Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΣΩΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ
Η Αγία Ευδοκία γεννήθηκε από γονείς Σαμαρείτες. Έζησε κατά τους χρόνους του χριστιανομάχου βασιλιά Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.), στην Ηλιούπολη, επαρχία της Λιβανησίας της Φοινίκης. Ήτανε νέα ωραιοτάτη, εκπληκτική καλλονή. Λίγο η ομορφιά της, λίγο οι κολακείες των θαυμαστών, την κάνανε υπερήφανη, αλαζονική και χωρίς σωφροσύνη.
Συνετέλεσε σ' αυτό και το γεγονός ότι δεν είχε διόλου στήριγμα πίστεως. Άνηκε στην ειδωλολατρία, δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον Χριστό. Εύκολα λοιπόν μπόρεσε ο Σατανάς να την σπρώξει στην επάρατη αμαρτία της πορνείας.
Η Αγία Ευδοκία γεννήθηκε από γονείς Σαμαρείτες. Έζησε κατά τους χρόνους του χριστιανομάχου βασιλιά Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.), στην Ηλιούπολη, επαρχία της Λιβανησίας της Φοινίκης. Ήτανε νέα ωραιοτάτη, εκπληκτική καλλονή. Λίγο η ομορφιά της, λίγο οι κολακείες των θαυμαστών, την κάνανε υπερήφανη, αλαζονική και χωρίς σωφροσύνη.
Συνετέλεσε σ' αυτό και το γεγονός ότι δεν είχε διόλου στήριγμα πίστεως. Άνηκε στην ειδωλολατρία, δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον Χριστό. Εύκολα λοιπόν μπόρεσε ο Σατανάς να την σπρώξει στην επάρατη αμαρτία της πορνείας.
Κυριευμένη λοιπόν από τον Σατανά η Ευδοκία άνοιξε διαφθορείο, όπου
δεχόταν πλήθος πελατών που την επιθυμούσαν για την πράξη της αμαρτίας.
Μέσα σε λίγο χρόνο είχε συγκεντρώσει η Ευδοκία με την αμαρτωλή της ζωή
μυθώδη ποσά. Είχε γίνει προς χαρά του χαιρέκακου Σατανά πάμπλουτη. Και
με την αφθονία του πλούτου είχε εξασφαλίσει ζωή στο έπακρο θορυβώδη και
σπάταλη, γεμάτη ανέσεις και αμαρτίες.
Αυτή όμως η ωραία, το απολωλός πρόβατο, παρά την φοβερή πτώση, είχε
καλή ψυχή κατά βάθος. Ήταν καλοπροαίρετη. Γι' αυτό και ο Κύριος, που
είναι γεμάτος οικτιρμούς και αγάπη, δεν επρόκειτο να την αφήσει
αιχμάλωτη του Διαβόλου αλλά προετοίμαζε την ελευθερία της.
ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ
Όργανο της θείας βουλής και της θείας χάριτος για την σωτηρία της
αμαρτωλής νέας ήτανε ένας Χριστιανός Μοναχός που τ' όνομά του ήτανε
Γερμανός. Ο Μοναχός αυτός, ευσεβής και ενάρετος, ερχόταν από ξένο τόπο
και ταξίδευε προς την Πατρίδα του. Περνώντας όμως από το μέρος που ζούσε
η Ευδοκία έκανε ένα μικρό σταθμό. Και η θεία πρόνοια οικονόμησε έτσι τα
πράγματα ώστε να μείνει σ' ένα δωμάτιο που ήταν δίπλα στην κατοικία της
Ευδοκίας. Στο δωμάτιο αυτό ο Μοναχός για να ωφελήσει και τους
οικοδεσπότες του τους διάβαζε μεγαλόφωνα για την ημέρα της Κρίσεως, την
Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αυτά που διάβαζε ο Μοναχός τα άκουγε και η
Ευδοκία από το παράθυρο της και ήταν η αφορμή για να συνταραχθεί
ολόκληρη. Να πλημμύρισε η καρδιά της από αγωνία. Συλλογιζόταν το τραγικό
τέλος των αμαρτωλών, το φρικτό τίμημα της αμαρτίας. Και στα όσα διάβαζε
ο Μοναχός έβλεπε εκείνη με συντριβή το ελεεινό κατάντημα της. Την
επόμενη ημέρα πήγε η Ευδοκία στον Μοναχό ώστε να της εξηγήσει τι
σημαίνουν όλα αυτά που διάβαζε εχθές το βράδυ. Ο Μοναχός αφού της
εξήγησε και κατόπιν έμαθε ποια είναι και αφού είδε την συντριβή μέσα της
της είπε κατόπιν:
— Αν θέλεις να σωθείς, πρέπει να κάνεις δύο πράγματα. Πρώτα να
βαπτιστείς. Το βάπτισμα καθαρίζει όλους τους ρύπους και τους μολυσμούς
των αμαρτιών. Δεύτερον να σκορπίσεις καλά τον πλούτο που απέκτησες. Να
τον μοιράσεις με χαρά στους φτωχούς και τότε θα σου δώσει ο Δεσπότης
Χριστός σαν πλουσιόδωρος Βασιλεύς, αντί του βίου τούτου που φθείρεται
και τρέχει, πλούτο ανεκτίμητο, βίο που δεν τελειώνει ποτέ. θα σε
συναριθμήσει μαζί με τις αγίες Παρθένες και θα συμβασιλέψεις με το
Χριστό στον αιώνα.
