Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΜΑ (+ 2 Σεπτεμβρίου)

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΜΑ
(Εορτάζει στις 2 Σεπτεμβρίου)

1. Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ
Ο άγιος Μάμας, ο ένδοξος αυτός μάρτυρας του Χριστού, γεννήθηκε το 206 μ.Χ. στην πόλη Γάγγρα της Παφλαγονίας. Η συγκινητική και περιπετειώδης ιστορία της ζωής του αρχίζει από τότε που ήταν ακόμα νεογέννητο μωρό... Γεννήθηκε στη φυλακή, όπου οι ειδωλολάτρες είχαν κλείσει τους αγίους γονείς του. Την απόλυτη ορφάνια την γνώρισε από τις πρώτες κιόλας μέρες της ζωής του, αφού αμέσως σχεδόν με την γέννησή του είχαν πεθάνει και οι δύο γονείς του.
Ο πατέρας του λεγόταν Θεόδοτος και η μητέρα του Ρουφίνα. Η θέση τους μέσα στην κοινωνία της Παφλαγονίας δεν ήταν ευκαταφρόνητη, αφού κατείχαν το μεγάλο και ένδοξο τίτλο των Πατρικίων. Ήταν και οι δυο τους πολύ καλοί και ενάρετοι άνθρωποι. Αγαπούσαν όλους τους ανθρώπους και ιδιαιτέρως τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους. Ένα μεγάλο μέρος από την περιουσία τους, το χρησιμοποιούσαν σε φιλανθρωπίες και διάφορες ελεημοσύνες. Για τον λόγο αυτό, όλοι τους αγαπούσαν και τους σεβόντουσαν.
Εκείνη την εποχή είχε φθάσει και στην πόλη τους το κήρυγμα του Χριστιανισμού.
Η υπέροχη διδασκαλία του Ευαγγελίου, η αγάπη προς όλους καθώς και η αυστηρή ηθική ζωή, που ήταν το κέντρο της νέας θρησκείας, εντυπωσίασαν τους δυο αυτούς ενάρετους ανθρώπους.
Μάλιστα, ήταν από τους πρώτους που ασπάστηκαν το Χριστιανισμό και απέρριψαν την ανόητη θρησκεία των ειδώλων. Γι’ αυτούς, οι δύο θρησκείες ήταν τόσο εκ διαμέτρου αντίθετες ως προς την αλήθεια, όσο η μέρα με τη νύχτα και το φως με το σκοτάδι.
Έγιναν τόσο ένθερμοι πιστοί Χριστιανοί, που το μόνο που τους ενδιέφερε πλέον στη ζωή τους ήταν πώς να μεταφέρουν και να εδραιώσουν όσο το δυνατόν σε περισσότερες ψυχές το Ευαγγελικό μήνυμα της χαράς και της αγάπης. Κήρυτταν τον Χριστό με τέτοια φλόγα και αγάπη, ώστε εκατοντάδες άνθρωποι έτρεχαν κοντά τους σαν τα διψασμένα ελαφάκια για ν’ ακούσουν και να ξεδιψάσουν από τα πεντακάθαρα και γάργαρα νερά του Ευαγγελίου.
Με τη συμβολή τους, η Εκκλησία του Χριστού στην πόλη Γάγγρα της Παφλαγονίας έγινε μια από τις πιο μεγάλες και πιο δραστήριες της περιοχής.
Η μεγάλη όμως ιεραποστολική δράση του Θεόδοτου και της Ρουφίνας στεναχώρησε πολύ τον ειδωλολάτρη διοικητή της πόλης τους Αλέξανδρο. Αναγνώριζε βέβαια στους δύο αυτούς εξαίρετους ανθρώπους την μεγάλη προσφορά τους σε κάθε μορφή φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης, που γι’ αυτόν το λόγο είχαν γίνει πάρα πολύ αγαπητοί σ’ όλο τον κόσμο. Όμως, υπήρχαν και οι αυστηρές αυτοκρατορικές εντολές, που πρόσταζαν να διώκονται με πλήθος βασανιστήρια όλοι οι Χριστιανοί.
Ο Αλέξανδρος τους κάλεσε να απολογηθούν και να τους επισημάνει ότι σε περίπτωση που δεν αρνηθούν το Χριστιανισμό είναι υποχρεωμένος να τους βασανίσει. Προσπάθησε, μάλιστα, με κάθε τρόπο να τους πείσει να επανέλθουν στη θρησκεία των ειδώλων για να μην πεθάνουν. Ο Θεόδοτος, όμως, και η Ρουφίνα ήταν ανένδοτοι. Με τίποτε στον κόσμο αυτό δεν ήθελαν να αρνηθούν τη Χριστιανική τους πίστη και να θυσιάσουν στα είδωλα.
Αυτό στεναχώρησε πολύ τον διοικητή της πόλης Αλέξανδρο, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να τους επιβάλλει τις προβλεπόμενες ποινές, ακόμα και αυτόν τον θάνατο.
Για να προλάβει τυχόν κοινωνική αναταραχή, εξαιτίας της μεγάλης αγάπης που έτρεφε ο κόσμος στους δυο αυτούς φιλάνθρωπους χριστιανούς, με την πρόφαση ότι είχαν την πιο μεγάλη θέση στη τοπική κοινωνία, κατέχοντας το αξίωμα των Πατρικίων, τους έστειλε στον ηγεμόνα της Καισάρειας της Καππαδοκίας, τον σκληρό και ασεβή Φαύστο, για να τους δικάσει.
Εκείνος, μόλις εμφανίστηκε ο Θεόδοτος και η Ρουφίνα μπροστά του και είδε ότι ήταν σταθεροί στη Χριστιανική τους πίστη, τους έκλεισε αμέσως σε μια σκοτεινή φυλακή. Έλπιζε με αυτόν τον τρόπο ότι οι κακουχίες της φυλακής θα εξανάγκαζαν τους δυο αυτούς Χριστιανούς να αρνηθούν την πίστη τους. Εξάλλου, η Ρουφίνα ήταν έγκυος και αυτός ήταν ο πιο σοβαρός λόγος που τον έκανε να πιστεύει ότι θα πετύχαινε τον σκοπό του. 

2. ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Μέσα στη σκοτεινή και φριχτή φυλακή το άγιο αντρόγυνο περνά τις μέρες του με προσευχή και δοξολογίες στο Θεό. Τον παρακαλούν να τους δίνει κουράγιο και υπομονή να αντέξουν τις δυσκολίες της φυλακής αλλά και τα επερχόμενα βασανιστήρια. Επειδή ήταν από μεγάλες αρχοντικές και πλούσιες οικογένειες, οι σκληρές συνθήκες της φυλακής επηρέασαν αμέσως την εύθραυστη υγεία τους.
Ο Θεόδοτος, βλέποντας την γυναίκα του να υποφέρει πολύ, λόγω της εγκυμοσύνης, φοβήθηκε μήπως η ανθρώπινη συναισθηματική αδυναμία καταφέρει αυτό που δεν μπόρεσαν οι απειλές του ειδωλολάτρη διοικητή. Γι’ αυτό, παρακάλεσε τον Θεό να τον πάρει κοντά Του και να προστατέψει τη γυναίκα του.
Ο Θεός άκουσε την προσευχή του δούλου Του και πήρε την αγιασμένη ψυχή του Θεόδοτου στην Ουράνια Βασιλεία Του. Την ημέρα εκείνη γέννησε και η Ρουφίνα μέσα στη φυλακή το μωρό της, τον μετέπειτα ένδοξο μάρτυρα του Χριστού, άγιο Μάμα.
Μόνη τώρα η Ρουφίνα μέσα στην κατασκότεινη εκείνη φυλακή, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, δεν ήξερε τι να κάνει. Με τα λίγα ρουχαλάκια που της είχαν απομείνει σκέπασε το μωρό της για να ζεσταθεί. Το κρύο όμως σ’ εκείνη τη φριχτή φυλακή ήταν μεγάλο και οι συνθήκες τραγικές. Προσπάθησε να το ζεστάνει με τα ζεστά μητρικά χάδια και φιλιά της και να το θρέψει με το λίγο γάλα που μπόρεσε το αδύνατο στήθος της να βγάλει. Τα καυτά δάκρυά της έτρεχαν ασταμάτητα πάνω στο μικρό αυτό μωρουδάκι, τον μοναδικό θησαυρό της πάνω σ’ αυτή τη γη.
Ο πόνος της ήταν μεγάλος και αβάσταχτος. Όχι τόσο γιατί η ίδια υπέφερε πολλά βάσανα, όσο γιατί το μονάκριβο της παιδί γεννήθηκε μέσα στις φοβερές και απάνθρωπες συνθήκες της φυλακής.
Ο πόνος της έγινε θερμή προσευχή, ώστε να προστατέψει ο Θεός το μονάκριβο παιδί της.
Εκεί, στα φλογερά δάκρυα της προσευχής, ήρθε ο ίδιος ο Κύριος να πάρει την αγιασμένη ψυχή αυτής της ευλογημένης μάνας και να την αναπαύσει μαζί με τον άνδρα της στην αιώνια ευτυχία του Παραδείσου.
Όσο για το παιδί της, ο ίδιος ο Θεός θα αναλάμβανε την προστασία του, ενώ η ίδια θα αξιωνόταν να γίνει μια μάνα ενός μεγάλου και ένδοξου αγίου, ώστε να χαίρεται και να τον καμαρώνει ψηλά από τον ουρανό. 

3. ΥΙΟΘΕΤΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΜΙΑ
Μετά το θάνατο της ευσεβούς Ρουφίνας, άγγελος Κυρίου με μορφή ενός νέου παλικαριού, επισκέπτεται μια πλούσια αρχόντισσα και ευσεβή Χριστιανή που διέμενε σ’ εκείνο τον τόπο, την Αμμία. Την διέταξε να ζητήσει τα λείψανα των αγίων και το νεογέννητο μωρό.
Πράγματι, εκείνη πήγε στο Ρωμαίο διοικητή και ζήτησε τα άγια λείψανα του Θεόδοτου και της Ρουφίνας για να τα ενταφιάσει, το δε νεογέννητο μωρό να το υιοθετήσει, εφόσον η ίδια δεν ήταν παντρεμένη και δεν είχε καθόλου παιδιά.
Ο ηγεμόνας ικανοποίησε το αίτημα της χωρίς κανένα δισταγμό. Έτσι, η ευσεβής αυτή γυναίκα ενταφίασε με δόξες και τιμές μέσα στο μεγάλο κήπο του σπιτιού της τα άγια λείψανα των δύο μαρτύρων και ανέλαβε σαν θετή μάνα να αναθρέψει και να προστατέψει το δώρο που της έδωσε ο Θεός, το μικρό μωράκι της Ρουφίνας.
Το μωρό αυτό η Αμμία το αγάπησε υπερβολικά. Η στοργική του φροντίδα και η καλή του ανατροφή θα είναι από τώρα και στο εξής ο μοναδικός στόχος της ζωής της.
Ποτέ στη ζωή της δεν θα ξεχάσει η Αμμία την ευτυχία που ένιωσε εκείνη την ημέρα, όταν την πρωτοφώναξε μάμα, δηλαδή μαμά. Ήταν η πρώτη λέξη που είπε όταν πρωτομίλησε. Έκτοτε, τακτικά και συνέχεια, την φώναζε μάμα. Από τη λατινική λέξη μάμα, που σημαίνει μητέρα, πήρε ο άγιος μας και το όνομα Μάμας.
Η Αμμία μεγάλωσε τον μικρό Μάμα με πολύ στοργή και αγάπη, σαν να ήταν η πραγματική του μητέρα και ακόμα πολύ καλύτερα. Του έδωσε Χριστιανική ανατροφή και του έμαθε από μικρό ακόμα παιδάκι πώς να αγαπά με όλη του την καρδιά το Θεό αλλά και τον συνάνθρωπό του. Του έμαθε να προσεύχεται και να κάνει ελεημοσύνες στα φτωχά παιδάκια, ώστε από μικρό να του εμφυτεύσει τη κορυφαία αρετή του Χριστιανισμού, που είναι η φιλανθρωπία και ελεημοσύνη.
Όταν ο μικρός Μάμας έγινε πέντε χρονών, τον έστειλε η Αμμία στο σχολείο για να μάθει γράμματα. Από την αρχή φάνηκε πως θα γινόταν ένα πανέξυπνο παιδί και θα ξεπερνούσε όλους τους συμμαθητές του στα γράμματα, όπως και έγινε αργότερα.
Ο Μάμας δεν ντρεπόταν να φανερώνει ανάμεσα στους συμμαθητές του τη χριστιανική του ιδιότητα. Από μικρό παιδάκι μάζευε δίπλα του όλους τους συνομήλικους του και τους μιλούσε για τη ζωή του Χριστού και τα θαύματά Του, όπως τα άκουγε από την θετή μητέρα του, την Αμμία. Πολλά παιδάκια εξαιτίας του είχαν αρχίσει να συμπαθούν και να αγαπούν τη Χριστιανική θρησκεία.
Όσο μεγάλωνε, η γεμάτη αγάπη, αθωότητα και καλοσύνη της καρδιάς του τον έκαναν σ’ όλους πάρα πολύ αγαπητό. Χαιρόσουν να είσαι κοντά του και να μιλάς μαζί του.
Η μεγάλη απόλαυσή του ήταν όταν βρισκόταν στο γειτονικό δάσος, δίπλα από τα ρυάκια με τα τρεχούμενα νερά, αγκαλιά με ένα μικρό αρνάκι ή όποιο άλλο ζωάκι.
Τα ζωάκια καταλάβαιναν την μεγάλη αγάπη που είχε απέναντι τους, γι’ αυτό και άφοβα ερχόντουσαν κοντά του για να τα χαϊδέψει, να τα αγκαλιάσει και να τους δώσει κάτι να φάνε.
Ήταν χαρά Θεού να τον βλέπεις ανάμεσα σε τόσα ζωάκια να προχωρά μέσα στο δάσος και να ψέλνει ύμνους δοξολογίας στον Δημιουργό του παντός.
Του άρεσε πολύ η αγνή ποιμενική ζωή, γι’ αυτό και τακτικά πήγαινε στο αντικρινό βουνό να βλέπει στις στάνες τα αγαπημένα του προβατάκια και τα άλλα ζωάκια.
Εντύπωση σ’ όλους έκανε και το γεγονός ότι δεν φοβόταν ούτε τα άγρια ζώα. Αυτά, όσες φορές τα πλησίαζε ο άγιός μας, έδειχναν να μη φοβούνται αλλά ούτε και να έχουν άγριες διαθέσεις, όπως η φύση τα δημιούργησε. Τον πλησίαζαν και τα πλησίαζε άφοβα, σαν να ήταν ήμερα και καλοί φίλοι.
Όταν έφθασε στην ηλικία των 15 χρόνων, πέθανε η ευσεβής θετή μητέρα του, η Αμμία. Την αγαπούσε πάρα πολύ γι’ αυτό και έκλαψε πολύ στο θάνατό της.
Η Αμμία πεθαίνοντας του άφησε για κληρονομιά μια τεράστια περιουσία, αφού όπως είπαμε ήταν πάρα πολύ πλούσια.
Όταν ο Μάμας πήρε στα χέρια του όλη αυτήν την περιουσία αποφάσισε, στη μνήμη της ευσεβούς θετής μητέρας του, να τη μοιράσει σ’ όλους εκείνους τους φτωχούς και δυστυχισμένους, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.
Πλήθος κόσμου ευεργετήθηκε από το νεαρό αυτό παλικάρι, το οποίο έγινε φύλακας άγγελος κάθε φτωχού και δυστυχισμένου.

4. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΗΓΕΜΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ
Την περίοδο αυτή, που ο μικρός Μάμας κάνει όλες αυτές τις φιλανθρωπίες και ταυτόχρονα κηρύττει με θάρρος το Χριστιανισμό, αυτοκράτορας στη Ρώμη είναι ο Αυρηλιανός και διοικητής στην Καισάρεια της Καππαδοκίας ο Δημόκριτος.
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας, με αυστηρά διατάγματα προς όλους τους ηγεμόνες της αυτοκρατορίας, τους διέταζε να εξαλείψουν το Χριστιανισμό από τις επαρχίες τους. Όσοι δεν ήθελαν να αρνηθούν τη Χριστιανική πίστη τους να οδηγούνται σε φριχτά βασανιστήρια ή και ακόμα στο θάνατο.
Την απαίτηση αυτή είχε απ’ όλους τους υπηκόους του, άνδρες και γυναίκες, ακόμα και από μικρά παιδιά.
Τις διαταγές αυτές ανακοίνωσε προς όλους τους κατοίκους της Καισάρειας ο Ρωμαίος διοικητής της Δημόκριτος.
Ο μόνος από τα παιδιά, ο οποίος δεν θέλησε να υπακούσει στις αυτοκρατορικές διαταγές αλλά συνέχισε με πολύ θάρρος να κηρύττει παντού τις υπέροχες Χριστιανικές αλήθειες και να φέρνει πολλούς πιστούς στην Εκκλησία του Χριστού, ήταν ο νεαρός Μάμας.
Την μεγάλη ιεραποστολική δραστηριότητα του Μάμα αντιλήφθηκε ο Ρωμαίος διοικητής Δημόκριτος, ο οποίος εξαγριώθηκε πολύ όταν πληροφορήθηκε ότι ο νεαρός Μάμας δεν συμμορφώνεται με τις βασιλικές διαταγές. Για τον λόγο αυτό, διέταξε τους στρατιώτες του να φέρουν δεμένο σαν κακούργο μπροστά του τον μικρό Μάμα.
Όταν είδε μπροστά του το μικρό αυτό Χριστιανόπουλο, θαύμασε την ηρεμία και τη γλυκύτητα του προσώπου του. Η ζωγραφισμένη πάνω του αθωότητα τον εντυπωσίασε. Σκέφθηκε να τον πάρει στην αρχή με το καλό και με διάφορες υποσχέσεις και δώρα, μήπως έτσι καταφέρει και τον επαναφέρει στην ειδωλολατρική θρησκεία. Με προσποιητή λοιπόν καλοσύνη και αγάπη του λέει:

- Μάμα, γιατί δεν θυσιάζεις στους μεγάλους θεούς μας, που σε έκαναν ένα όμορφο και έξυπνο παιδί; Δεν πρέπει εσείς τα παιδιά να ακούτε εμάς τους μεγάλους και να εφαρμόζετε αυτά που σας λέμε;

- Ναι, άρχοντά μου, του λέει τότε ο Μάμας, είναι σωστό και πρέπον να ακούμε εμείς τα παιδιά τις καλές συμβουλές των μεγάλων, όταν αυτές μας κατευθύνουν στο καλό και στην αρετή. Όταν όμως οι συμβουλές τους δεν είναι καλές και μας οδηγούν σε λάθος πράξεις ή αμαρτωλούς δρόμους τότε δεν πρέπει να τους ακούμε.

Η συνετή απάντηση του μικρού Μάμα ανάγκασε τον Δημόκριτο να συνεχίσει την ανάκριση πιο δυναμικά και πιο συγκεκριμένα, γι’ αυτό και του λέει:

- Είναι λάθος μας που σας συμβουλεύουμε να εφαρμόζετε και εσείς τα παιδιά τις βασιλικές διαταγές και να προσκυνείτε τους μεγάλους θεούς μας;

- Αν οι θεοί αυτοί είναι αληθινοί και η διδασκαλία τους είναι σωστή, όχι δεν είναι λάθος σας. Το ερώτημά μου, όμως, άρχοντά μου, είναι το εξής. Είναι αυτοί οι θεοί αληθινοί ή μήπως είναι ψεύτικοι; Μας διδάσκουν το σωστό και την αλήθεια ή μήπως το ψέμα, την ανηθικότητα και την διαβολιά;

- Ποιοι θεοί μπορούν να διδάσκουν όλα αυτά τα κακά που απαρίθμησες τώρα εσύ Μάμα; του ανταπάντησε ο Δημόκριτος.

- Μα, άρχοντά μου, του λέει τότε ο Μάμας, όλα αυτά τα κακά δεν διδάσκουν με τη ζωή τους όλοι οι ψεύτικοι θεοί του Ολύμπου που θέλεις τώρα εγώ να προσκυνήσω; Η ζωή τους δεν είναι γεμάτη από τις απάτες, τις ανηθικότητες, τα ψέματα, τους πολέμους και όλα τα άλλα κακά; Τι μας διδάσκει ο θεός του πολέμου, ο Άρης, ή η θεά της ακολασίας, η Αφροδίτη, ή ο πατέρας των θεών, ο Δίας, του οποίου όλη η ζωή είναι γεμάτη απάτες και ψέματα;

Τα σοφά και τεκμηριωμένα λόγια του μικρού Μάμα εντυπωσίασαν τους ακροατές του και εξόργισαν πολύ το Ρωμαίο διοικητή. Δεν περίμενε ένα τόσο μικρό παιδί να του απαντήσει με τέτοια ρητορική απλότητα και να αποδείξει μπροστά σε όλους την κατωτερότητα της ειδωλολατρικής θρησκείας. Γι’ αυτό, εγκαταλείποντας την ήπια ανακριτική τακτική του, τον ρωτάει:

- Μάμα, ανόητε νεαρέ Χριστιανέ, θα ακούσεις τις βασιλικές διαταγές και θα θυσιάσεις στα είδωλα ή μήπως θέλεις να δοκιμάσεις τα φοβερά βασανιστήρια που θα υποστεί ο κάθε πεισματάρης Χριστιανός;

- Είμαι Χριστιανός, άρχοντά μου, και μάλιστα παιδί μαρτύρων. Οι γονείς μου πέθαναν στη φυλακή για την αγάπη του Χριστού αλλά κι εγώ είμαι αποφασισμένος ν’ ακολουθήσω τη μαρτυρική τους πορεία. Είμαι έτοιμος να πεθάνω και εγώ για τη αγάπη του Χριστού και την επικράτηση σ’ όλο τον κόσμο του Ευαγγελίου της αγάπης.

Η θαρραλέα ομολογία του νεαρού Χριστιανού θύμωσε ακόμα πιο πολύ το Δημόκριτο, ο οποίος κατάλαβε πολύ καλά ότι δεν θα μπορούσε να τον πείσει με το καλό. Διέταξε τότε τους στρατιώτες του να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο, ακόμα και βία, για να τον αναγκάσουν να θυσιάσει στον παραπλήσιο ειδωλολατρικό βωμό, πάνω στον οποίο υπήρχε ένα τεράστιο άγαλμα του θεού Σεράπιδος. 

5. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΡΩΜΑΙΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ
Οι απειλές του Ρωμαίου διοικητή δεν φόβισαν το μικρό Μάμα, ο οποίος με διπλωματικό τρόπο τον κατέστησε υπεύθυνο αν πάθαινε κάτι στα χέρια του, επειδή καταγόταν από γονείς που έφεραν το μεγάλο αξίωμα του Πατρικίου.
Η Ρωμαϊκή νομοθεσία δεν επέτρεπε σε κανέναν ηγεμόνα, διοικητή ή οποιοδήποτε άλλο δικαστή, εκτός από τον ίδιο προσωπικά τον αυτοκράτορα, να δικάσει και να καταδικάσει κάποιον που είχε μεγάλο αξίωμα ή πρόβαλλε το επιχείρημα ότι ήταν Ρωμαίος πολίτης και επομένως έπρεπε να δικαστεί μόνο από τον βασιλιά.
Ο Μάμας, ο οποίος επιθυμούσε να ομολογήσει και ενώπιον του αυτοκράτορα την Χριστιανική του πίστη, χρησιμοποίησε αυτό το επιχείρημα για να αναγκαστεί ο Δημόκριτος να τον στείλει στο βασιλιά. Με θάρρος και αποφασιστικότητα του λέει:

- Δεν έχεις καμιά εξουσία να τιμωρείς κάποιον που οι γονείς του είχαν το ένδοξο αξίωμα του Πατρικίου αλλά μόνο ο αυτοκράτορας.

