Οταν νιώσεις καθαρός και χαλαρός,
σταματάς τις αμαρτίες και τα λάθη!
Όταν όμως νιώσεις αυτή την αθωότητα της ύπαρξής σου, ότι είσαι αγαπημένο παιδί του Θεού, πως, ό,τι και αν κάνεις, σ' αγαπάει ο Θεός κι έχεις μεγάλη ομορφιά μέσα σου, λαμπρότητα, ακτινοβολία, χάρη, όταν αισθάνεσαι σαν να βγαίνεις από ένα μπάνιο, φρεσκοπλυμένος, καθαρός, ευωδιαστός, τότε -με τέτοια αίσθηση καθαρότητας και αγνότητας-, αν σου δώσουν κάτι βρόμικο να αγγίξεις, δεν μπορείς να το ακουμπήσεις. «Οχι, δεν μπορώ. Εγώ τώρα πλύθηκα. Νιώθω καθαρός. Δεν μπορώ να πιάσω αυτό που μου δίνεις».
Όταν νιώσεις καθαρός και χαλαρός μέσα στην καθαρότητά αυτή και αισθανθείς πόσο ωραίο πράγμα είναι να είσαι καθαρός, τότε σταματάς τις αμαρτίες και τα λάθη. Όχι όταν νιώθεις διαρκώς ένοχος, βρόμικος και ανάξιος. Το καταλαβαίνεις; Να θυμάσαι αυτό που τώρα σου λέω: όταν νιώσεις καθαρός, τότε σταματάς να πιάνεις τις βρομιές αυτού του κόσμου. Διότι τότε το μυαλό σου κινείται σε άλλους χώρους. Ενώ, όταν νιώσεις ένοχος, συνεχίζεις τα ίδια. Διότι η ψυχολογία της ενοχής σε κάνει να κινείσαι άνετα σε καινούργιες πράξεις κακίας, που θα φέρουν και νέα ενοχή.
Θέλω να κοιτάω το φως. Θέλω να στοχεύω στον ήλιο. Θέλω να στοχεύω στον Χριστό. Και να μην ασχολούμαι συνέχεια με τα λάθη του παρελθόντος. Να το θυμάσαι: ενοχές διαρκείας φέρνουν νέες αμαρτίες. Όταν όμως οι ενοχές κοπούν διά της εξομολογήσεως, τότε αλλάζουν και οι επιλογές σου. Όταν εξομολογηθείς και αισθανθείς αυτή την καθαρότητα που χαρίζει πάλι ο Χριστός και πεις: «Τελείωσαν αυτά. Όσα έκανα ανήκουν σε μια άλλη εποχή. Τα είπα, συζήτησα, εξομολογήθηκα, έκλαψα, μετάνιωσα. Πιστεύω στη δύναμη του μυστηρίου. Δέχομαι μέσα μου ότι ο Χριστός με συγχωρεί και με αγαπάει. Κι αποδέχομαι την άφεση που μου χαρίζει».
Είναι αδιανόητο αυτό που παρατηρώ μερικές φορές. Άνθρωποι που κοινωνούν στις 10 το πρωί είναι ύστερα από λίγη ώρα πάλι χάλια! Τους μιλάς, τους ρωτάς πώς είναι και η απάντησή τους: «Ασ' τα, δεν είμαι καλά. Όπως με ξέρεις. Είμαι μες στα χάλια και στις αμαρτίες μου». Πού πήγε όμως αυτό που σου είπε ο ιερέας στις 10 το πρωί, την ώρα που πήγες να πάρεις τον Κύριο κι άνοιξες το στόμα σου; Εκείνη την ώρα άκουσες: «Σώμα και Αίμα Χριστού, εις άφεσίν σου αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». Πού χάθηκε αυτό που άκουσες; Αυτή η άφεση, αυτή η αγάπη, αυτή η αποδοχή και χάρη και δωρεά πού πήγαν; Δύο ώρες από τη στιγμή που κοινώνησες κάθεσαι και λες: «Είμαι ένα χάλι, ένας ανάξιος, είμαι μες στις ενοχές μου». Και η άφεση του Χριστού; Μπήκε μέσα σου ή δεν μπήκε; Την προσέλαβες; Την αφομοίωσες; Την έζησες; Δοξολόγησες τον Χριστό; Άφησες αυτό το φως να κατακλύσει την ύπαρξή σου και να σου δώσει χαρά; Φρόντισες ώστε να κρατήσει αυτή η χαρά όχι για μία ημέρα μα για όλη τη ζωή σου;