Βούρκωσαν τα μάτια της Ευδοκίας. Η εξωτερική της ανησυχία φανέρωνε την
τρικυμία της ψυχής της, που ξεσηκώθηκε από τις τύψεις της συνειδήσεως
και τον πόθο της σωτηρίας. Σε μια στιγμή, ρωτάει πάλι τον Μοναχό:
—Και ποιος με βεβαιώνει, ότι όσα μου είπες είναι αλήθεια; Δηλαδή τα
αγαθά που κληρονομούν στον Παράδεισο, όσοι καταφρονήσουν τα πρόσκαιρα,
για να βρω και εγώ στο Χριστό; Να δουλεύω όλες τις ημέρες της ζωής μου
και να γίνω υπόδειγμα μετανοίας σε πολλούς αμαρτωλούς;
—Αν θέλεις, να βεβαιώσεις, κόρη μου, είπε πάλι ο Μοναχός, βγάλε αυτά τα
πολυτελή ενδύματα και όλα τα στολίδια που φορείς και να ντυθείς φτωχικά
και καταφρονημένα ρούχα.
Μετά να κλειστείς μια βδομάδα στον κοιτώνα σου και να προσεύχεσαι στο
Θεό με δάκρυα, νηστική. Τότε, ο Θεός, σαν αγαθός και φιλάνθρωπος θα σου
φανερώσει αυτό που επιθυμεί η ψυχή σου.
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΥΔΟΚΙΑΣ
Η Ευδοκία έκανε ότι της είπε ο Μοναχός. Πρόσταξε στις δούλες της να μην ανοίξουν σε κανέναν εκείνες τις επτά ημέρες. Τις πρόσταξε ακόμη να μη κάνουν καμιά δουλειά εκείνες τις ημέρες, άλλα μόνο να προσεύχονται. Αυτή δε κλείστηκε σε κουβούκλιο και προσευχόταν όλη τη βδομάδα με κλάματα. Την έβδομη ημέρα βγήκε η Ευδοκία από το κουβούκλιο και ο Γέροντας την ρώτησε εάν είδε κάποια οπτασία. Και η Ευδοκία του απάντησε:
—Καθώς προσευχόμουν με δάκρυα να μου φανερώσει ο Θεός αυτό που ζητούσα και ενώ τα κοκόρια με τα λαλήματα τους δείχνανε ξημερώματα, ένα φως λαμπρότερο και
από τον ήλιο έλαμψε και ένας νέος αστραπόμορφος εμφανίστηκε εκείνη την ώρα. Με άρπαξε από το δεξί χέρι και με ανέβασε στον ουρανό. Με οδήγησε σ' ένα χαρούμενο τόπο.
Εκεί με υποδέχτηκαν με χαρά ένα πλήθος αναρίθμητο λευκοφόρων. Και καθώς απολάμβανα το γλυκύ εκείνο φως, ένας απαίσιος μελανόμορφος γίγαντας, τρίζοντας τα δόντια του, φώναζε τόσο δυνατά, που από τις φωνές του σειόταν ο τόπος. Φιλονικούσε ο απαίσιος εκείνος με τον οδηγό άγγελό μου. Του έλεγε δε διαμαρτυρόμενος:
—«Με αδικείς Αρχιστράτηγε. Αν σώσεις αυτή την άσωτη που εμίανε τόσους ανθρώπους και γέμισε τη γη με την ανομία της, τότε πάρε και όλο τον κόσμο και δικαίωσε και όλους τους άνομους άδικα. Εγώ για μικρή παρακοή, εξορίστηκα από τον Παράδεισο και συ βάζεις μέσα σ' αυτόν, αυτή την άσωτη και παμβέβηλη;».
Και ενώ αυτά φλυαρούσε ο δυσειδέστατος εκείνος μαύρος, ακούστηκε από τον ουρανό φωνή γλυκιά και μεγαλοπρεπής που έλεγε:
—«Ο Θεός, όλος αγάπη και ευσπλαχνία, υποδέχεται με χαρά αυτούς που μετανοούν».
Πάλι εκείνη η ίδια φωνή, άκουσα που είπε προς τον Αρχιστράτηγο:
—Πάρε αυτήν Μιχαήλ, και οδήγησε την στο σπίτι της, να αγωνιστεί, για να συγχωρήσω τις αμαρτίες της. Εγώ δε, θα την ενδυναμώνω και θα την διαφυλάττω ως τέκνον μου γνήσιον για να μην μπορέσουν να την βλάψουν οι δαίμονες.
Αμέσως τότε συνέχισε η Ευδοκία ο Αρχιστράτηγος με έφερε εδώ και μου είπε:
—«Ειρήνη σε σένα, δούλη του Θεού Ευδοκία. Ανδρίζου και ενδυναμού, ότι η χάρις του Θεού θα είναι μαζί σου πάντοτε».