Ο Δημόκριτος, στον έξυπνο ελιγμό του νεαρού Χριστιανού, προβληματίστηκε. Ήξερε πολύ καλά ότι δεν είχε το δικαίωμα να δικάσει, να βασανίσει ή να καταδικάσει κάποιον που προερχόταν από το γένος των Πατρικίων, χωρίς την άδεια του αυτοκράτορα. Διαφορετικά, εάν προχωρούσε με δική του πρωτοβουλία σε μια τέτοια δίκη, θα ήταν υπόλογος ο ίδιος απέναντι της Ρωμαϊκής νομοθεσίας και του αυτοκράτορα. Αυτό θα είχε σαν συνέπεια, το λιγότερο, την έκπτωσή του από τη θέση που κατείχε.
Για το λόγο αυτό, διέταξε τους στρατιώτες του να αλυσοδέσουν το Μάμα και να τον στείλουν σιδηροδέσμιο στον αυτοκράτορα Αυρηλιανό. Μαζί του έστειλε και όλη τη δικογραφία, για να έχει ο βασιλιάς πλήρη γνώση του θέματος.
Ο Αυρηλιανός, όταν έφθασε στο Παλάτι του ο Μάμας, μελέτησε προσεκτικά τη δικογραφία και διέταξε να φέρουν μπροστά του τον νεαρό Χριστιανό.
Όταν είδε το νεαρό παλικάρι σκέφτηκε να μη χρησιμοποιήσει από την αρχή φοβέρες και απειλές, επειδή πίστευε ότι θα μπορεί να τον πείσει με διάφορες υποσχέσεις και δώρα. Με δήθεν πατρική αγάπη του λέει:

- Άκουσε καλό μου παιδί, βλέπω ότι είσαι ένα όμορφο και έξυπνο παιδί. Έχεις μπροστά σου μια ολόκληρη ζωή για να χαρείς τα νιάτα και την ομορφιά σου. Οι μεγάλοι μας θεοί σε έφεραν τώρα μπροστά μου για να σε αναθρέψω βασιλικά, μια και είσαι τελείως ορφανός και δεν έχεις στον κόσμο αυτό κανέναν να σε προστατέψει. Εγώ είμαι διατεθειμένος να αναλάβω την προστασία σου και να σου δώσω τέτοια μόρφωση και αξιώματα, ώστε όλοι να σε θαυμάζουν και να σε ζηλεύουν. Το μόνο που θέλω από σένα είναι να θυσιάσεις με ευγνωμοσύνη στους μεγάλους μας θεούς, οι οποίοι φρόντισαν να έρθεις εδώ και να ανοίξει τώρα η τύχη σου.

Ο μικρός Μάμας κατάλαβε την μεγάλη πανουργία του βασιλιά και με θάρρος του λέει:

- Βασιλιά μου, σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και την διάθεσή σου να με προστατέψεις. Θα ήθελα όμως να σε διαβεβαιώσω ότι μπορεί να μην έχω τους καλούς μου γονείς που εσείς σκοτώσατε, επειδή πίστευαν στο μόνο αληθινό Θεό, όμως, δεν είμαι και ορφανός. Με προστατεύει και με καθοδηγεί στο καλό και στην αρετή ο ουράνιος μου Πατέρας, ο Κύριος μου Ιησούς Χριστός. Εγώ Αυτόν αγαπώ μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου και μόνο Αυτόν θέλω να υπηρετώ σ’ αυτή τη γη.

Το θάρρος του Μάμα και η λεπτότητα του λόγου του εντυπωσίασαν τον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα. Κατάλαβε τώρα πως είχε μπροστά του ένα μικρό πανέξυπνο παλικάρι, το οποίο με την αφοπλιστική απλότητα και αθωότητα του, δεν ήταν εύκολο να το κερδίσει. Δεν έχασε όμως το θάρρος του και θέλησε να ξαναδοκιμάσει. Δεν ήθελε να φανεί σ’ όλους που παρακολουθούσαν τη δίκη ότι ένας ολόκληρος αυτοκράτορας δεν μπόρεσε να κερδίσει ένα μικρό παιδί. Με υποκριτική τακτική, ότι δήθεν σαν πατέρας του ενδιαφέρεται γι’ αυτόν, του λέει:

- Άκουσε καλό μου παιδί, είσαι πολύ μικρός για να ξέρεις καλύτερα από εμάς τους μεγάλους ποιο είναι το καλό για σένα. Καταλαβαίνω πως κάποιοι φρόντισαν να βγάλουν από τη ψυχή σου, από την μικρή σου ηλικία, το σεβασμό και την λατρεία των μεγάλων μας θεών. Είναι φανερό ότι σε ξεγέλασαν και σε παραπλάνησαν. Τώρα όμως που βρίσκεσαι μπροστά στον μοναδικό κυρίαρχο και βασιλιά όλου του κόσμου, τον Ρωμαίο αυτοκράτορα, πρέπει να με πιστέψεις, όλα αυτά που σου έμαθαν για το Χριστό είναι ψέματα. Οι καλοί μας θεοί περιμένουν να μετανοήσεις και να τους προσκυνήσεις, για να συγχωρήσουν την προηγούμενη ασέβειά σου.
- Βασιλιά μου, θα μπορούσα να πιστέψω στους θεούς του Ολύμπου, αν ήταν αληθινοί και εάν μας κατεύθυναν στο καλό και στην αρετή, ώστε να τους έχουμε ως πρότυπα στη ζωή μας. Ποιος όμως λογικός άνθρωπος μπορεί να τους έχει παράδειγμα προς μίμηση, όταν όλη η ζωή τους είναι γεμάτη από κάθε κακία, ψέμα, απάτη και ανηθικότητα; Βάλτε σε σύγκριση τις δυο αυτές θρησκείες, δηλαδή την ειδωλολατρική από τη μια και τη Χριστιανική από την άλλη και δείτε την τεράστια διαφορά που τις χωρίζει!
Ο βασιλιάς, ο οποίος με πολύ κόπο συγκρατούσε την οργή και το θυμό του απέναντι στο θαρραλέο νεαρό Χριστιανό, τον ρώτησε:

- Τι κακό μπορείς να βρεις στους μεγάλους μας θεούς και τους κατηγορείς τόσο άδικα Μάμα;

- Βασιλιά μου, όλοι οι άνθρωποι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι σ’ αυτή τη ζωή. Αυτό μπορούμε να το κατορθώσουμε εάν αγαπάμε ο ένας τον άλλο και σεβόμαστε τον συνάνθρωπό μας. Μέσα στην αγάπη δεν υπάρχει ψέμα, απάτη, βία, κλεψιά, κοροϊδία, ανηθικότητα και οποιαδήποτε άλλη κακία, η οποία καταστρέφει τις σχέσεις των ανθρώπων, όπως βλέπουμε να ζούνε οι θεοί του Ολύμπου αλλά μόνο ειλικρίνεια, καλοσύνη και σεβασμός ο ένας στον άλλο, ακόμα και σ’ αυτούς που εμείς νομίζουμε ότι είναι κατώτεροι μας. Για να υπάρξουν όμως όλες αυτές οι αρετές πρέπει απαραίτητα να παραδεχτούμε αυτό που κηρύττει η Χριστιανική πίστη, ότι είμαστε όλοι μας παιδιά ενός Θεού και μεταξύ μας όλοι αδέλφια.

