Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Ο Βί­ος τῆς Ἁ­γί­ας ἐν­δό­ξου Μυ­ρο­φό­ρου καὶ Ἰ­σα­πο­στό­λου Μα­ρί­ας τῆς Μα­γδα­λη­νῆς ~22 ΙΟΥΛΙΟΥ~


Ο Βί­ος τῆς Ἁ­γί­ας ἐν­δό­ξου Μυ­ρο­φό­ρου καὶ Ἰ­σα­πο­στό­λου Μα­ρί­ας τῆς Μα­γδα­λη­νῆς
~22 ΙΟΥΛΙΟΥ~

Ἡ ἁ­γί­α ἔν­δο­ξος καὶ πα­νεύ­φη­μος Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ ὑ­πῆρ­ξε ἡ πι­στὴ καὶ ἀ­φο­σι­ω­μέ­νη Μα­θή­τρι­α τοῦ Υἱ­οῦ καὶ Λό­γου τοῦ Θε­οῦ, ἡ ἀ­κό­λου­θος τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου, ἡ Δι­α­κό­νισ­σα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ τῶν Ἀ­πο­στό­λων, ἡ ἐ­κλε­κτὴ Μυ­ρο­φό­ρος, ἡ Εὐ­αγ­γε­λί­στρι­α τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, ἡ Ἰ­σα­πό­στο­λος καὶ κή­ρυ­κας τῆς πί­στε­ως. Σ' αὐ­τὴν δό­θη­κε ἡ χά­ρις νὰ δὴ πρώ­τη με­τὰ τὴν Ἀ­νά­στα­ση, μα­ζὶ μὲ τὴν Θε­ο­τό­κο, τὸν Ἀ­να­στάν­τα Ἰ­η­σοῦ. Αὐ­τὴ εὐ­αγ­γε­λί­σθη­κε στοὺς Ἀ­πο­στό­λους τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου. Μέ­σα στὰ ἱ­ε­ρὰ Εὐ­αγ­γέ­λι­α δο­ξά­ζε­ται ἀ­πὸ τοὺς ἁ­γί­ους τέσ­σε­ρις Εὐ­αγ­γε­λι­στές, ὡς πρώ­τη με­τὰ τὴν Θε­ο­τό­κον, Μα­θή­τρι­α καὶ Μυ­ρο­φό­ρος. Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας τὴν χα­ρα­κτη­ρί­ζουν σε­μνὴ καὶ σο­φὴ παρ­θέ­νον μὲ ψυ­χι­κὴ ὡ­ραι­ό­τη­τα. Ἡ ἁ­γί­α Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ εἶ­ναι «ὡ­ραῖ­ο καὶ εὐ­γε­νι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα γυ­ναι­κεί­ας ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως, ποὺ φθά­νει στὴν αὐ­τα­πάρ­νη­ση καὶ τὸν ἡ­ρω­ι­σμό. Για­τί ἂς μὴν ἔ­χη ἡ γυ­ναί­κα τὴν μυ­ϊ­κὴ δύ­να­μη τοῦ ἀν­δρός, ἔ­χει ὅ­μως πλοῦ­το αἰ­σθη­μά­των. Καὶ εἶ­ναι ἀ­λή­θει­α πὼς τοὺς ἥ­ρω­ες δὲν τοὺς κά­νει ἡ σω­μα­τι­κὴ ρώ­μη, ἀλ­λὰ ἡ πί­στη καὶ ἡ εὐ­ψυ­χί­α. "Ἠ­ρί­στευ­σαν γυ­ναῖ­κες τῷ σῶ Σταυ­ρῶ κρα­τυν­θεῖ­σαι, Χρι­στὲ παν­το­δύ­να­με" ψάλ­λει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας».