Τότε εγώ τον ρώτησα:
—«Πες μου, ποιος είσαι Κύριε;» Και αυτός μου είπε:
—«Εγώ του αληθινού Θεού ο Πρωτάγγελος είμαι. Του Θεού που δέχεται αυτούς που μετανοούν για τις αμαρτίες τους. Αυτούς με εντολή Του τους οδηγώ στην αιώνια ζωή και τότε κάνουν μεγάλη χαρά οι άγγελοι, για τον αμαρτωλό που σώθηκε. Ο ελεήμων Θεός θέλει να σωθούν όλοι».
Αυτά είπε ο Αρχάγγελος, με σταύρωσε τρεις φορές και έγινε άφαντος.
Μετά από αυτά η Ευδοκία πίστεψε με όλη της την καρδιά στον Κύριο και ζήτησε από τον Γέροντα να την βαπτίσει και ύστερα να την πάει σε ένα Μοναστήρι για να αγωνιστεί για την σωτηρία της.
Μετά το βάπτισμα η Ευδοκία έδωσε ένα νέο, αποφασιστικό χτύπημα στο Διάβολο. Τον χτύπησε βαθειά μέσα στην καρδιά του θανάσιμα. Φωτισμένη από το Πανάγιο Πνεύμα,
παρακάλεσε τον Επίσκοπο να μοιράσει όλη την περιουσία της στους φτωχούς.
ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΝΑΧΗ ΚΑΙ ΨΗΦΙΖΕΤΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΗ
Ελεύθερη τώρα η Ευδοκία από τα δεσμά της ύλης, περίμενε την ευλογημένη ώρα να μπει σε Μοναστήρι. Προς τούτο ήλθε ο μονάχος Γερμανός και την οδήγησε σε γυναικείο Μοναστήρι που απείχε δέκα στάδια μακρυά από τους Μοναχούς. Στο Μοναστήρι η Ευδοκία μεταβλήθηκε σε τέλεια ασκήτρια, σε τέλειο άγγελο. Προ παντός εφάρμοσε ταπείνωση και ακτημοσύνη. Φτάνει να σκεφτεί κανείς, ότι σ' όλη της τη ζωή φορούσε ένα μόνο ένδυμα. Το ένδυμα που έλαβε στο Άγιο Βάπτισμα. Και το χειμώνα που έκανε πολύ κρύο φορούσε ένα ράσο τρίχινο. Έμαθε και το ψαλτήρι και όλη τη Γραφή και τη διάβαζε με προθυμία. Οι Άγγελοι δοξολογούσαν το Θεό. Ο διάβολος νικήθηκε και καταισχύνθηκε.
Θρηνούσαν οι δαίμονες για την μεταστροφή της Ευδοκίας. Μετά από λίγα χρόνια κοιμήθηκε η Ηγουμένη του Μοναστηριού. Με θεία νεύση ψήφισαν την Ευδοκία. Τόσο ευαρέστησε το Θεό και την αδελφότητα η Αγία Ευδοκία, ώστε ο πλουσιόδωρος Κύριος της έδωκε εξουσία να κάνει θαύματα.
ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΥΝ ΓΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ
Τον καιρό εκείνο βασίλευε ο Αυρηλιανός. Μερικοί από τους πρώην εραστές της Ευδοκίας, όταν άκουσαν ότι πίστεψε στο Χριστό και έγινε μοναχή, παρακινούμενοι από το Διάβολο την κατήγγειλαν στο βασιλέα. Του ανέφεραν ότι επήγε σε Μοναστήρι και κτίζει κελιά από χρήματα του Δημοσίου, τα όποια δήθεν έκλεψε. Του ζητούσαν να τους δώσει εξουσία να της αρπάξουν τα χρήματα και να την απομακρύνουν από εκεί, επειδή βλασφημούσε τους θεούς και προσκυνούσε κάποιον που σταύρωσαν οι Εβραίοι. Όταν πήρε την αναφορά ο βασιλεύς και τη διάβασε, θύμωσε πολύ. Έστειλε λοιπόν κάποιον άρχοντα με τριακόσιους στρατιώτες να την πάρουν με βία από το Μοναστήρι, μαζί με όλα τα χρήματα και να την οδηγήσουν στα ανάκτορα.
Με οπτασία ο Κύριος φανέρωσε στην Αγία την επερχόμενη επίθεση. «Οργή του βασιλέως, της είπε, έρχεται κατά σου, άλλα μη φοβηθής, διότι εγώ είμαι μαζί σου πάντοτε».