Ο βασιλιάς, του οποίου η σύγκριση των δύο θρησκειών έγινε αντικείμενο έντονου προβληματισμού, συνέχισε να αντιλέγει, όχι τόσο για το νεαρό Χριστιανό, όσο γιατί έπρεπε να υπερασπιστεί, μπροστά στους άρχοντες που παρακολουθούσαν τη δίκη, την ειδωλολατρική θρησκεία και την Ρωμαϊκή εξουσία. Με εμφανή το θυμό στα λόγια του, λέει στο Μάμα:

- Τι θέλεις να πεις, ότι εμείς και οι δούλοι είμαστε το ίδιο και ότι πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε όπως και τους υπόλοιπους ελεύθερους ανθρώπους;

- Ναι, βασιλιά μου, αν θέλουμε να επικρατήσει στη γη αγάπη και δικαιοσύνη, όπως διδάσκει ο Κύριος μου Ιησούς Χριστός.

Τα συνετά λόγια του μικρού Μάμα διαδέχτηκε η οργισμένη απάντηση του αυτοκράτορα, ο οποίος τώρα έβγαλε το ψεύτικο προσωπείο της καλοσύνης του και με αυστηρότητα είπε στο Μάμα να αποφασίσει ποιον από τους δυο δρόμους θα ακολουθήσει. Θα θυσιάσει στα είδωλα και θα ελευθερωθεί ή θα συνεχίσει να πιστεύει στο Χριστό και θα βασανιστεί!
Ο Μάμας με θάρρος και δυνατή φωνή επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά τη σταθερή απόφαση του ότι είναι και θα παραμείνει Χριστιανός!

6. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Ο αυτοκράτορας γεμάτος οργή και θυμό, επειδή τόλμησε ένα μικρό παιδί να σηκώσει το Χριστιανικό παράστημά του και να απορρίψει τις βασιλικές διαταγές του, διέταξε αμέσως τους στρατιώτες του να τον βασανίσουν με μεγάλα και φοβερά μαρτύρια.
Σαν αρχή, τον έδεσαν πάνω σ’ ένα στύλο και άρχισαν να τον μαστιγώνουν αλύπητα με βούνευρα. Ο άγιος μάρτυρας σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται με όλη τη δύναμη της ψυχής του στο Βασιλιά του Ιησού Χριστό.
Ενώ οι δήμιοι κουράστηκαν να τον χτυπούν και αποκαμωμένοι έδωσαν τη θέση τους σε άλλους για να συνεχίσουν, ο Μάμας φαινόταν να απολαμβάνει σαν χάδι τα τρομερά χτυπήματα των δημίων. Ο Ιησούς ήταν εκεί κοντά στο μικρό του παιδί και το δυνάμωνε με τη Χάρη Του για να μην υποφέρει καθόλου.
Ο αυτοκράτορας, ο οποίος έβλεπε τον άγιό μας να υπομένει καρτερικά το φοβερό μαστίγωμα, νευρίασε πάρα πολύ και διέταξε άλλους στρατιώτες να ανάψουν λαμπάδες για να κατακάψουν το τρυφερό παιδικό σώμα του. Ήθελε να τον δει να ουρλιάζει από τον πόνο και να τον παρακαλεί για να τον ελευθερώσει.
Οι φωτιές όμως σεβάστηκαν τον άγιο μάρτυρα και δεν τον έκαιγαν. Ο Μάμας έμενε σώος και αβλαβής. Για το θαύμα αυτό ευχαριστούσε με προσευχές και δοξολογίες τον Κύριό του Ιησού Χριστό και ταυτόχρονα ονείδιζε την παραφροσύνη του αυτοκράτορα, που πίστευε σε μια ψεύτικη και δαιμονική θρησκεία.
Όλα αυτά έκαναν τον αυτοκράτορα να λυσσά από το κακό του και να ψάχνει να βρει βάσανα και μαρτύρια, που θα έκαναν το νεαρό Χριστιανό να υποφέρει.
Διέταξε όλους να πάρουν πέτρες και να τον λιθοβολούν. Σαν βροχή έπεφταν πάνω του οι πέτρες. Εκείνες, όμως, μόλις άγγιζαν το κορμί του αγίου, έπεφταν αμέσως κάτω, λες και ήταν τριαντάφυλλα, χωρίς να μπορούν να του κάνουν κανένα κακό.
Όταν ο βασιλιάς είδε πως κανένα μαρτύριο δεν μπορούσε να του κάνει κακό, διέταξε να δέσουν στο λαιμό του μια μεγάλη μολυβένια σφαίρα (μπάλα) και να τον ρίξουν στη θάλασσα.
Στο δρόμο όμως, καθώς οι στρατιώτες οδηγούσαν τον άγιό μας στη θάλασσα, άγγελος Κυρίου, με αστραφτερή όψη και φοβερή μορφή, παρουσιάστηκε στους στρατιώτες και τους διέταξε να αφήσουν το άγιο Μάμα ελεύθερο.
Αυτοί, τρομοκρατημένοι και φοβισμένοι από την αγγελική παρουσία, τράπηκαν σε φυγή και άφησαν τον άγιό μας μόνο.
Ο ουράνιος επισκέπτης είπε στον ένδοξο μάρτυρα να ανέβει στο βουνό της Καισάρειας και να παραμείνει εκεί. 

7. ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΖΩΑ
Ο άγιος Μάμας, κάνοντας υπακοή στο θέλημα του Θεού, ήρθε πάνω στο ψηλό βουνό της Καισάρειας και παρέμεινε εκεί. Με τις πέτρες που μάζεψε από κει τριγύρω, έχτισε ένα μικρό σπιτάκι για να μένει και για να προσεύχεται στον παντοδύναμο Θεό.
Στο μικρό σπιτάκι του μαζευόντουσαν από τα γύρω δάση πολλά ζώα, τα οποία πλησίαζαν τον άγιο άφοβα για να τα αρμέξει και έτσι να συντηρείται στη ζωή από το γάλα τους και από το τυρί που μ’ αυτό έφτιαχνε. Μάλιστα, για τον εαυτό του κρατούσε μόνο όσο χρειαζόταν για να ζήσει και τα υπόλοιπα τα μοίραζε στους φτωχούς της Καισάρειας, όποτε κατέβαινε από το βουνό.
Ανάμεσα στα ζώα που τον επισκέπτονταν ήταν και πολύ άγρια ζώα, των οποίων όμως η συμπεριφορά ήταν ήρεμη, λες και ήταν κατοικίδια ζώα. Ζούσαν όλα τα ζώα μαζί με τον άγιο όπως ακριβώς ζούσε ο Αδάμ με αυτά μέσα στον Παράδεισο. Όλο το σκηνικό σου θύμιζε την προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου, όπου άνθρωπος και ζώα ζούσαν αρμονικά μεταξύ τους σαν να ήταν όλοι φίλοι.
Όταν η χάρις του Θεού κατασκηνώσει σ’ έναν άνθρωπο, όλη η κτίση τον σέβεται και τον αγαπά. Και τον Μάμα, επειδή τον στόλιζε η χάρις του Θεού, τον αγαπούσε όλη η κτίση και όλα τα ζώα, ακόμα και τα πιο επικίνδυνα.
Μέσα στο πανέμορφο δάσος του πιο ψηλού βουνού της Καισάρειας, όπου ο άγιος κατοικεί παρέα με τα άγρια ζώα, άκουγες συχνά τους ωραίους ύμνους στο Θεό που έψαλλε διαρκώς το αγιασμένο αυτό παλικάρι.
Οι κυνηγοί, που κατά διαστήματα περνούσαν από κει για να κυνηγήσουν, πολλές φορές τον είδαν να κάθεται παρέα με τα φοβερά αυτά ζώα, όπως αρκούδες, λιοντάρια και άλλα, κοντά στα γάργαρα νερά που έτρεχαν ήρεμα μέσα στα βουνίσια ρυάκια και θαύμαζαν το μεγάλο αυτό χάρισμα του νεαρού Χριστιανού. Στην αρχή είχαν τρομάξει, μετά όμως τους καθησύχασε ο άγιος μας να μη φοβούνται, γιατί ήταν φίλοι του. Τους παρακαλούσε μάλιστα και οι ίδιοι να τα αγαπούν και να μην τα σκοτώνουν.
Το μεγάλο αυτό χάρισμα που είχε, διαδόθηκε πολύ γρήγορα στην Καισάρεια και όλοι τον τιμούσαν και τον αγαπούσαν ως άνθρωπο του Θεού.
Εκείνος πάλι, όποτε έβρισκε ευκαιρία, μιλούσε συνέχεια για τον πολυαγαπημένο του βασιλιά, τον Κύριο Ιησού. Ήταν τα λόγια του τόσο μεστά σοφίας και τόσο πειστικά, που πολλοί άνθρωποι εγκατέλειπαν τη θρησκεία των ειδώλων και γινόντουσαν Χριστιανοί.

8. ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΖΩΑ
Η μεγάλη χριστιανική δράση του Μάμα δεν ξέφυγε της προσοχής του Ρωμαίου διοικητή της Καππαδοκίας. Εξάλλου, όλη η Καππαδοκία μιλούσε για το νεαρό Χριστιανό, ο οποίος ζούσε στα βουνά συντροφιά με τα άγρια ζώα.
Ηγεμόνας τότε σ’ όλη την Καππαδοκία ήταν ο Αλέξανδρος, ένας άνθρωπος πολύ σκληρός και ασεβής. Όταν αυτός έμαθε για τον άγιο Μάμα, διέταξε αμέσως να τον φέρουν μπροστά του.
Μια ένοπλη ομάδα στρατιωτών ανέβηκε στο βουνό της Καισάρειας για να τον βρει και να τον συλλάβει.
Την ώρα που προσευχόταν μέσα στο δάσος ο άγιος Μάμας, άγγελος Κυρίου τον πληροφορεί ότι ήρθαν στρατιώτες για να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στο Ρωμαίο διοικητή. Του είπε επίσης ότι θα τραβήξει πολλά μαρτύρια για την πίστη και την αγάπη του στο Χριστό και στο τέλος θα έχει μαρτυρικό θάνατο.
Ο άγιος χάρηκε πολύ γι’ αυτά που του είπε ο άγγελος και πήγε προς συνάντηση των διωκτών του.
Όταν τους συνάντησε, εκείνοι χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτός ήταν ο Μάμας, τον ρώτησαν αν γνωρίζει το νεαρό αυτό Χριστιανό και που θα τον βρουν.
Ο άγιος, επειδή τους είδε κατακουρασμένους και πολύ πεινασμένους, τους είπε:

- Κατεβείτε φίλοι μου πρώτα από τα άλογα για να ξεκουραστείτε λίγο. Ελάτε να σας δώσω κάτι να φάτε μια και είστε πολύ πεινασμένοι και ύστερα θα σας οδηγήσω σ’ αυτόν που εσείς ψάχνετε.

Οι στρατιώτες βρήκαν καλή την ιδέα αυτή και κατέβηκαν από τ’ άλογα για να ξεκουραστούν και να φάνε κάτι από τα χέρια εκείνου που ήθελαν να συλλάβουν.
Ο άγιος τους έδωσε ψωμί και μπόλικο τυρί για να φάνε καλά, καθώς και γάργαρο νερό από την κοντινή πηγή για να ξεδιψάσουν. Εκείνοι δεν έβρισκαν λόγια να τον ευχαριστήσουν για την τέλεια φιλοξενία και το καλό φαγητό!
Την ώρα όμως που ξάπλωσαν κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι για να χωνέψουν και να απολαύσουν το πανοραμικό τοπίο, είδαν άγρια ζώα να έρχονται κατά τη συνήθειά τους στον άγιό μας και τρόμαξαν πολύ.
Αμέσως πήραν θέσεις μάχης και σήκωσαν τα ακόντια τους για να τα σκοτώσουν. Όταν όμως, τα είδαν να πλησιάζουν ήρεμα τον άγιο μας και να του γλύφουν τα πόδια σαν πιστά σκυλάκια, ακόμα και οι αρκούδες και τα λιοντάρια, ξεφοβήθηκαν και κατέβασαν τα ακόντιά τους.

- Μη φοβάστε, είναι φίλοι μου. Δεν πρόκειται να σας κάνουν κακό! είπε ο άγιος.
Οι στρατιώτες κοιτούσαν με έκπληξη και θαυμασμό αυτό το απίστευτο γεγονός που γινόταν μπροστά στα μάτια τους. Έτσι, δεν παραξενεύτηκαν ιδιαίτερα όταν γύρισε προς το μέρος τους ο άγιος Μάμας και τους συστήθηκε:

- Εγώ είμαι αυτός που εσείς ζητάτε να βρείτε. Πηγαίνετε στην πόλη κι έρχομαι κι εγώ γρήγορα.

Οι στρατιώτες, που είχαν εν τω μεταξύ αγαπήσει αυτό το αξιοθαύμαστο παλικάρι, έφυγαν, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στα λόγια του αγίου μας, ότι θα τους συναντήσει σύντομα στην άκρη της πόλης. 

9. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ
Ο άγιος μας, αφού τέλειωσε ότι έκανε κατά τη συνήθειά του με τα άγρια ζώα και, αφού πρώτα προσευχήθηκε πολύ στο Χριστό για να τον ενισχύσει σε ότι θα ακολουθούσε, κατέβηκε γρήγορα από το βουνό για να συναντήσει τους στρατιώτες στον τόπο που συμφώνησαν. 
Εκείνοι, στεναχωρημένοι που θα παρέδιδαν στο Ρωμαίο διοικητή για βασανιστήρια ένα τέτοιο θαυμάσιο παλικάρι, πήραν τον άγιο μας και τον έφεραν στο διοικητήριο.
Άφησαν τον άγιο μας στα χέρια του διοικητή τους Αλέξανδρου και αυτοί φρόντισαν να μαθευτούν παντού αυτά που είδαν εκεί ψηλά στο βουνό με τα άγρια ζώα.
Ο Αλέξανδρος, ένας σκληρός και τυπικός Ρωμαίος διοικητής, ξεκίνησε αμέσως την ανάκριση.

- Εσύ είσαι, νεαρέ μου, ο περίφημος μάγος Μάμας;

- Εγώ είμαι ο δούλος του Χριστού Μάμας, του απάντησε με θάρρος ο άγιος. Πιστεύω στο Χριστό, Τον οποίο αγαπώ και λατρεύω μ’ όλη μου την καρδιά, αλλά δεν είμαι μάγος. Τους μάγους και τους ειδωλολάτρες, που ασχολούνται και οι δυο με έργα σατανικά, τα καταδικάζει η χριστιανική μου πίστη.

- Αφού δεν είσαι μάγος, με ποιο τρόπο τότε τα άγρια ζώα τα κάνεις να σου συμπεριφέρονται σαν να ήταν ήρεμα και λογικά;
Ο άγιος, ο οποίος βρήκε άλλη μια ευκαιρία για να σχολιάσει το μεγαλείο της πίστης στον ένα και αληθινό Θεό, του είπε:

- Εδώ βρίσκεται ακριβώς η παντοδυναμία του αληθινού Θεού. Τα άγρια αυτά ζώα, ενώ δεν έχουν λογική σαν τον άνθρωπο, όμως, νιώθουν και αναγνωρίζουν αυτόν που πιστεύει στον ένα και αληθινό Θεό και τον σέβονται. Εσείς, αν και είστε άνθρωποι με λογική, δεν θέλετε να καταλάβετε τα θαυμάσια του Θεού και να Τον δοξάσετε. Απεναντίας, λατρεύετε τα άψυχα είδωλα των ψεύτικων θεών σας και γίνεστε έτσι υποχείριοι του αρχηγού των σκοτεινών δυνάμεων, του σατανά. 

