 χιλιόμετρα ανατολικά της Ακυϊλίας, σε μια περιοχή που λέγεται «Ύδατα του Γράδωνα» και τον αποκεφάλισαν.


7. Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΖΩΪΛΟΣ

Κοντά στην περιοχή αυτή ζούσε ένας άγιος ασκητής που τον έλεγαν Ζωΐλο. Σ’ αυτόν παρουσιάστηκε ο άγιος Χρυσόγονος και του υπέδειξε την τοποθεσία που βρισκόταν το άγιο λείψανο του.
Με ευλάβεια και προσευχές πήρε εκείνος το άγιο λείψανο και το έφερε για να το ενταφιάσει κοντά στο κελί που ασκήτευε.
Ο άγιος αυτός ασκητής καθοδηγούσε πνευματικά τρεις νέες χριστιανές αδελφές, την Αγάπη, την Χιονία και την Ειρήνη, οι οποίες ζούσαν σε ένα μικρό και φτωχικό σπιτάκι στο διπλανό χωριό.
Οι τρεις αυτές αδελφές είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στο Χριστό, τον οποίον αγαπούσαν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους.
Κήρυτταν παντού με θάρρος τη χριστιανική πίστη και έκαναν πολλούς ειδωλολάτρες να γίνονται Χριστιανοί. Για το λόγο αυτό τις κατήγγειλαν στον ασεβή αυτοκράτορα Διοκλητιανό για να τις τιμωρήσει.
Ένα μήνα αφότου ενταφίασε ο ασκητής Ζωΐλος το μαρτυρικό Λείψανο του αγίου Χρυσογόνου κοντά στο κελί του, παρουσιάζεται ο άγιος μάρτυρας σε όραμα στον Ζωΐλο και του λέει:
- Ο ασεβής βασιλιάς έμαθε για τις τρεις αδελφές και σε 9 μέρες θα τις θανατώσει. Θα έρθει όμως για να τις ενισχύσει και να τις ενθαρρύνει για το επικείμενο μαρτύριο τους η Αναστασία. Και συ Ζωΐλε ετοιμάσου να έρθεις σε λίγο κοντά μας, για να απολαύσεις τους καρπούς των ασκητικών σου κόπων και αγώνων.
 
Την ίδια οπτασία είδε και η Αναστασία, η οποία χάρηκε πολύ που θα έβλεπε και θα προσκυνούσε τον τάφο του αγαπημένου της δασκάλου.
Οδηγημένη από το όραμα βρήκε το ασκητήριο και τον άγιο ασκητή Ζωΐλο.
Αφού προσευχήθηκε πολύ πάνω από τον τάφο του δασκάλου της και ζήτησε την ευχή και την ευλογία του, συνάντησε κατόπιν τις τρεις αδελφές, με τις οποίες ήρθε εν συνεχεία στη Θεσσαλονίκη.
Σ’ όλη τη διαδρομή είχαν την ευκαιρία να πουν πολλά για την αγάπη τους στο Χριστό, καθώς και για το θάρρος με το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουν τα διάφορα βασανιστήρια και τον θάνατο για χάρη του αγαπημένου τους Ιησού.
Εν τω μεταξύ αναπαύτηκε εν Κυρίω και ο άγιος ασκητής Ζωΐλος, όπως του είχε προαναγγείλει στο όραμα ο άγιος μάρτυρας Χρυσόγονος.


8. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ

Τις τρεις αδελφές, αφότου έφυγαν από τον τόπο τους, τις καταζητούσαν παντού με εντολή του Διοκλητιανού οι Ρωμαίοι στρατιώτες.
Εκείνες, όταν ήρθαν μαζί με την Αναστασία στη Θεσσαλονίκη, επισκέφτηκαν τους φυλακισμένους χριστιανούς μάρτυρες για να πάρουν την ευχή τους αλλά και να περιποιηθούν τις πληγές τους.
Σε μια τέτοια επίσκεψη, αναγνωρίστηκαν από τους Ρωμαίους στρατιώτες, οι οποίοι συνέλαβαν αμέσως τις τρεις αδελφές, την Αγάπη, την Χιονία και την μικρούλα Ειρήνη και τις έφεραν δεμένες στον αυτοκράτορα.
Εκείνος θαύμασε την ομορφιά των τριών κοριτσιών και νόμιζε πως θα μπορούσε πολύ εύκολα να τις μεταπείσει με κολακείες και δώρα ώστε να θυσιάσουν στους θεούς του. Με ύφος δήθεν πατρικό τους λέει:
- Θαυμάζω μικρές μου κόρες την ομορφιά με την οποία σας στόλισε η μεγάλη μας θεά Αφροδίτη. Είστε τόσο όμορφες που θέλω εγώ ο ίδιος να σας παντρέψω και να σας γεμίσω με δώρα και πλούτη. Αν θέλετε, θα σας κάνω και ιέρειες στη μεγάλη μας θεά Αφροδίτη, για να απολαμβάνετε τις ομορφιές και τις πολλές ηδονικές χαρές της σάρκας. Ελάτε λοιπόν κοντά μου για να ρίξετε μέσα στο βωμό της μεγάλης μας θεάς λίγο λιβάνι και να την προσκυνήσετε.
Η μεγαλύτερη από τις τρεις αδελφές πήρε το λόγο και με θάρρος του λέει:
- Λυπούμαστε, βασιλιά μου, για όλα αυτά τα ανόητα και αναίσχυντα που μας είπες. Μόνο μια τέτοια ψεύτικη και δαιμονική θρησκεία σαν και τη δική σου θα μπορούσε να μας προτείνει τόσες ανήθικες προτάσεις. Εμείς είμαστε νύμφες του Κυρίου μας Ιησού Χριστού τον οποίο αγαπάμε με όλη μας την καρδιά και πάνω από κάθε τι σ’ αυτή τη γη.
 