Περίμενε λοιπόν μετά τη θεία πληροφορία, με ψυχραιμία η Αγία. Μετά από λίγο φτάσανε πραγματικά οι στρατιώτες του Βασιλέως για να γκρεμίσουν το Μοναστήρι και να συλλάβουν την Αγία. Μάταια όμως! Θεία δύναμις τους εμπόδιζε. Τρία ημερόνυχτα γυρίζανε γύρω από το Μοναστήρι, χωρίς να μπορούν να μπουν μέσα. Βλέπων ο δίκαιος Θεός, ότι οι στρατιώτες σαν ασύνετοι και δεν κατάλαβαν τη θεία Του και υπερθαύμαστη δύναμη για να επιστρέψουν πίσω, μετανοούντες για την ανομία τους, αλλά συνεχίζανε για να εκτελέσουν την παράνομη προσταγή του επιγείου βασιλέως, τους παίδεψε λόγω της κακόπιστης εμμονής τους ως άδικους. Οι περισσότεροι στρατιώτες φονεύθηκαν από βίαιη θανάσιμη πνοή. Ο αρχηγός και τρεις στρατιώτες σώθηκαν και έντρομοι επιστρέψανε για να αναγγείλουν στον Ηγεμόνα τα καθέκαστα. Θύμωσε ο βασιλεύς περισσότερο όταν άκουσε αυτά. Κάλεσε τη σύγκλητο και είπε με οργή:
—Βλέπετε πως μία πόρνη καταφρονημένη και άτιμη πόσους δυνατούς στρατιώτες απώλεσε με τις μαγείες της; Τι λοιπόν με συμβουλεύετε να κάνω; Μήπως μας προξενήσει και άλλα χειρότερα;
Ο υιός του βασιλέως, αλαζών και άπιστος, καυχήθηκε ότι μπορεί να πάει να καταστρέψει το Μοναστήρι. Μάταια όμως και κενά μελέτησε. Καθώς πήγαινε έφιππος, έπεσε ο ίππος του και από την πτώση συνετρίβη το ένα του πόδι. Μετά από λίγο πέθανε, βασανιζόμενος από φρικτούς πόνους. Ήταν απαρηγόρητος ο βασιλεύς για το θάνατο του υιού του.
Τον καιρό εκείνο βασίλευε ο Αυρηλιανός. Μερικοί από τους πρώην εραστές της Ευδοκίας, όταν άκουσαν ότι πίστεψε στο Χριστό και έγινε μοναχή, παρακινούμενοι από το Διάβολο την κατήγγειλαν στο βασιλέα. Του ανέφεραν ότι επήγε σε Μοναστήρι και κτίζει κελιά από χρήματα του Δημοσίου, τα όποια δήθεν έκλεψε. Του ζητούσαν να τους δώσει εξουσία να της αρπάξουν τα χρήματα και να την απομακρύνουν από εκεί, επειδή βλασφημούσε τους θεούς και προσκυνούσε κάποιον που σταύρωσαν οι Εβραίοι. Όταν πήρε την αναφορά ο βασιλεύς και τη διάβασε, θύμωσε πολύ. Έστειλε λοιπόν κάποιον άρχοντα με τριακόσιους στρατιώτες να την πάρουν με βία από το Μοναστήρι, μαζί με όλα τα χρήματα και να την οδηγήσουν στα ανάκτορα.
Με οπτασία ο Κύριος φανέρωσε στην Αγία την επερχόμενη επίθεση. «Οργή του βασιλέως, της είπε, έρχεται κατά σου, άλλα μη φοβηθής, διότι εγώ είμαι μαζί σου πάντοτε».
Περίμενε λοιπόν μετά τη θεία πληροφορία, με ψυχραιμία η Αγία. Μετά από λίγο φτάσανε πραγματικά οι στρατιώτες του Βασιλέως για να γκρεμίσουν το Μοναστήρι και να συλλάβουν την Αγία. Μάταια όμως! Θεία δύναμις τους εμπόδιζε. Τρία ημερόνυχτα γυρίζανε γύρω από το Μοναστήρι, χωρίς να μπορούν να μπουν μέσα. Βλέπων ο δίκαιος Θεός, ότι οι στρατιώτες σαν ασύνετοι και δεν κατάλαβαν τη θεία Του και υπερθαύμαστη δύναμη για να επιστρέψουν πίσω, μετανοούντες για την ανομία τους, αλλά συνεχίζανε για να εκτελέσουν την παράνομη προσταγή του επιγείου βασιλέως, τους παίδεψε λόγω της κακόπιστης εμμονής τους ως άδικους. Οι περισσότεροι στρατιώτες φονεύθηκαν από βίαιη θανάσιμη πνοή. Ο αρχηγός και τρεις στρατιώτες σώθηκαν και έντρομοι επιστρέψανε για να αναγγείλουν στον Ηγεμόνα τα καθέκαστα. Θύμωσε ο βασιλεύς περισσότερο όταν άκουσε αυτά. Κάλεσε τη σύγκλητο και είπε με οργή:
—Βλέπετε πως μία πόρνη καταφρονημένη και άτιμη πόσους δυνατούς στρατιώτες απώλεσε με τις μαγείες της; Τι λοιπόν με συμβουλεύετε να κάνω; Μήπως μας προξενήσει και άλλα χειρότερα;
Ο υιός του βασιλέως, αλαζών και άπιστος, καυχήθηκε ότι μπορεί να πάει να καταστρέψει το Μοναστήρι. Μάταια όμως και κενά μελέτησε. Καθώς πήγαινε έφιππος, έπεσε ο ίππος του και από την πτώση συνετρίβη το ένα του πόδι. Μετά από λίγο πέθανε, βασανιζόμενος από φρικτούς πόνους. Ήταν απαρηγόρητος ο βασιλεύς για το θάνατο του υιού του.