Ἡ κα­τα­γω­γή της

Πα­τρί­δα της ἦ­ταν ἡ πό­λη Μά­γδα­λα, γι' αὐ­τὸ ὀ­νο­μά­σθη­κε Μα­γδα­λη­νή, ἐκ τοῦ τό­που κα­τα­γω­γῆς της. Τὰ Μά­γδα­λα, κα­τὰ πά­σα πι­θα­νό­τη­τα, εὐ­ρί­σκον­το στὴν Γα­λι­λαί­α, ἐ­πὶ τῆς δυ­τι­κῆς ὄ­χθης τῆς λί­μνης Τι­βε­ρι­ά­δος. Κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ πλού­σι­α καὶ ἐ­πι­φα­νῆ οἰ­κο­γέ­νει­α. Οἱ γο­νεῖς της, ὁ Σύ­ρος καὶ ἡ Εὐ­χα­ρι­στί­α, ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ἐ­λε­ή­μο­νες καὶ φι­λεύ­σπλα­χνοι. Ζοῦ­σαν μὲ φό­βο Θε­οῦ, τη­ροῦ­σαν τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ πα­λαι­οῦ Νό­μου (Μω­σα­ϊ­κοῦ), για­τί αὐ­τὸς ὁ Νό­μος ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε τό­τε, ἂν καὶ πλη­σί­α­ζε τὸ τέ­λος του. Γεν­νοῦν, λοι­πόν, οἱ μα­κά­ρι­οι αὐ­τοὶ γο­νεῖς τὴν μα­κα­ρί­α Μα­ρί­α. Ὅ­ταν ἄρ­χι­σε αὐ­τὴ νὰ με­γα­λώ­νη, δὲν θέ­λη­σε νὰ ἀ­σχο­λη­θῆ μὲ τὰ συ­νη­θι­σμέ­να ἔρ­γα τῶν γυ­ναι­κὼν τῆς ἐ­πο­χῆς, δήλ. νὰ ὑ­φαί­νη καὶ νὰ γνέ­θη καὶ νὰ φτι­ά­χνη λαμ­πρὰ ὑ­φά­σμα­τα, ἀλ­λὰ δι­ά­λε­ξε νὰ ἐ­πι­δο­θῆ στὶς σπου­δὲς καὶ πῆ­γε κον­τὰ σὲ δι­δά­σκα­λο νὰ μά­θη γράμ­μα­τα, κα­τὰ τὸν βι­ο­γρά­φο της Νι­κη­φό­ρο Κάλ­λι­στο Ξαν­θό­που­λο. Ἔ­τσι με­λέ­τη­σε ὅ­λη τὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀ­γά­πη­σε τὸ Ψαλ­τή­ρι­ον καὶ τὶς Προ­φη­τεῖ­ες. Ἐν­τρυ­φών­τας στὰ βι­βλί­α αὐ­τά, ἀ­νί­χνευ­ε τὶς προρ­ρή­σεις τῶν Προ­φη­τῶν γιὰ τὴν ἔ­λευ­ση τοῦ Χρι­στοῦ καὶ Μεσ­σί­ου. Με­τὰ τὸν θά­να­το τῶν γο­νέ­ων της, ἐ­νῶ εἶ­χε πλέ­ον κά­θε ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ ἐ­ξου­σί­α νὰ πε­ρά­ση τὴν ζω­ὴ τῆς μέ­σα στὴ ρα­θυ­μί­α, τὴν ἄ­νε­ση καὶ τὴν πο­λυ­τέ­λει­α, συ­νέ­χι­σε νὰ ζῆ μὲ με­λέ­τη καὶ προ­σευ­χή. Τὴν τρυ­φὴ καὶ κά­θε εἶ­δος ἀ­να­παύ­σε­ως ἀ­πέ­φευ­γε, τὴν κα­λο­πέ­ρα­ση καὶ τὶς ἡ­δο­νὲς ἀ­πέρ­ρι­πτε. Μοί­ρα­ζε τὰ πλού­τη της καὶ τὰ ὑ­πάρ­χον­τά της σὲ ὅ­ποιους εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη. Μὲ τὴν ἐ­λε­ή­μο­να καρ­διά της καὶ τὴν γεν­ναι­ό­δω­ρη με­γα­λο­ψυ­χί­α της, ἀ­δεί­α­ζε τὰ ἐ­πί­γει­α τα­μεῖ­α της καὶ συγ­κέν­τρω­νε στὰ οὐ­ρά­νι­α θη­σαυ­ροὺς ἄ­φθαρ­τους καὶ αἰ­ώ­νι­ους. Δι­ά­λε­ξε νὰ ἀ­κο­λου­θή­ση τὸν δρό­μο τῆς ἁ­γνεί­ας καὶ παρ­θε­νί­ας. Γιὰ νὰ δι­α­φύ­λα­ξη τὴν κα­θα­ρό­τη­τα σώ­μα­τος καὶ ψυ­χῆς, ἀ­πέ­φευ­γε τὶς πολ­λὲς συ­να­να­στρο­φὲς καὶ κο­σμι­κὲς ἐκ­δη­λώ­σεις. Αὐ­τὴν τὴν ὑ­ψη­λή, ἐ­νά­ρε­τη καὶ ἔν­θε­η πο­λι­τεί­α τῆς βλέ­πον­τας ὁ ἐ­χθρός του ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους, μι­σό­κα­λος Διά­βο­λος, ἐ­φθό­νη­σε καὶ ἐ­φο­βή­θη. Ὁρ­μᾶ ἐ­ναν­τί­ον τῆς μὲ ὅ­λη του τὴν δύ­να­μη. Τὴν πο­λι­ορ­κεῖ μὲ τὰ σκο­τει­νὰ καὶ πο­νη­ρὰ μη­χα­νεύ­μα­τα καὶ τε­χνά­σμα­τά του καὶ στέλ­νει ἑ­πτὰ πο­νη­ρὰ πνεύ­μα­τα ποὺ τὴν κυ­ρι­εύ­ου­ν.