- Μην είστε ανόητες μικρές χριστιανές και μη θέλετε να καταστρέψετε τη ζωή σας και τα νιάτα σας. Δείτε αυτά τα εργαλεία των βασανιστηρίων! Αν συνεχίσετε να είστε πεισματάρες, θα αναγκαστώ να σας βασανίσω τόσο σκληρά, ώστε η ομορφιά του προσώπου σας θα χαθεί μια για πάντα. Τι προτιμάτε όλες σας; Να θυσιάσετε στα είδωλα και να χαρείτε τα νιάτα και την ομορφιά σας ή να μείνετε πεισματικά στη χριστιανική πίστη σας και να σας βασανίσω φριχτά;
Πήρε το λόγο τότε η δεύτερη κόρη, η Χιονία, και του λέει:

- Όλες μας διαλέγουμε τον Χριστό, βασιλιά μου, και γι’ Αυτόν είμαστε έτοιμες να υποφέρουμε τα πάντα ακόμα και τον θάνατο.
Θαύμασε ο Διοκλητιανός το θάρρος των μικρών τούτων κοριτσιών αλλά δεν θέλησε να συνεχίσει την ανάκριση. Κάποια ξαφνικά προβλήματα στη διοίκηση των περιοχών βόρεια της Μακεδονίας τον ανάγκασαν να φύγει γρήγορα στα μέρη αυτά. Φυλάκισε τις τρεις αδελφές και έδωσε εντολή στον έπαρχο της Θεσσαλονίκης τον Δουλκίτιο να συνεχίσει αυτός την δίκη.


9. Η ΓΕΛΟΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΟΥ ΔΟΥΛΚΙΤΙΟΥ

Ο Δουλκίτιος ήταν ένας σκληρός και ασεβής άνθρωπος για τον οποίο δεν υπήρχε κανένας ηθικός φραγμός. Γι’ αυτόν οι σαρκικές απολαύσεις ήταν σκοπός της ζωής του. Σ’ αυτόν τον άθλιο και άσωτο άνθρωπο παρέδωσε ο Διοκλητιανός τα τρία αγνά κορίτσια για να τα μεταχειριστεί όπως αυτός ήθελε.
Μια μέρα που είχε μεθύσει πολύ, αποφάσισε να πάει στη φυλακή για να βιάσει και να ατιμάσει τις τρεις αυτές χριστιανές κοπέλες.
Ο Θεός όμως που προστατεύει πάντοτε τα παιδιά Του, αυτές μεν έσωσε από την ατίμωση, αλλά αυτόν τον γελοιοποίησε με πολύ κωμικό τρόπο.
Όπως ήταν μεθυσμένος, αντί να πάει στη φυλακή για να πραγματοποιήσει την ακόλαστη επιθυμία του, τον τύφλωσε ο Θεός και μπήκε μέσα σε ένα μαγειρείο που ήταν γεμάτο με μουντζουρωμένες χύτρες και καζάνια.
Νομίζοντας ότι ήταν οι τρεις κοπέλες, άρχισε να αγκαλιάζει και να φιλά τα κατάμαυρα μαγειρικά σκεύη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, να γίνει από τις πολλές μουντζούρες ολόμαυρος και αγνώριστος στο πρόσωπο.
Όταν βγήκε από κει για να πάει στο σπίτι του, κανένας δεν τον γνώριζε. Νόμιζαν όλοι πως επρόκειτο για κάποιον τρελό ή μεθυσμένο. Άλλοι τον κορόιδευαν και άλλοι τον χτυπούσαν για να γελάσουν. Ακόμα και αυτοί οι φρουροί του σπιτιού του δεν τον αναγνώρισαν. Στη προσπάθειά του μάλιστα να μπει μέσα τον έσπρωχναν και τον γρονθοκοπούσαν. Μόνο όταν ήρθαν οι συγγενείς του τον αναγνώρισαν και τον έβαλαν μέσα στο σπίτι.
Όταν το άλλο πρωί συνήλθε από το μεθύσι και του είπαν τι είχε κάνει το περασμένο βράδυ, έγινε έξαλλος από το θυμό του. Νόμιζε ότι του έκαναν μάγια οι τρεις χριστιανές αδελφές και διέταξε να τις φέρουν μπροστά του.


10. ΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, ΧΙΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΣ

Όταν έφεραν μπροστά του τα τρία αγνά κορίτσια για να τα γελοιοποιήσει μπροστά στον κόσμο, διέταξε τους στρατιώτες του να τις ξεγυμνώσουν.
Όσο όμως και να προσπαθούσαν εκείνοι να τους βγάλουν τα ρούχα, δεν μπορούσαν, γιατί αυτά είχαν κολλήσει πάνω στο δέρμα τους τόσο πολύ, που νόμιζες ότι είχαν γίνει ένα με το δέρμα. Ούτε να τα ξεσχίσουν δεν μπορούσαν. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι με το παράξενο αυτό θαύμα.
Νευριασμένος ο Δουλκίτιος για την αδυναμία των στρατιωτών του να τις ξεγυμνώσουν, αποφάσισε μόνος του να τους βγάλει τα ρούχα.
Μόλις όμως πλησίασε τα τρία κορίτσια, άγγελος Κυρίου τον χτυπά με την ρομφαία του στα μάτια και τον τυφλώνει. Έτσι τυφλό, να κλαίει και να βογκάει από τους πόνους, τον πήραν σηκωτό στο σπίτι του.
Μετά από τον Δουλκίτιο, διορίστηκε από τον Διοκλητιανό έπαρχος της Θεσσαλονίκης ο Σισίνιος.
Αυτός, αφού δεν κατάφερε να πείσει τις χριστιανές νέες να θυσιάσουν στα είδωλα, διέταξε να κάψουν τις δυο μεγάλες αδελφές, την Αγάπη και την Χιονία μπροστά στα μάτια της μικρούλας Ειρήνης. Έλπιζε με αυτό τον τρόπο να φοβίσει και να κερδίσει τουλάχιστον την μικρή τους αδελφή.
Άναψαν μια πολύ μεγάλη φωτιά και έβαλαν μέσα τις δύο αδελφές.
Εκείνες έκαναν τον σταυρό τους και μπήκαν με χαρά μέσα στη φωτιά. Εκεί μέσα στο κέντρο της φωτιάς τις έβλεπαν όλοι να προσεύχονται χωρίς να μπορεί η φωτιά να κάψει ούτε μια τρίχα της κεφαλής τους.
Στην προσευχή τους παρακάλεσαν τον πολυαγαπημένο τους Ιησού να πάρει κοντά Του τις ψυχές τους, για να μη τολμήσει ποτέ κανένας ασεβής να τις μολύνει.
Ο Κύριος άκουσε την θερμή προσευχή τους και πήρε τις αγνές ψυχές τους στη Βασιλεία των Ουρανών, ενώ η φωτιά έσβησε απότομα, λες και κάποιος την έσβησε με αρκετό νερό.
Τα άγια λείψανα τους, τα πήρε με ευλάβεια η Αναστασία και τα ενταφίασε σε κατάλληλη τοποθεσία.
Μετά το θάνατο της Αγάπης και της Χιονίας, προσπάθησε ο Σισίνιος να πείσει τη μικρούλα Ειρήνη να θυσιάσει στα είδωλα. Άρχισε λοιπόν να τη φοβερίζει και να της λέει:
- Άκουσε με Ειρήνη και θυσίασε στα είδωλα, γιατί διαφορετικά θα σε βάλω σε ένα δημόσιο πορνείο για να έρχεται ο καθένας να σε ατιμάζει.