ΤΑΠΕΙΝΩΜΕΝΟΣ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΖΗΤΑΕΙ ΣΥΓΓΝΩΜΗ
Ο Φιλόστρατος συμβούλεψε το βασιλέα να ζητήσει ταπεινά συγγνώμη από την Αγία και ίσως ο Θεός τον λυπηθεί. Ενώ φίλοι και συγγενείς θρηνούσαν το νεκρό υιό του βασιλέως, επίσημος αντιπρόσωπος, ο δικαστής Βαβύλας, μετέφερε παρακλητικά γράμματα προς την Αγία. Όταν έφτασε στο Μοναστήρι, την προσκύνησε και της έδωσε τα γράμματα.
Βγήκε έξω τότε και καθισμένος πάνω σε μια πέτρα περίμενε απόκριση. Προσευχήθηκε πρώτα στο Θεό η Αγία Ευδοκία να κάνει το συμφερότερο. Έπειτα πήρε συγχώρηση από τις αδελφές και με πολλή ταπεινοφροσύνη έγραψε τα εξής στο βασιλέα:
—Εγώ μεν, βασιλεύ, είμαι ευτελής και αθλία, βεβαρημένη από πλήθος ανομιών ως άσωτη, δεν είμαι δε άξια να κάμω δέηση προς τον Δεσπότη Χριστό για τον υιό σου, όμως αν πιστέψεις σ' Αυτόν με όλη σου την ψυχή, θα δεις την μεγάλη Του δύναμη και η θλίψη σου θα μεταβληθεί σε χαρά και αγαλλίαση...
Αφού έγραψε αυτά η Αγία, έκαμε και τρεις σταυρούς στην επιστολή και την έδωσε στο δικαστή Βαβύλα. Ο Βαβύλας μόλις έφτασε στον τόπο των θρήνων και έβαλε την επιστολή πάνω στον νεκρό, ω του θαύματος, ο νεκρός αναστήθηκε! Και τότε όλοι φώναξαν:
—«Μέγας ο Θεός της Χριστιανής Ευδοκίας, όστις κάμνει τοιαύτα θαυμάσια».
Τότε από ευγνωμοσύνη ο ηγεμόνας και η οικογένεια του βαπτίστηκαν Χριστιανοί.
Η ΑΓΙΑ ΕΥΔΟΚΙΑ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΟΔΗΓΕΙΤΑΙ ΣΤΟΝ ΗΓΕΜΟΝΑ
Μετά τον θάνατο του βασιλέα τον διαδέχθηκε κάποιος άλλος ειδωλολάτρης. Αυτός διόρισε στην Ηλιούπολη κάποιον σκληρό και απάνθρωπο ηγεμόνα που λεγόταν Διογένης.
Ο Διογένης είχε μνηστευθεί την κόρη του πρώτου ηγεμόνος που ονομαζόταν Γελασία. Επειδή όμως δεν γινόταν χριστιανός, η Γελασία πήρε την κληρονομιά που της ανήκε και με δύο ευνούχους της, ήλθε στο Μοναστήρι της Αγίας και μόνασε. Οι ευνούχοι της πήγανε κατόπιν και ούτοι σε ανδρικό μοναστήρι και μόνασαν. Οργισμένος από αυτό ο ηγεμόνας Διογένης, σκέφθηκε να κακοποιήσει την Αγία Ευδοκία, που εκούρευσε μοναχή τη Γελασία, Αμέσως λοιπόν έστειλε πενήντα στρατιώτες να συλλάβουν την Αγία και να την οδηγήσουν μπροστά του. Τότε εφάνη εν οράματι ο Δεσπότης Χριστός στην Αγία και της είπε:
—Αγρύπνα, Ευδοκία, και αγωνίζου δια την αληθινήν πίστιν, ίνα λάβης τον στέφανο, διότι ήλθε ο καιρός του μαρτυρίου σου. Και ιδού έρχονται κατά σου αλλόφυλοι και θηρία άγρια, αλλά μη δειλιάσεις ουδόλως εις τα κολαστήρια, διότι εγώ είμαι μαζί σου εις όλας τας θλίψεις σου.
Οι στρατιώτες συνέλαβαν την Αγία και την οδήγησαν στον ηγεμόνα χαρούμενοι. Όταν φτάσανε στην πόλη, ο ηγεμόνας διέταξε να την ρίξουν στη φυλακή και να την αφήσουν νηστική τέσσερις ημέρες. Την τέταρτη ημέρα τη φέρανε στο Κριτήριο με σκεπασμένο το πρόσωπο. Όταν αποκαλύψανε το πρόσωπο της, βγήκε από αυτό λάμψη σαν αστραπή.