10. ΤΑ ΝΕΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ 
Ο ηγεμόνας δεν μπόρεσε ν’ αντέξει τα συνετά και σοφά λόγια του αγίου Μάμα και φανερά προσβεβλημένος από τις καυστικές παραινέσεις του νεαρού Χριστιανού, διέταξε να τον βασανίσουν αμέσως με σκληρά και φριχτά μαρτύρια.
Έδεσαν οι δήμιοι τον άγιο πάω σ’ ένα στύλο και άρχισαν να σχίζουν το παιδικό του σώμα με σιδερένια νύχια.
Παρά τους φοβερούς πόνους, που του προξενούσε το απάνθρωπο αυτό μαρτύριο, ο άγιός μας ενισχυμένος από άγγελο Κυρίου, έδειχνε καρτερία και υπομονή. Το σώμα του είχε γίνει μια αιματοβαμμένη πληγή, όταν ακούστηκε από τον ουρανό μια αγγελική φωνή να δίνει θάρρος στον άγιο μας. Τη φωνή αυτή την άκουσαν πολλοί Χριστιανοί που παρακολουθούσαν με λύπη τα βασανιστήρια του αγίου μας και ενισχύθηκαν και αυτοί περισσότερο, ώστε να μείνουν ακλόνητοι στη χριστιανική τους πίστη.
Ο Αλέξανδρος, όταν είδε ότι με αυτό το μαρτύριο δεν κατάφερε τίποτε, διέταξε να ετοιμάσουν ένα μεγάλο καμίνι και, αφού το πυρώσουν καλά, να ρίξουν τον άγιο Μάμα μέσα. Μέχρι, όμως, να ετοιμαστεί το καμίνι, τον έκλεισε μέσα σε μια φοβερή και κατασκότεινη φυλακή για να σπάσει το ηθικό του.
Μέσα στην ίδια φυλακή, ο ασεβής Αλέξανδρος είχε κλείσει και άλλους σαράντα Χριστιανούς μάρτυρες.
Ο άγιός μας είδε τα πολυβασανισμένα πρόσωπα εκείνων των αγίων μαρτύρων με το πλήθος τις πληγές πάνω τους και στεναχωρήθηκε πολύ.
Γονάτισε στην προσευχή και παρακάλεσε τον γλυκύ του Κύριο να σπλαχνιστεί τα βασανισμένα Του παιδιά και να τα ελευθερώσει.
Ο Θεός άκουσε την παράκληση του αγίου μας και άγγελος Κυρίου κατέβηκε στη φυλακή. Άνοιξε τις πόρτες της φυλακής και είπε στους σαράντα αγίους μάρτυρες να φύγουν.
Ο ίδιος άγγελος έμεινε κοντά στον άγιο μας για να τον ενισχύσει στα επόμενα μαρτύρια και να του αποκαλύψει την απέραντη ευτυχία του Παραδείσου, που ο Κύριος μας θα χαρίσει σ’ όλους εκείνους που Τον πιστεύουν και Τον αγαπούν. 

11. ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Όταν ετοιμάστηκε το καμίνι και η φωτιά μέσα σ΄ αυτό έγινε φοβερά μεγάλη, έστειλε ο Αλέξανδρος τους στρατιώτες του να φέρουν μπροστά του τον άγιό μας.

- Τι λες τώρα, Μάμα; Έβαλες μυαλό; Κοίταξε καλά τη φοβερή φωτιά! Θα θυσιάσεις στα είδωλα ή θα σε ρίξω μέσα να καείς;

- Εγώ, άρχοντά μου, σου το είπα αλλά και πάλι θα σου το ξαναπώ. Αγαπώ τον Χριστό μου με όλη τη δύναμη της καρδιάς μου και Αυτόν μόνο λατρεύω. Εγώ θα σου πρότεινα να Τον πιστέψεις και συ, αν θέλεις να είσαι πραγματικά ευτυχισμένος και σ’ αυτή τη ζωή αλλά και στην μέλλουσα. Αν πάλι δεν θέλεις να πιστέψεις στην αλήθεια αλλά επιμένεις να παραμένεις δέσμιος στα φοβερά σκοτεινά δεσμά του σατανά, είμαι έτοιμος και στη φωτιά τώρα να μπω, για να γνωρίσεις τη μεγάλη δύναμη του Θεού μου!

Τα λόγια αυτά του αγίου μας θύμωσαν ακόμα πιο πολύ τον σκληροτράχηλο και ασεβή διοικητή. Γι’ αυτό και διέταξε να ρίξουν αμέσως μέσα στο καμίνι της φωτιάς τον Μάμα.
Για άλλη μια φορά επεμβαίνει ο Θεός να σώσει τον πιστό Του δούλο. Όπως κάποτε διαφύλαξε τους τρεις παίδες από τη φωτιά, στην οποία τους είχε πετάξει ο βασιλιάς της Βαβυλώνας ο Ναβουχοδονόσωρ, έτσι και τώρα, διαφυλάττει ο Κύριος μας και τον άγιο Μάμα από τη φωτιά στην οποία τον πέταξε ο ασεβής ηγεμόνας της Καππαδοκίας, Αλέξανδρος.
Άγγελοι Κυρίου κατέβηκαν μέσα στο φοβερό καμίνι της φωτιάς και προστάτεψαν το νεαρό Χριστιανόπουλο. Εκείνο, χαρούμενο από την παρουσία των αγίων αγγέλων, άρχισε να ψάλλει δυνατά, μαζί μ’ εκείνους, ύμνους ευχαριστίας και δοξολογίας.
Αφού πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να καταλαγιάσει η δύναμη της φωτιάς και να χαμηλώσουν οι τεράστιες φλόγες, διέταξε ο Αλέξανδρος τους στρατιώτες να δουν αν απόμεινε κανένα ίχνος από το καμένο σώμα του αγίου μας. Ήταν σίγουρος ότι μ’ αυτή την φωτιά δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει τίποτε από το παιδικό σώμα του Μάμα.
Οι στρατιώτες, όταν πια η φωτιά είχε αρκετά σιγανέψει, ήρθαν κοντά για να δουν αν είχε απομείνει τίποτε από τον άγιό μας. Όσο πλησίαζαν κοντά στο καμίνι, άκουγαν μελωδικές ψαλμωδίες να βγαίνουν μέσα απ’ αυτό. Έκπληξη και απορία κατέλαβε τους πάντες. Ήταν τόσο γλυκές και τόσο μελωδικές αυτές οι ψαλμωδίες, που ποτέ στη ζωή τους δεν είχαν ξανακούσει. Η περιέργεια τους έφερε όλους πιο κοντά για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια το μεγάλο θαύμα. Ο άγιός μας στεκόταν στη μέση της φωτιάς, χωρίς αυτή να μπορεί να τον πειράξει, και από πίσω αγγελόμορφες υπάρξεις που τον σκέπαζαν και τον προστάτευαν. Από τα στόματά τους έβγαινε μια παναρμόνια μελωδία, που πλημμύρισε τον τόπο και μαρτυρούσε τα μεγαλεία του Θεού.
Το μεγάλο αυτό θαύμα στερέωσε ακόμα περισσότερο την πίστη όσων Χριστιανών παρακολουθούσαν το μαρτύριο του αγίου μας αλλά και έπεισε πολλούς ειδωλολάτρες για τη δύναμη της πίστης στον ένα και μοναδικό Θεό που πίστευαν οι Χριστιανοί.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί να πιστέψουν στο Χριστό και να εγκαταλείψουν τη ψεύτικη θρησκεία των ειδώλων.
Ο ηγεμόνας τα είχε χαμένα. Του είχε σκοτίσει ο δαίμονας τόσο πολύ το νου, ώστε δεν ήθελε να παραδεχτεί τα θαυμάσια μεγαλεία του αληθινού Θεού αλλά φώναζε και ισχυριζόταν πως όλα αυτά είναι μάγια και ο Μάμας είναι μεγάλος μάγος!
Αλίμονο στον άνθρωπο εκείνο, που ο σατανάς τον δέσει με τα σκοτεινά δεσμά της πλάνης και δεν μπορεί να δει την αλήθεια!
Όλος ο κόσμος ομολογούσε τη μεγάλη δύναμη του Χριστού και ο ασεβής Αλέξανδρος πίστευε ότι όλα αυτά ήταν μάγια. Τι φοβερή τύφλωση του νου! 