- Πιστεύω στη δύναμη του Χριστού μου ο οποίος δεν θα σε αφήσει να πραγματοποιήσεις τον σατανικό σκοπό σου αλλά θα με λυτρώσει με τον τρόπο που Εκείνος μόνο ξέρει, για να μάθεις και εσύ και όλοι οι ανόητοι ειδωλολάτρες, πως μόνο ένας είναι ο αληθινός και παντοδύναμος Θεός που κυβερνά τον κόσμο.
Ο Σισίνιος γεμάτος θυμό και οργή που ένα μικρό κορίτσι ταπείνωνε με τόση δύναμη και θάρρος τη Ρωμαϊκή του εξουσία, διέταξε να κλείσουν αμέσως τη μικρούλα σε ένα δημόσιο πορνείο.
Ο Θεός και πάλι επεμβαίνει θαυματουργικά και ελευθερώνει το μικρό του παιδί.
Άγγελοι με τη μορφή Ρωμαίων στρατιωτών παίρνουν από το πορνείο την μικρή αγία μας και την φέρνουν πάνω στο κοντινό βουνό.
Ο ίδιος ο έπαρχος την κυνηγά μαζί με τους στρατιώτες του. Ενώ την βλέπουν μπροστά τους δεν μπορούν να την πιάσουν, λες και ένα αόρατος τείχος τους εμποδίζει.
Τότε ένας στρατιώτης σηκώνει το τόξο του και την σημαδεύει. Το βέλος πετυχαίνει το στόχο του και η μικρούλα Ειρήνη παραδίνει την αγνή ψυχούλα της στα χέρια του Χριστού και των δύο αδελφιών της που ήρθαν να την συνοδέψουν στις χαρές του Παραδείσου.
Το μαρτυρικό της λείψανο το πήρε η Αναστασία για να το ενταφιάσει κοντά στα άλλα δύο των αδελφών της.
Τη μνήμη των τριών τούτων αγίων κοριτσιών, της Αγάπης, της Χιονίας και της μικρούλας Ειρήνης γιορτάζει η αγία μας Εκκλησία στις 16 Απριλίου.


11. Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ

Μετά τον θάνατο των τριών κοριτσιών ήρθε η σειρά της Αναστασίας να υποφέρει βάσανα και θλίψεις για χάρη του Χριστού.
Ο Σισίνιος έμαθε για τη μεγάλη χριστιανική δράση της, τη βοήθεια που έδινε στους φυλακισμένους μάρτυρες και τα μεγάλα χρηματικά ποσά που ξόδευε για την ανακούφιση των φτωχών και πρόσταξε να την φέρουν μπροστά του.
Ήθελε πολύ να την τιμωρήσει με φριχτά βασανιστήρια και αν τα κατάφερνε να αρπάξει την μεγάλη περιουσία της.
Επειδή όμως η αγία μας ήταν από τις μεγάλες αρχοντικές οικογένειες της Ρώμης, την έστειλε στον αυτοκράτορα για να την δικάσει.
Εκείνος, όταν είδε την Αναστασία και έμαθε για τη μεγάλη αρχοντική καταγωγή της, καθώς και για την τεράστια περιουσία που κληρονόμησε, την ρώτησε τι έκανε όλα της τα πλούτη.
- Αναστασία, έμαθα ότι είσαι μια από τις πιο μεγάλες και πιο ένδοξες οικογένειες της Ρώμης. Ο πατέρας σου ο Πραιτεξτάτος αλλά και ο άντρας σου ο Πούπλιος υπηρέτησαν την αυτοκρατορία μας μέσα από μεγάλες θέσεις που τους εμπιστευτήκαμε. Ο πατέρας σου μάλιστα ήταν από τους πιο σπουδαίους και σοφούς Συγκλητικούς στην κυβέρνηση μας. Εσύ τώρα, γιατί προσβάλεις τη μνήμη τους με το να πιστεύεις δοξασίες που είναι αντίθετες με τα βασιλικά μου προστάγματα και τις διαταγές του Κράτους;
 
- Βασιλιά μου, μπορεί ο πατέρας μου να ήταν ειδωλολάτρης και υπηρέτης των ψεύτικων θεών σας, η μητέρα μου όμως ήταν πιστή Χριστιανή και ελεήμων άνθρωπος. Απ’ αυτήν διδάχτηκα να σέβομαι και να αγαπώ όλους τους ανθρώπους σαν παιδιά του ενός και μοναδικού Θεού και να κάνω πάντα το καλό προς όλους.
- Έμαθα ότι είχες πολύ μεγάλη περιουσία την οποία κατασπατάλησες. Που ξόδεψες όλα τα χρήματα σου, ώστε όλη αυτή η τεράστια περιουσία να μην υπάρχει πια;
Τότε εκείνη με θάρρος και ειλικρίνεια του είπε:
- Τα μοίρασα, βασιλιά μου, σ’ όλους εκείνους που τα είχαν ανάγκη. Στους φτωχούς και πεινασμένους αδελφούς μας και στα ορφανά παιδιά. Επίσης, σ’ όλους εκείνους που εσείς με βάρβαρο και σκληρό τρόπο βασανίσατε φριχτά, επειδή ήθελαν να ακολουθούν τη νέα θρησκεία της αγάπης. Ήταν η εκ μέρους μου ελάχιστη προσφορά αγάπης σ’ όλους εκείνους τους αγίους μάρτυρες και τις οικογένειες τους, που για την πίστη τους στη νέα υπέροχη διδασκαλία της αγάπης του Χριστού, εσείς τους καταδικάσετε σε πλήθος βασανιστήρια και σκληρό θάνατο. 
Ο βασιλιάς, για να μη δείξει μπροστά στους Συγκλητικούς φίλους του πατέρα της τη σκληρή όψη της εξουσίας του, δεν θέλησε να δώσει συνέχεια και έστειλε την Αναστασία στον έπαρχο της Ρώμης για να την δικάσει αυτός.  
Εκεί, ο έπαρχος την ρώτησε:
- Γιατί Αναστασία δεν προσκυνάς τους μεγάλους θεούς μας που προσκυνούσε και ο πατέρας σου;
 