Όλοι θαύμασαν από αυτό και περισσότερο θαύμασε ο ηγεμόνας. Κάλεσε τότε ο ηγεμόνας την Αγία να πει την καταγωγή, την πίστη και το όνομά της. Και η Αγία του είπε:
—Το όνομά μου, ω ηγεμόνα, είναι Ευδοκία. Είμαι δε Χριστιανή και αξιώθηκα να ονομάζομαι δούλη Αυτού του μόνου Αγαθού και Εύσπλαγχνου Θεού, στον οποίο πίστεψα με όλη μου την καρδιά. Πίστεψα δε τόσο, που δεν μπορεί κανένα πράγμα να με χωρίσει από την αγάπη Του. Μη χάνεις λοιπόν τον καιρό σου με το να με ρωτάς, μόνο πράττε ότι σκέπτεσαι, για να απαλλαγείς από αυτή τη φροντίδα το συντομότερο.
Ο ηγεμόνας την απειλούσε με μαρτύρια αλλά έβλεπε την σταθερότητα της και τότε έδωσε διαταγή να ξεκινήσουν τα μαρτύρια.
Μετά τον θάνατο του βασιλέα τον διαδέχθηκε κάποιος άλλος ειδωλολάτρης. Αυτός διόρισε στην Ηλιούπολη κάποιον σκληρό και απάνθρωπο ηγεμόνα που λεγόταν Διογένης.
Ο Διογένης είχε μνηστευθεί την κόρη του πρώτου ηγεμόνος που ονομαζόταν Γελασία. Επειδή όμως δεν γινόταν χριστιανός, η Γελασία πήρε την κληρονομιά που της ανήκε και με δύο ευνούχους της, ήλθε στο Μοναστήρι της Αγίας και μόνασε. Οι ευνούχοι της πήγανε κατόπιν και ούτοι σε ανδρικό μοναστήρι και μόνασαν. Οργισμένος από αυτό ο ηγεμόνας Διογένης, σκέφθηκε να κακοποιήσει την Αγία Ευδοκία, που εκούρευσε μοναχή τη Γελασία, Αμέσως λοιπόν έστειλε πενήντα στρατιώτες να συλλάβουν την Αγία και να την οδηγήσουν μπροστά του. Τότε εφάνη εν οράματι ο Δεσπότης Χριστός στην Αγία και της είπε:
—Αγρύπνα, Ευδοκία, και αγωνίζου δια την αληθινήν πίστιν, ίνα λάβης τον στέφανο, διότι ήλθε ο καιρός του μαρτυρίου σου. Και ιδού έρχονται κατά σου αλλόφυλοι και θηρία άγρια, αλλά μη δειλιάσεις ουδόλως εις τα κολαστήρια, διότι εγώ είμαι μαζί σου εις όλας τας θλίψεις σου.
Οι στρατιώτες συνέλαβαν την Αγία και την οδήγησαν στον ηγεμόνα χαρούμενοι. Όταν φτάσανε στην πόλη, ο ηγεμόνας διέταξε να την ρίξουν στη φυλακή και να την αφήσουν νηστική τέσσερις ημέρες. Την τέταρτη ημέρα τη φέρανε στο Κριτήριο με σκεπασμένο το πρόσωπο. Όταν αποκαλύψανε το πρόσωπο της, βγήκε από αυτό λάμψη σαν αστραπή.
Όλοι θαύμασαν από αυτό και περισσότερο θαύμασε ο ηγεμόνας. Κάλεσε τότε ο ηγεμόνας την Αγία να πει την καταγωγή, την πίστη και το όνομά της. Και η Αγία του είπε:
—Το όνομά μου, ω ηγεμόνα, είναι Ευδοκία. Είμαι δε Χριστιανή και αξιώθηκα να ονομάζομαι δούλη Αυτού του μόνου Αγαθού και Εύσπλαγχνου Θεού, στον οποίο πίστεψα με όλη μου την καρδιά. Πίστεψα δε τόσο, που δεν μπορεί κανένα πράγμα να με χωρίσει από την αγάπη Του. Μη χάνεις λοιπόν τον καιρό σου με το να με ρωτάς, μόνο πράττε ότι σκέπτεσαι, για να απαλλαγείς από αυτή τη φροντίδα το συντομότερο.
Ο ηγεμόνας την απειλούσε με μαρτύρια αλλά έβλεπε την σταθερότητα της και τότε έδωσε διαταγή να ξεκινήσουν τα μαρτύρια.
ΦΡΙΚΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Πρόσταξε ο ηγεμόνας να την γυμνώσουν ως την μέση και να ξεσχίσουν τις πλευρές της τέσσερις άνδρες, μέχρι που να φανούν τα σπλάγχνα της. Δύο ώρες βασανίζανε έτσι την Αγία οι αιμοχαρείς. Δριμύτατοι ήσαν οι πόνοι από τα δεινά αυτά κολαστήρια. Όμως η Αγία υπέμεινε, για το Νυμφίο Χριστό καρτερικότατα.
Κατόπιν πρόσταξε να την γυμνώσουν τελείως, να την κρεμάσουν στο ξύλο και να την δέρνουν πιο δυνατά. Στην προσπάθειά τους να την γυμνώσουν, οι στρατιώτες βρήκαν το κουτί με τον Άγιο Άρτο που είχε πάρει η Αγία μαζί της από το Άγιο Βήμα για να το έχει σαν σκέπη και βοήθεια. Το πήρανε και το δώσανε στον ηγεμόνα. Η ηγεμόνας προσπαθεί ν' ανοίξει το κουτί. Αμέσως όμως βγήκε φλόγα και κατέκαυσε τον ηγεμόνα και τους περιεστώτας. Τον ηγεμόνα μάλιστα τον άφησε ημιπαράλυτο.