12. ΤΟΝ ΡΙΧΝΟΥΝ ΣΤΑ ΘΗΡΙΑ 
Ουρλιάζοντας από το κακό του, που δεν μπόρεσε να κάνει κανένα κακό στον άγιό μας, σκέφτηκε να δοκιμάσει και τα πεινασμένα άγρια θηρία, που άφηναν μέσα στο στάδιο ελεύθερα για να κατασπαράζουν τους Χριστιανούς.
Διέταξε λοιπόν τους στρατιώτες του να φέρουν τον άγιο Μάμα μέσα στο στάδιο και να αφήσουν ελεύθερα κατ’ επάνω του όλα τα άγρια θηρία που είχαν κλεισμένα και πεινασμένα στα κλουβιά.
Πράγματι, όλα τα άγρια σαρκοφάγα θηρία όπως, λιοντάρια, αρκούδες, πάνθηρες, ξεχύθηκαν με ορμή καταπάνω στον άγιό μας. Η αγωνία όλων είχε κορυφωθεί. Ο Αλέξανδρος μαζί με τους ειδωλολάτρες αυλικούς του, παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα να δουν τι θα γίνει.
Τα θηρία έτρεχαν με ορμή και με τέτοια φοβερά μουγκρητά, που σου πάγωναν το αίμα. Μόλις όμως έφθασαν κοντά στο νεαρό Χριστιανόπουλο, αντί να του ξεσχίσουν τις σάρκες, άρχισαν να κυλιούνται κατά γης, λες και ήθελαν να παίξουν μαζί του σαν φίλοι και να του γλύφουν τα πόδια του. Νόμιζε κανείς πως τα είχε εξημερώσει.
Το πλήθος του κόσμου, που παρακολουθούσε μέχρι τότε με αγωνία το όλο σκηνικό, ξέσπασε τώρα σε χειροκροτήματα και σε δυνατές φωνές χαράς και ενθουσιασμού. Όλοι ομολογούσαν με παρρησία, πως είναι μεγάλος και δυνατός ο Θεός των Χριστιανών.
Πολλοί από το πλήθος φώναζαν στον άγιό μας και διεκήρυτταν φανερά και με θάρρος πως εγκαταλείπουν τα είδωλα και πιστεύουν στο Θεό του Μάμα! 

13. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Ο ασεβής Ρωμαίος ηγεμόνας Αλέξανδρος τα βλέπει όλα αυτά και παθαίνει υστερική κρίση. Ένα νεαρό παλικάρι κατάφερε να τον γελοιοποιήσει και να αποδείξει ως ανύπαρκτη την ειδωλολατρική θρησκεία και ανίκανη τη Ρωμαϊκή εξουσία του.
Πήγε να σκοτώσει ένα νεαρό Χριστιανό και εκατοντάδες ειδωλολάτρες έγιναν Χριστιανοί, εξαιτίας του μικρού αυτού παιδιού.
Φωνάζει τότε κοντά του ένα στρατιώτη και τον διατάζει να οδηγήσει τον άγιό μας δεμένο έξω από την πόλη και να τον σκοτώσει.
Στην απόφαση αυτή του ηγεμόνα ο άγιος μας ένιωσε μεγάλη χαρά, γιατί σε λίγο θα ήταν κοντά στον πολυαγαπημένο του Βασιλιά, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, στη Βασιλεία των Ουρανών.
Ήρθε πλέον η ώρα να γνωρίσει στον Ουρανό και τους αγαπημένους του γονείς, που πέθαναν μαρτυρικά μέσα στη φυλακή, την ημέρα που αυτός γεννήθηκε. Ήθελε να χαρεί μαζί τους την ουράνια χαρά και ευτυχία του Παραδείσου.
Όταν έφθασαν στην ερημική τοποθεσία που ο στρατιώτης θα τον σκότωνε, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τα χείλη του ψέλλισαν το γλυκύτατο όνομα του πολυαγαπημένου του Θεού.

- Ιησού μου! Ιησού μου! Πολυαγαπημένε μου Βασιλιά, δέξου το παιδί Σου στην πατρική Σου αγκαλιά!

Δεν πρόλαβε να τελειώσει καλά - καλά την προσευχή του, όταν ο δήμιος έριξε το ακόντιο του πάνω στο μικρό Χριστιανόπουλο.
Το ακόντιο του τρύπησε την κοιλιά και του προξένησε θανατηφόρο τραύμα.
Ο δήμιος, αφού έβγαλε το ακόντιο από την κοιλιά του Μάμα, έφυγε, για να τον αφήσει να πεθάνει μόνος του σ’ εκείνη την ερημιά.
Ο μικρός μάρτυρας, κρατώντας στα χέρια τα σπλάχνα του, που είχαν χυθεί έξω από το φοβερό αυτό τραύμα, περπάτησε με κόπο και ήρθε σε μια σπηλιά, που ήταν εκεί κοντά. Έπειτα ξάπλωσε στο χώμα και παρέδωσε την αγιασμένη του ψυχή στα χέρια του Πλάστη και Θεού του.
Πάνω απ’ αυτή τη σπηλιά, όπου ο άγιός μας άφησε την τελευταία του πνοή, έχτισαν λίγο αργότερα οι Καισσαρείς μεγάλο και ωραίο Ναό στο όνομα του αγίου μας.
Στο Ναό αυτό βρέθηκε κάποτε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και αναφώνησε παρόντος ενός άλλου μεγάλου αγίου, του Μ. Βασιλείου, έναν περίφημο πανηγυρικό λόγο στον άγιο Μάμα.
Η ημέρα που μαρτύρησε ο άγιος Μάμας ήταν η 2α Σεπτεμβρίου.
Την ημέρα αυτή όρισε και η αγία μας Εκκλησία να εορτάζεται με ύμνους και πανηγύρια η μνήμη του μικρού ένδοξου αυτού Μάρτυρα.
Για την μεγάλη αγάπη που είχε σ’ όλα τα ζώα, οι βοσκοί τον έχουν προστάτη στα ποίμνιά τους.
Στις εικόνες του πολλές φορές παρουσιάζεται να κρατά στην αγκαλιά του ένα μικρό ελαφάκι. Συμβολίζει την απλότητα και αθωότητα του αγίου.
Είθε ο πολυεύσπλαχνος Θεός, με τις πρεσβείες του θαυματουργού αγίου Μάμα, να αξιώσει και εμάς της Ουρανίας Βασιλείας Του.

___________________________
(Βίος υπό του π. Ελπιδίου Βαγιανάκη, Εκδόσεις Φως Χριστού)


 
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τῆς Παφλαγόνου τὸ κλέος, καὶ Γαγγραίων τὸ στήριγμα, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Κυπρίων, ἀνεδείχθης, Μάμα ἔνδοξε. Τὴν Θάλασσαν διῆλθες ὥσπερ ζῶν, καὶ ταύτης τρικυμίας χαλινῶν, θαυμασίως λάρνακά σου, Μόρφου τὴ πάλει, Μάρτυς κατεστήριξας- διὸ ἐν τὴ μνήμη σου, σοφέ, εὐῶδες μύρον βρύει ἐξ αὐτῆς. Δόξα Θεῶ τῷ ἐνεργούντι, διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.