- Όλους αυτούς τους ψεύτικους θεούς, τα αγαλματίδια και τις ξύλινες μορφές τους, τα έσπασα και τα έκαψα, για να τα απαλλάξω από πολλές μύγες και αράχνες που καθόντουσαν πάνω τους και τους βρωμούσαν.
Τα λόγια αυτά εξόργισαν τον έπαρχο, ο οποίος γεμάτος θυμό της λέει:
- Μα τους μεγάλους θεούς μας! Γι’ αυτή σου την ιεροσυλία θα σε παιδέψω και θα σε τιμωρήσω πολύ.
- Θαυμάζω την εξυπνάδα σου, που θεωρείς ιεροσυλία το κάψιμο των ψεύτικων θεών σου. Αν ήταν αληθινοί, γιατί δεν με τιμωρούσαν; Τόσο πολύ σκότισε ο δαίμονας τις ψυχές σας ώστε να μη μπορείτε να δείτε την πραγματική ιεροσυλία που κάνετε κάθε μέρα με το να δικάζετε και να θανατώνετε αθώους χριστιανούς, επειδή θέλουν να ακολουθούν τη χριστιανική πίστη της αγάπης;

12. ΣΤΟΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΗ ΑΡΧΙΕΡΕΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΤΙΟΥ

Ο έπαρχος, όταν διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε ούτε με τις κολακείες ούτε με τις απειλές να την μεταπείσει, την έστειλε ξανά πίσω στον αυτοκράτορα.
Εκείνος πάλι την έδωσε στον ειδωλολάτρη Αρχιερέα του Παλατιού, τον Ουλπιανό, με την εντολή και την υποχρέωση ή να την κάνει ειδωλολάτρισσα ή να την θανατώσει με όποιο τρόπο ήθελε.
Αυτός για να την παρασύρει διάλεξε ένα περίεργο τρόπο. Έβαλε στη μια μεριά πλούσια και φανταχτερά γυναικεία στολίδια και φορέματα που εξάπτουν την γυναικεία φιλαρέσκεια και από την άλλη έστησε διάφορα φονικά εργαλεία, όπως καζάνια, ξίφη, σιδερένια νύχια, μεγάλα τηγάνια και άλλα, σαν αυτά με τα οποία βασάνιζαν τους χριστιανούς μάρτυρες.
Ήθελε με αυτό τον τρόπο ή να την δελεάσει με τα γυναικεία στολίδια ή να την φοβερίσει με τα φονικά εργαλεία.
Αγνοούσε ο ανόητος ότι, ούτε τα στολίδια συγκίνησαν ποτέ την αγία μας αλλά ούτε και οι διάφορες τιμωρίες με τις οποίες την φοβέριζε την τρόμαζαν.
Απεναντίας παρακαλούσε το Θεό να την αξιώσει της μεγάλης αυτής δωρεάς, να μαρτυρήσει δηλαδή για χάρη του ονόματός Του.
Έτσι, αφού διαψεύστηκαν οι ελπίδες του να την μεταπείσει, της λέει:
- Σου δίνω, για τελευταία φορά, τρεις μέρες προθεσμία, να σκεφτείς και να αποφασίσεις.
 
- Όχι μόνο τρεις μέρες αλλά και σαράντα τρία χρόνια να μου δώσεις προθεσμία, εγώ μόνο έναν αληθινό Θεό πιστεύω και λατρεύω. Γι’ Αυτόν είμαι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να βασανιστώ και να πεθάνω. Τους δικούς σας ψεύτικους και ανύπαρκτους θεούς τους περιφρονώ και τους απορρίπτω.
Ο ειδωλολάτρης Αρχιερέας έγινε έξαλλος από το θυμό του και την έκλεισε στη φυλακή.
Ο βασιλιάς, σε μια τελευταία προσπάθεια να λυγίσει το γενναίο φρόνημα της, έστειλε τρεις διεφθαρμένες πόρνες γυναίκες μήπως καταφέρουν με την πονηριά τους να την μεταπείσουν.
Ούτε και αυτές κατόρθωσαν τίποτε.
Η αγία μας τις τρεις αυτές μέρες που έμεινε στη φυλακή νήστευε και προσευχόταν, για να της δώσει ο Θεός δύναμη και κουράγιο να αντέξει μέχρι το τέλος όλα τα μαρτύρια και τα βασανιστήρια που θα της κάνουν.
Την τελευταία μέρα ο ειδωλολάτρης δικαστής, τυφλωμένος από το πείσμα και τη διεφθαρμένη του καρδιά, θέλησε να μολύνει και να ατιμάσει την αγία μας.
Στο δρόμο όμως που πήγαινε για τη φυλακή τυφλώθηκε από τον Κύριο.
Τόσοι δε ήταν οι πόνοι των ματιών του που ούρλιαζε φοβερά και αναγκάστηκαν να τον πάρουν οι συγγενείς του στο σπίτι.
Επειδή ούτε εκεί μπόρεσε να ησυχάσει από τους φοβερούς πόνους, τον έφεραν ξανά στο ναό των ειδώλων, μήπως οι θεοί του τον θεραπεύσουν.
Αντί να γίνει καλά, όλο και χειροτέρευε. Έτσι, μέσα στους φριχτούς πόνους παρέδωσε την άθλια ψυχή του στους δαίμονες που λάτρεψε σ’ όλη του τη ζωή.
Μετά απ’ αυτό, φόβος και τρόμος μεγάλος έπεσε σ’ όλους τους ειδωλολάτρες απέναντι στην αγία μας.
Την κατηγορούσαν, όπως και ο άντρας της παλιά, ότι ήταν ιερόσυλος και φαρμακός, ότι έκανε δηλαδή με μάγια κακό στους άλλους.
Αγνοούσαν οι ανόητοι ότι η Χάρις του Θεού όχι μόνο την προστάτευε από κάθε κίνδυνο αλλά και τιμωρούσε παραδειγματικά τους ασεβείς εχθρούς της.
Από τον φόβο τους λοιπόν, την αποφυλάκισαν και την άφησαν ελεύθερη να πάει όπου θέλει.


13. ΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΔΟΤΗΣ

Μετά την αποφυλάκισή της, η Αναστασία έτρεξε και πάλι με χαρά μέσα στις Ρωμαϊκές φυλακές, κοντά στους αγαπημένους της Χριστιανούς μάρτυρες και ομολογητές.
Σε μια απ’ αυτές τις φυλακές συνάντησε και μια πολυβασανισμένη χριστιανή γυναίκα τη Θεοδότη. Αυτήν βασάνισε με πολλά και φριχτά μαρτύρια ένας σκληρός διοικητής με το όνομα Λευκάδιος.
Κοντά στη Θεοδότη έρχεται η αγία μας για να την εμψυχώσει αλλά και να περιποιηθεί τις πολλές πληγές της.
Το μαθαίνει ο Λευκάδιος και την μεν Αναστασία κλείνει στη φυλακή, την δε Θεοδότη στέλνει για να δικαστεί στον έπαρχο της Βιθυνίας.
Εκείνος, αφού κατάλαβε ότι με τίποτε στον κόσμο αυτό δεν θα μπορούσε να κάνει τη Θεοδότη να αρνηθεί την χριστιανική της πίστη, βρήκε έναν άλλο πιο σατανικό τρόπο για να την βασανίσει.
Διάταξε να φέρουν εκεί τα δυο παιδιά της και τα φοβέρισε πως θα τα σκοτώσει αν δεν θυσιάσουν στα είδωλα.
Πόσο όμως ντράπηκε και ταπεινώθηκε όταν άκουσε το μεγάλο της γιο, τον Εύοδο, να του λέει με θάρρος και γενναιότητα:
- Εμείς, άρχοντα μου, πιστεύουμε μόνο στον έναν και αληθινό Θεό και δεν θυσιάζουμε ποτέ στα ψεύτικα είδωλα των θεών σας. Τα βάσανα με τα οποία μας φοβερίζεις, δεν τα φοβόμαστε, γιατί θα μας οδηγήσουν πιο γρήγορα στον Παράδεισο. Εσείς που λατρεύετε τα πονηρά δαιμόνια πρέπει να φοβάστε, γιατί σύντομα θα κερδίσετε, αν δεν μετανοήσετε, τα φοβερά και τρομερά βάσανα της αιώνιας Κόλασης.
Ο έπαρχος, αντί να προβληματιστεί από τα συνετά λόγια του παιδιού, θύμωσε πιο πολύ και διέταξε τους στρατιώτες του να μαστιγώσουν μέχρι λιποθυμίας το παιδί μπροστά στα μάτια της μάνας του.
Η ηρωίδα μάνα παρακαλούσε το Θεό να δίνει δύναμη και κουράγιο στο παιδί της για να αντέξει τους πόνους και να μη προδώσει τη Χριστιανική του πίστη.
Με λόγια δε θαρραλέα, που παρακινούσαν το παιδί της να φανεί γενναίος, του έλεγε:
- Αγαπημένο μου παιδί, κάνε λίγο κουράγιο και άντεξε για χάρη του πολυαγαπημένου μας Κυρίου τα πρόσκαιρα αυτά βάσανα. Να θυμάσαι ότι λίγο τώρα θα πονέσεις, πολύ όμως μετά θα κερδίσεις. Θα σε δοξάσει ο Χριστός μας με το ένδοξο στεφάνι της αγιότητας.
Θυμωμένος ο έπαρχος από την αποτυχία του να μεταπείσει τη Θεοδότη, αποφάσισε τώρα να την εξευτελίσει. Την έδωσε σ’ έναν ακόλαστο και άσωτο στρατιώτη τον Νοτακό για να την ατιμάσει.
Μόλις όμως εκείνος ο τρισάθλιος ήρθε κοντά για να της κάνει κακό, βλέπει έναν λευκοφορεμένο φοβερό άγγελο να του δίνει μια τρομερή γροθιά στο πρόσωπο και να του σπάει τα ρουθούνια. Το πρόσωπο του γύρισε αμέσως ανάποδα και το αίμα έτρεχε ασταμάτητα από τη μύτη του.
Με το θαύμα αυτό προστάτεψε ο Θεός από την ηθική ατίμωση την πιστή Του δούλη Θεοδότη και έδωσε ένα φοβερό μάθημα στον ειδωλολάτρη έπαρχο.
Εκείνος, τυφλωμένος από το σατανά, αντί να μετανοήσει, τη φοβέριζε ακόμα πιο πολύ και της έλεγε:
- Αν δεν υπακούσεις και τώρα και δεν προσκυνήσεις τους μεγάλους μας θεούς, θα σφάξω μπροστά σου όλα τα παιδιά σου, για να πεθάνεις από τη στεναχώρια σου.
 
- Αυτό θέλω κι εγώ, απάντησε με θάρρος η γενναία Χριστιανή, να στείλω πρώτα στο Θεό τα παιδιά μου και ύστερα να τα ακολουθήσω στη Βασιλεία των Ουρανών, για να χαίρομαι μαζί τους παντοτινά.
Τα γεμάτα θάρρος και βαθιά πίστη λόγια της γενναίας Θεοδότης έκανε τον έπαρχο να λυσσάξει από το κακό του. Δεν μπορούσε να σηκώσει το μεγάλο εξευτελισμό και την ταπείνωση που του έδινε με την ηρωική της αντίσταση τούτη η Χριστιανή.
Γι’ αυτό διατάζει να ανάψουν ένα μεγάλο καμίνι και να ρίξουν μέσα στη φωτιά τη Θεοδότη με τα δύο της παιδιά.
Πράγματι, αφού άναψε και φούντωσε δυνατά η φωτιά, μπήκε με χαρά η Θεοδότη μαζί με τα δύο της παιδιά μέσα στη φωτιά, ψάλλοντας για τελευταία φορά ύμνους αγάπης και δοξολογίας στο Θεό.
Μέσα στη φωτιά παρέδωσαν τις αγιασμένες τους ψυχές στον αγαπημένο τους Θεό και Λυτρωτή για να απολαύσουν την αιώνια χαρά και ευτυχία του Παραδείσου.


14. ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ 
Η Αναστασία βρισκόταν τότε στη φυλακή από τον σκληρό και φιλάργυρο Έπαρχο του Ιλλυρικού.
Εκείνος, επειδή έμαθε ότι μοίραζε τα χρήματα της σε φτωχούς και ανήμπορους, για να της πάρει όλα τα υπόλοιπα, σκέφτηκε με πονηριά να ανταλλάξει τη φυλακή με τα πλούτη της. Γι’ αυτό και της λέει:
- Αναστασία, σαν αληθινή Χριστιανή που είσαι, πρέπει να περιφρονείς τα πλούτη. Σου προτείνω να δώσεις σε μένα τα χρήματά σου και εγώ θα σου δώσω την ελευθερία σου.
 