Έπεσε τότε στη γη, ελεεινό θέαμα, ο ηγεμόνας και οδυρόμενος έλεγε: «Ιάτρευσέ με, θεέ ήλιε, και βοήθησέ με να κατακαύσω τη μάγισσα αυτή». Τότε ήλθε αμέσως αστραπή από τον ουρανό και τον κατέκαυσε. Συγκεντρώθηκε δε όλη η πόλις και θρηνούσε το θάνατο του ηγεμόνος.
Ένας από τους στρατιώτες, είδε τότε ένα νέο αστραπόμορφο, ντυμένο στα λευκά που μιλούσε με την Αγία και την σκέπαζε με λεπτό ωραίο μαντήλι, για να μην φαίνονται οι σάρκες της. Βλέπων αυτά ο στρατιώτης, προσκύνησε την Αγία και της είπε:
—Δέξαι με μετανοούντα δούλη του αληθινού Θεού, ότι εις αυτόν πιστεύω και εγώ ο ανάξιος και σε παρακαλώ ευσπλαγχνίσου τον ηγεμόνα και ανάστησον αυτόν, δια να
πιστεύσουν και άλλοι πολλοί εις τον Δεσπότην Χριστόν δια μέσου σου.
Αφού δε είπε αυτά την έλυσε. από το ξύλο και την κατέβασε με ευλάβεια. Η Αγία προσευχήθηκε ώρα πολλή στο Χριστό. Έπειτα δε με μεγάλη φωνή εβόησε λέγουσα:
—Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, Συ που γνωρίζεις τα κρυφά των καρδιών μας και έκαμες τον κόσμο με την σοφία Σου, πρόσταξε να αναστηθούν όλοι αυτοί, που
κατακαύθηκαν από το πυρ, για να βλέπουν οι πολλοί τα θαυμάσια Σου και να δοξάζουν το Άγιον Σου όνομα.
Και ενώ αυτά παρακαλούσε το Θεό, στράφηκε προς τους νεκρούς και με την αγία της δεξιά άγγιζε έναν έναν τους νεκρούς λέγουσα:
—«Εις το όνομα του Ιησού εγέρθητι».
Και αμέσως, ω του εξαισίου θαύματος! όλοι, σαν από ύπνο ηγέρθησαν υγιείς. Οι περισσότεροι άνθρωποι αυτής της πόλεως όταν είδαν αυτό το θαυμάσιο, πίστεψαν στο Χριστό.
Βαπτίσθηκαν τότε οι άρχοντες Διόδωρος και Διογένης με όλους τους συγγενείς και το πλήθος που βρισκόταν εκεί. Η Αγία έμεινε λίγο καιρό εκεί στο σπίτι κάποιας Φηρμίνας μίας από αυτούς που αναστήθηκαν και εκεί η Αγία έκανε θαυμαστές θαυματουργίες και κατόπιν νικήτρια η Αγία Ευδοκία επέστρεψε στο Μοναστήρι της. Το θέλημα όμως του Θεού ήταν να λάβει μαζί με τον στέφανον της οσιότητος και τον στέφανον του Μαρτυρίου.
Αφού πέρασε λίγος χρόνος, απέθανε ο ηγεμόνας Διογένης θεάρεστα. Τον διαδέχθηκε κάποιος που λεγόταν Βικέντιος. Αυτός ήταν σκληρός και απάνθρωπος. Ήταν φοβερός
διώκτης των Χριστιανών. Αυτός, όταν άκουσε τα κατορθώματα της Αγίας, επειδή γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε με άλλο τρόπο να την θανατώσει, έστειλε στρατιώτες και απέκοψαν της Αγίας της κεφαλήν την πρώτην του μηνός Μαρτίου. Έτσι το μεν πνεύμα απήλθε εις τα ουράνια, το δε τίμιο και πάνσεπτο λείψανο της έμεινε στη γη πηγάζον πλούσια μετά θάνατον θαύματα.
Πρόσταξε ο ηγεμόνας να την γυμνώσουν ως την μέση και να ξεσχίσουν τις πλευρές της τέσσερις άνδρες, μέχρι που να φανούν τα σπλάγχνα της. Δύο ώρες βασανίζανε έτσι την Αγία οι αιμοχαρείς. Δριμύτατοι ήσαν οι πόνοι από τα δεινά αυτά κολαστήρια. Όμως η Αγία υπέμεινε, για το Νυμφίο Χριστό καρτερικότατα.
Κατόπιν πρόσταξε να την γυμνώσουν τελείως, να την κρεμάσουν στο ξύλο και να την δέρνουν πιο δυνατά. Στην προσπάθειά τους να την γυμνώσουν, οι στρατιώτες βρήκαν το κουτί με τον Άγιο Άρτο που είχε πάρει η Αγία μαζί της από το Άγιο Βήμα για να το έχει σαν σκέπη και βοήθεια. Το πήρανε και το δώσανε στον ηγεμόνα. Η ηγεμόνας προσπαθεί ν' ανοίξει το κουτί. Αμέσως όμως βγήκε φλόγα και κατέκαυσε τον ηγεμόνα και τους περιεστώτας. Τον ηγεμόνα μάλιστα τον άφησε ημιπαράλυτο.
Έπεσε τότε στη γη, ελεεινό θέαμα, ο ηγεμόνας και οδυρόμενος έλεγε: «Ιάτρευσέ με, θεέ ήλιε, και βοήθησέ με να κατακαύσω τη μάγισσα αυτή». Τότε ήλθε αμέσως αστραπή από τον ουρανό και τον κατέκαυσε. Συγκεντρώθηκε δε όλη η πόλις και θρηνούσε το θάνατο του ηγεμόνος.
Ένας από τους στρατιώτες, είδε τότε ένα νέο αστραπόμορφο, ντυμένο στα λευκά που μιλούσε με την Αγία και την σκέπαζε με λεπτό ωραίο μαντήλι, για να μην φαίνονται οι σάρκες της. Βλέπων αυτά ο στρατιώτης, προσκύνησε την Αγία και της είπε:
—Δέξαι με μετανοούντα δούλη του αληθινού Θεού, ότι εις αυτόν πιστεύω και εγώ ο ανάξιος και σε παρακαλώ ευσπλαγχνίσου τον ηγεμόνα και ανάστησον αυτόν, δια να
πιστεύσουν και άλλοι πολλοί εις τον Δεσπότην Χριστόν δια μέσου σου.
Αφού δε είπε αυτά την έλυσε. από το ξύλο και την κατέβασε με ευλάβεια. Η Αγία προσευχήθηκε ώρα πολλή στο Χριστό. Έπειτα δε με μεγάλη φωνή εβόησε λέγουσα:
—Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, Συ που γνωρίζεις τα κρυφά των καρδιών μας και έκαμες τον κόσμο με την σοφία Σου, πρόσταξε να αναστηθούν όλοι αυτοί, που
κατακαύθηκαν από το πυρ, για να βλέπουν οι πολλοί τα θαυμάσια Σου και να δοξάζουν το Άγιον Σου όνομα.
Και ενώ αυτά παρακαλούσε το Θεό, στράφηκε προς τους νεκρούς και με την αγία της δεξιά άγγιζε έναν έναν τους νεκρούς λέγουσα:
—«Εις το όνομα του Ιησού εγέρθητι».
Και αμέσως, ω του εξαισίου θαύματος! όλοι, σαν από ύπνο ηγέρθησαν υγιείς. Οι περισσότεροι άνθρωποι αυτής της πόλεως όταν είδαν αυτό το θαυμάσιο, πίστεψαν στο Χριστό.
Βαπτίσθηκαν τότε οι άρχοντες Διόδωρος και Διογένης με όλους τους συγγενείς και το πλήθος που βρισκόταν εκεί. Η Αγία έμεινε λίγο καιρό εκεί στο σπίτι κάποιας Φηρμίνας μίας από αυτούς που αναστήθηκαν και εκεί η Αγία έκανε θαυμαστές θαυματουργίες και κατόπιν νικήτρια η Αγία Ευδοκία επέστρεψε στο Μοναστήρι της. Το θέλημα όμως του Θεού ήταν να λάβει μαζί με τον στέφανον της οσιότητος και τον στέφανον του Μαρτυρίου.
Αφού πέρασε λίγος χρόνος, απέθανε ο ηγεμόνας Διογένης θεάρεστα. Τον διαδέχθηκε κάποιος που λεγόταν Βικέντιος. Αυτός ήταν σκληρός και απάνθρωπος. Ήταν φοβερός
διώκτης των Χριστιανών. Αυτός, όταν άκουσε τα κατορθώματα της Αγίας, επειδή γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε με άλλο τρόπο να την θανατώσει, έστειλε στρατιώτες και απέκοψαν της Αγίας της κεφαλήν την πρώτην του μηνός Μαρτίου. Έτσι το μεν πνεύμα απήλθε εις τα ουράνια, το δε τίμιο και πάνσεπτο λείψανο της έμεινε στη γη πηγάζον πλούσια μετά θάνατον θαύματα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Φόβον ἔνθεον, ἀναλαβοῦσα, κόσμου ἔλιπες, τὴν εὐδοξίαν, καὶ τῷ Λόγῳ Εὐδοκία προσέδραμες• οὗ τὸν ζυγὸν τῇ σαρκί σου βαστάσασα, ὑπερφυῶς ἠγωνίσω δι' αἵματος. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ΄.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα• λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ• ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ• διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Εὐδοκία τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ
Ὁ εὐδοκήσας ἐκ βυθοῦ ἀπωλείας, πρὸς εὐσεβείας τὸν ἀκρότατον ὅρον, ἀναγαγεῖν σε ἔνδοξε ὡς λίθον ἐκλεκτόν, οὗτος καὶ τὸν βίον σου, τῇ ἀθλήσει λαμπρύνας, χάριν ἰαμάτων σοι, Εὐδοκία παρέχει• ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, Ὁσιομάρτυς, Ἀγγέλων ἐφάμιλλε.