- Πονηρέ και φιλάργυρε άρχοντα, ο Κύριος μου δεν μας είπε να δίνουμε τα χρήματα σ’ αυτούς που δεν τα έχουν ανάγκη αλλά στους φτωχούς και ανήμπορους αδελφούς μας. Εσύ δεν έχεις καμιά απολύτως ανάγκη. Αν όμως κάποτε φθάσεις σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή, ευχαρίστως να βοηθήσω και σένα.
Στην έξυπνη απάντηση της Αναστασίας, θύμωσε πολύ ο τύραννος. Την έκλεισε στη φυλακή και έδωσε εντολή να της δίνουν ελάχιστο ψωμί, ίσα - ίσα για να μην πεθάνει. Νόμιζε ότι έτσι θα μπορούσε να πετύχει τον πονηρό σκοπό του.
Πόσο όμως εξεπλάγη όταν, μετά από τον ένα μήνα περίπου που την είχε φυλακή, την είδε να είναι πιο ακμαία, πιο χαρούμενη και πιο λαμπερή στο πρόσωπο!
Υποψιάστηκε πως οι δεσμοφύλακες την φρόντιζαν και της έδιναν φαγητό. Γι’ αυτό την βάζει ξανά στη φυλακή και σφραγίζει τις πόρτες για να μην μπορεί κανένας να την βοηθήσει.
Μέσα στη φυλακή περνά τον καιρό της η αγία μας με προσευχές και γονυκλισίες. Πολλές φορές έρχεται σε όραμα για να την παρηγορήσει και να την ενδυναμώσει η αγία μάρτυς Θεοδότη.
Μόλις πέρασε ο μήνας διέταξε ο έπαρχος να την φέρουν μπροστά του.
Και πάλι δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του αυτό που έβλεπε.
Η Αναστασία ήταν ακόμα πιο δυνατή στο σώμα και πιο θαρραλέα στη ψυχή.
Το πρόσωπο της ακτινοβολούσε μια ουράνια χάρη και ομορφιά. Έλαμπε σαν τον ήλιο και σου προκαλούσε δέος και σεβασμό.


15. ΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ

Ο ασεβής τύραννος δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε σκάσει από το κακό του. Στην απογοήτευση του πάνω, αφού δεν μπορούσε με κανένα άλλο τρόπο να πετύχει αυτό που ήθελε, έδωσε διαταγή να την βάλουν μέσα σε μια μεγάλη βάρκα.
Μαζί της έβαλαν άλλους εκατόν είκοσι ειδωλολάτρες καταδίκους και ένα Χριστιανό, τον Ευτυχιανό.
Μετά είπε να τους πάνε στα ανοιχτά της θάλασσας, να τρυπήσουν τη βάρκα και να τους πνίξουν.
Οι στρατιώτες εκτέλεσαν πιστά τις εντολές του ασεβή τύραννου.
Αφού τους έβαλαν όλους μέσα στη βάρκα, τους φέρανε στα ανοιχτά της θάλασσας. Εκεί τρύπησαν τη βάρκα και τους εγκατέλειψαν. Περίμεναν μετά από μακριά για να τους δουν να βυθίζονται και να πνίγονται.
Ξαφνικά όμως γίνεται ένα μεγάλο θαύμα.
Εμφανίζεται στο τιμόνι της βάρκας η αγία μάρτυς Θεοδότη και κατευθύνει την τρυπημένη βάρκα σταθερά στο γιαλό.
Οι ειδωλολάτρες κατάδικοι μόλις είδαν το θαύμα αυτό πίστεψαν όλοι στο Χριστό.
Παρακάλεσαν δε την Αναστασία και τον χριστιανό Ευτυχιανό να τους κατηχήσει όλους στη χριστιανική αλήθεια. Είχαν γίνει όλοι τους πιστοί και θερμοί Χριστιανοί.


16. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ

Ο έπαρχος είχε λυσσάξει από το κακό του. Μάταια προσπαθούσε να τους πείσει με κολακείες και διάφορα δώρα να αρνηθούν το Χριστό.
Όταν είδε ότι έμεναν όλοι αμετάπειστοι, διέταξε τους μεν κατάδικους να τους αποκεφαλίσουν, την δε Αναστασία να την δέσουν σ’ ένα πάσσαλο και να την κάψουν ζωντανή.
Πράγματι, οι στρατιώτες, αφού σκότωσαν πρώτα με ξίφος τους εκατόν είκοσι κατάδικους και τον Ευτυχιανό, ύστερα έδεσαν την αγία μας πάνω σ’ ένα πάσσαλο και γύρω της άναψαν μια μεγάλη φωτιά.
Η αγία μας ήταν χαρούμενη. Επιτέλους είχε φθάσει η ώρα που θα πήγαινε κοντά στον πολυαγαπημένο της Σωτήρα και Λυτρωτή.
Ενώ οι φωτιές είχαν αρχίσει να φουντώνουν και να γλύφουν το μαρτυρικό της σώμα, εκείνη ευχαριστούσε με δάκρυα χαράς το Χριστό για την μεγάλη αυτή τιμή που της έκανε να πεθάνει για χάρη του ονόματος Του.
Σε λίγο η αγία της ψυχή είχε πετάξει κοντά σ’ Εκείνον που είχε αγαπήσει μ’ όλη τη δύναμη της καρδιάς της, για να απολαμβάνει αιώνια τις ουράνιες χαρές της Βασιλείας του Θεού. Ήταν 22 του μηνός Δεκεμβρίου.


17. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΗΣ ΛΕΙΨΑΝΟ

Μετά το θάνατο της αγίας μας, μια γυναίκα που την έλεγαν Απολλωνία πήγε στη γυναίκα του Επάρχου και την παρακάλεσε να της δώσει το μαρτυρικό Λείψανο της αγίας Αναστασίας.
Εκείνη έπεισε τελικά τον άνδρα της και της το έδωσε. Τότε η ευσεβής Απολλωνία το έφερε στο σπίτι της και το ενταφίασε με τιμές μέσα στον μεγάλο κήπο της.
Αργότερα έκτισε προς τιμήν της αγίας μας μεγάλο και ωραίο Ναό και την γιόρταζε κάθε χρόνο με μεγαλοπρέπεια.
Που ακριβώς ενταφιάστηκε το άγιο Λείψανο της δεν γνωρίζουμε ακριβώς. Πιθανότατα στις Ιλλυρικές ακτές και συγκεκριμένα, κατά την άποψη ορισμένων ερευνητών, στην πόλη Ζάρα, απ’ όπου και μεταφέρθηκε εν συνεχεία στην πρωτεύουσα του Ιλλυρικού, το Σίρμιο.
Τον 5ον αιώνα, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντινού Κράτους είναι ο Λέων ο Α΄ μεταφέρεται το ιερό σκήνωμα της στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετείται στο Ναό της Αναστάσεως. Εκεί η αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια τελεί καθημερινά πλήθος θαύματα.
Ο Θεός της είχε δώσει το χάρισμα να διαλύει τα μάγια και τις σατανικές δυνάμεις. Έτσι, θεραπεύει όλους εκείνους που βρίσκονται δεμένοι με τα σκοτεινά δεσμά των δαιμονικών δυνάμεων.
Πλήθος δαιμονισμένοι βρίσκουν τη θεραπεία κοντά στο άγιο Λείψανο της.
Με τις πρεσβείες της ελευθερώνει όλους εκείνους που έπεσαν θύματα των μάγων και των σατανικών τους τεχνασμάτων.
Από το μεγάλο αυτό χάρισμα που της έδωσε ο Θεός, όλοι εις το εξής την φωνάζουν έτσι:
«Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια».
Αυτή δηλαδή που λυτρώνει από τα δηλητήρια και τις «φαρμακείες», δηλαδή τα μάγια, τους ανθρώπους.
Στη Θεσσαλονίκη, η αυτοκράτειρα Θεοφανώ, η σύζυγος του Λέοντος του Σοφού, κτίζει το 883 ένα θαυμάσιο Μοναστήρι προς τιμήν της αγίας μας.
Στη Μονή αυτή φυλάσσεται μέχρι σήμερα η Κάρα της αγίας και μέρος από το δεξί της πόδι.
Στο Μοναστήρι αυτό η αγία μας κάνει πάρα πολλά θαύματα. Για το λόγο αυτό οι Θεσσαλονικείς την ευλαβούνται πολύ και επισκέπτονται συχνά το Μοναστήρι της για να πάρουν την ευχή και την ευλογία της.


18. ΛΥΤΡΩΝΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΓΙΑ

Το χάρισμα αυτό της αγίας Αναστασίας, να λυτρώνει δηλαδή από τα μάγια τους ανθρώπους, το επιβεβαιώνει και η ίδια η Παναγιά μας στην οσία Ειρήνη τη Χρυσοβαλάντου.
Κάποτε ήρθε από τα μέρη της Καππαδοκίας μια κοπέλα για να γίνει μοναχή στο Μοναστήρι της αγίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου.
Είχε αρχοντική καταγωγή και ήταν πολύ ωραία. Την κοπέλα αυτή αγάπησε ένα παλικάρι και ήθελε να την παντρευτεί. Στην αρχή, πιεσμένη και από τους γονείς της που ήθελαν το νεαρό αυτό για γαμπρό τους, δέχτηκε και τον αρραβωνιάστηκε.
Μετά όμως, μια και μέσα στην καρδιά της δεν τον αγαπούσε αυτή, αφού ήθελε να αφιερωθεί στο Χριστό και να γίνει μοναχή, διέλυσε αυτόν τον αρραβώνα και πήγε στο μοναστήρι του Χρυσοβαλάντου.
Η αγία Ειρήνη είδε την απλότητα και την εγκάρδια αγάπη της στο Χριστό και την έκανε μοναχή.
Ο δαίμονας που έψαχνε να βρει ευκαιρία για να πληγώσει την αγία, μπήκε μέσα στην καρδιά του πρώην αρραβωνιαστικού της και φούντωσε σαν τη φωτιά τον έρωτα του γι’ αυτήν. Επειδή δεν μπόρεσε να τη βγάλει από το μοναστήρι, πήγε σ’ ένα μάγο για να της κάνει μάγια, ώστε να επιστρέψει πίσω σ’ αυτόν και να την παντρευτεί.
Ο μάγος προσκάλεσε τότε τους πιο ισχυρούς δαίμονες. Της έκαμε μάγια και τους έστειλε κατόπιν στο μοναστήρι να πειράξουν τη μοναχή. Ήταν τόσο ισχυρά τα μάγια, που η γυναίκα έχασε τα μυαλά της. Γύριζε σαν τρελή γύρω - γύρω το μοναστήρι φωνάζοντας το όνομα του παλικαριού. Απειλούσε με όρκους πως, αν δεν την άφηναν να πάει κοντά του, θα πνιγόταν.
Όλη η αδελφότητα με εντολή της αγίας Ειρήνης νήστεψε όλη την εβδομάδα. Με θερμές προσευχές, κάνοντας από χίλιες μετάνοιες η κάθε μια, παρακαλούσαν το Θεό να λυτρώσει από τα δεσμά του σατανά την αδελφή τους.
Την τρίτη νύχτα, εκεί που προσευχόταν στο κελί της με καυτά δάκρυα η αγία Ειρήνη, βλέπει σε όραμα τον Μέγα Βασίλειο να της λέει:

- Γιατί μας ονειδίζεις, Ειρήνη, ότι αφήνουμε και γίνονται στην πατρίδα μας τα μιαρά, σατανικά μάγια; Δεν ξέρεις πως παραχωρεί ο Κύριος στους δαίμονες κάποια ψευτοεξουσία για να δοκιμάζει τους εκλεκτούς Του; Όταν ξημερώσει, πάρε την άρρωστη μαθήτρια σου και έλα στο ναό των Βλαχερνών. Εκεί θα έρθει η Μητέρα του Κυρίου μας να την θεραπεύσει.

Αυτά είπε ο άγιος Βασίλειος και χάθηκε.
Το πρωί, αφού πήρε μαζί με την άρρωστη και άλλες δύο αδελφές, ήρθε στο Ναό που της υπέδειξε ο άγιος. Μπροστά στην εικόνα της Παναγίας πέρασαν όλη την ημέρα τους με δάκρυα και προσευχές.
Τα μεσάνυχτα, όταν από τον πολύ κόπο έκλεισαν για λίγο τα μάτια τους, βλέπει η αγία στον ύπνο της πλήθος ανθρώπων να φορούν χρυσές στολές και να λάμπουν από φως. Όλοι έραιναν με μυρωδάτα λουλούδια τους δρόμους και θύμιαζαν. Πλησίασε και τους ρώτησε:
- Για ποιο λόγο κάνετε τόση ετοιμασία;
 
- Έρχεται η Μητέρα του Θεού και πρέπει και συ να ετοιμαστείς για να την προσκυνήσεις. Να έφτασε η Παντάνασσα!
 
Είδε τότε η οσία Ειρήνη ένα αμέτρητο πλήθος φωτεινών ανθρώπων, να κατεβαίνει από τον ουρανό, έχουσα ανάμεσα τους την Υπεραγία Θεοτόκο.
Άστραφτε τόσο πολύ το πρόσωπο της, που δεν μπορούσε άνθρωπος να το δει.
Η Παναγία, αφού πέρασε πρώτα από όλους τους αρρώστους, έφθασε και στην άρρωστη μοναχή.
Η αγία Ειρήνη έσκυψε με αγάπη και ευλάβεια να προσκυνήσει τα άχραντα πόδια της Θεοτόκου.
Άκουσε τότε την Παναγία να φωνάζει τον Μέγα Βασίλειο και να τον ρωτά για ποιο πράγμα την ήθελε η Χρυσοβαλάντου. Εκείνος της είπε όλη την υπόθεση.
Τότε η Θεοτόκος ζήτησε να έρθει κοντά της η αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια. Όταν εκείνη ήρθε, της είπε:
- Πηγαίνετε μαζί με τον Βασίλειο στην Καισάρεια, εξετάσετε με επιμέλεια την περίπτωση της και να θεραπεύσετε αυτή την κόρη, γιατί σε σένα Αναστασία έδωσε ο Υιός και Θεός μου αυτή τη Χάρη.
Κι ενώ ο άγιος Βασίλειος και η αγία Αναστασία έφυγαν αμέσως να εκτελέσουν τη διαταγή, άκουσε η οσία Ειρήνη τη φωνή της Θεοτόκου που της έλεγε να επιστρέψει στο μοναστήρι, γιατί εκεί θα θεραπευθεί η μοναχή.
Πλημμυρισμένη από χαρά η αγία, γι’ αυτά που είδε και άκουσε, φανέρωσε το όραμα της στις άλλες αδελφές και επέστρεψαν αμέσως στο μοναστήρι τους.
Ήταν ημέρα Παρασκευή. Αφού τέλειωσαν τον εσπερινό στην κατανυκτική τους εκκλησία, διηγήθηκε το όραμα της και σ’ όλη την αδελφότητα.
Με το τέλος της αφήγησης παρακάλεσε όλες τις αδελφές του Μοναστηριού τους να σηκώσουν τα χέρια στον ουρανό και να φωνάξουν μ’ όλη τη δύναμη της καρδιάς τους και με δάκρυα πολλές φορές το <<Κύριε ελέησον>>.
Ενώ οι προσευχές των μοναζουσών ανέβαινε στον ουρανό σαν πύρινος στύλος, ξαφνικά όλες οι αδελφές βλέπουν με θαυμασμό τον άγιο Βασίλειο και την αγία Αναστασία τη Φαρμακολύτρια να πετούνε στον αέρα και να λένε:
- Άπλωσε Ειρήνη τα χέρια σου να πάρεις αυτά που σου φέραμε και μη μας ονειδίζεις πλέον άδικα.
Είπε τα λόγια αυτά στην οσία Ειρήνη ο άγιος Βασίλειος, επειδή η αγία μας προσευχόταν συνέχεια μπροστά στην εικόνα του για να διώξει από την πατρίδα τους την Καππαδοκία όλους τους μάγους.
Άπλωσε λοιπόν τα χέρια της και έπιασε στον αέρα ένα δέμα που της έδωσε ο άγιος Βασίλειος. Ζύγιζε περίπου τρεις λίτρες.
Όταν το άνοιξαν, βρήκαν μέσα διάφορα μάγια, όπως π.χ. σπάγκους, τρίχες, μολύβια, δεσίματα και ονόματα δαιμόνων. Βρήκαν και δυο μικρά μολυβένια αγαλματάκια, το ένα σαν άνδρας και το άλλο σαν γυναίκα τα οποία ήταν ενωμένα σε αισχρή αμαρτία.
Το δέμα αυτό με τα μάγια έστειλε το πρωί μαζί με δυο μοναχές και την άρρωστη στο ναό των Βλαχερνών για να τα λειτουργήσει ο ιερέας.
Αυτός μετά τη θεία Λειτουργία έχρισε με λάδι από το καντήλι της Παναγίας την άρρωστη και έβαλε όλα τα μαγικά πάνω στα κάρβουνα.
Καθώς αυτά καιγόντουσαν και τα μολυβένια αγαλματάκια έλιωναν πάνω στη φωτιά, έβγαιναν από τα κάρβουνα δυνατές φωνές σαν των γουρουνιών όταν τα σφάζουν.
Τρομοκρατημένοι οι άνθρωποι που τ’ άκουγαν, έφευγαν μακριά, θαυμάζοντας τη δύναμη της πίστης μας και δοξάζοντες το Θεό.
Μόλις έλιωσαν όλα τα μάγια, θεραπεύθηκε εντελώς και η άρρωστη μοναχή. Θεραπευμένη πλέον, ευχαριστούσε τον Θεό και τους αγίους με δάκρυα ευγνωμοσύνης και αγάπης.
Ιδιαίτερα ευχαρίστησε και την αγία Αναστασία τη Φαρμακολύτρια που με τη μεγάλη χάρη που είχε από το Θεό να καταστρέφει τα μάγια, λυτρώθηκε και αυτή από τα σκοτεινά δεσμά του σατανά με τα οποία την είχε δέσει με τις φαρμακείες του ο πονηρός μάγος.
Είθε ο Θεός, με τις πρεσβείες της αγίας ενδόξου μεγαλομάρτυρος Αναστασίας της Φαρμακολύτριας, να λυτρώνει όλους μας από τα βέλη και τις πονηριές του σατανά, και να αξιωθούμε μια μέρα όλοι μας να μπούμε στη Βασιλεία των Ουρανών. Αμήν.


  ___________________________
(Βίος υπό του π. Ελπιδίου Βαγιανάκη, Εκδόσεις Φως Χριστού) 



 Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Tῶν μαρτύρων ταῖς χρείαις διακονήσασα, μαρτυρικῶς ἐμιμήσω τὰς ἀριστείας αὐτῶν, δι' ἀθλήσεως ἐχθρὸν καταπαλαίσασα, ὅθεν βλαστάνεις δαψιλῶς χάριν ἄφθονον ἀεί, θέοφρων Ἀναστασία, τοῖς προσιοῦσιν ἐκ πόθου τῇ ἀρωγῇ τῆς προστασίας σου.