Μα­θή­τρι­α τοῦ Κυ­ρί­ου Ἀ­κό­λου­θος τῆς Θε­ο­τό­κου

Ὁ φι­λά­γα­θος λοι­πὸν καὶ φι­λεύ­σπλαγ­χνος Κύ­ρι­ος τὴν ἐ­θε­ρά­πευ­σε δι­ὰ τῆς χά­ρι­τός Του καὶ τὴν ἐ­λευ­θέ­ρω­σε ἀ­πὸ τὰ ἑ­πτὰ δαι­μό­νι­α. Καὶ αὐ­τὴ συ­ναι­σθα­νό­με­νη τὴν με­γά­λη εὐ­ερ­γε­σί­α, γε­μά­τη εὐ­γνω­μο­σύ­νη γιὰ τὰ ἀ­γα­θὰ ποὺ ἀ­ξι­ώ­θη­κε, ἄ­φη­σε τὰ πάν­τα καὶ ἄρ­χι­σε νὰ ἀ­κο­λου­θῆ τὸν Σω­τή­ρα καὶ Δι­δά­σκα­λο, ὅ­πως ἔ­κα­ναν οἱ Μα­θη­τὲς καὶ Ἀ­πό­στο­λοι. Ἀ­πεκ­δύ­θη­κε κά­θε κα­κί­α καὶ ἐν­δύ­θη­κε κά­θε ἀ­ρε­τὴ καὶ ἀ­γα­θό­τη­τα ἡ μα­κα­ρί­α Μα­ρί­α. Γιὰ τὰ ἐ­πί­γει­α καὶ γιὰ τοὺς συγ­γε­νεῖς κα­θό­λου πλέ­ον δὲν ἐ­νοι­ά­ζε­το. Γιὰ τὰ ἀ­γα­θὰ τοῦ κό­σμου, πλού­τη, δό­ξα, ὡ­ραι­ό­τη­τα, κα­θό­λου δὲν ἐ­φρόν­τι­ζε. Ἔ­βλε­πε τοὺς χω­λοὺς νὰ θε­ρα­πεύ­ον­ται, τοὺς τυ­φλοὺς νὰ ἀ­να­βλέ­πουν, τὰ δαι­μό­νι­α νὰ ἐκ­δι­ώ­κον­ται, νὰ ἐ­πι­τι­μῶν­ται καὶ νὰ δι­α­σκορ­πί­ζον­ται ἀ­πὸ τὸν Δε­σπό­τη Χρι­στό, τοὺς πα­ρα­λύ­τους νὰ περ­πα­τοῦν. Ἀ­πὸ ὅ­λα αὐ­τὰ καὶ ἀ­πὸ τὶς μαρ­τυ­ρί­ες τῶν Γρα­φῶν κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­τι Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος ἐ­λευ­θε­ρω­τὴς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Ἀ­να­γνώ­ρι­ζε ὅ­τι καὶ ἄλ­λοι βέ­βαι­α, συ­νέ­βη νὰ κα­τορ­θώ­σουν θαύ­μα­τα, ἀλ­λὰ ὄ­χι μὲ τέ­τοια ἐ­ξου­σί­α, μὲ τέ­τοια δύ­να­μη. Ἐ­κεῖ­νοι τὰ κα­τώρ­θω­ναν μὲ προ­σευ­χὴ καὶ σὰν δοῦ­λοι. Σ' Αὐ­τόν, ὅ­μως, τὸ «Σοὶ λέ­γω» καὶ τὸ «Θέ­λω. κα­θα­ρί­σθη­τι» ἐ­λέ­γον­το μὲ με­γά­λη ἐ­ξου­σί­α καὶ κυ­ρι­ό­τη­τα. Τώ­ρα περ­πα­τᾶ ἐ­πά­νω στὴ θά­λασ­σα ἐ­λα­φρά, δί­χως δι­ό­λου νὰ βρέ­χε­ται. Ὕ­στε­ρα, μὲ τὴν δύ­να­μή Του, κα­τα­παύ­ει τὸν ἄ­νε­μο. Ἀ­να­σταί­νει νε­κρούς, σὰν νὰ εἶ­ναι ὁ θά­να­τος ἕ­νας ὕ­πνος. Αὐ­τὰ ὅ­λα, ποὺ μὲ τέ­τοια ἐ­ξου­σί­α δι­α­πράτ­τει, εἶ­ναι γνώ­ρι­σμα τῆς θε­ϊ­κῆς Του δε­σπο­τεί­ας καὶ δυ­νά­με­ως. Ἔ­τσι ἡ μα­κα­ρί­α κα­τε­νό­η­σε πλή­ρως καὶ ἐ­πι­στέ­ψε ὅ­τι Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­λη­θῶς ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ. Καὶ τὸν ἀ­κο­λου­θοῦ­σε πι­στὰ καὶ ἀ­φο­σι­ω­μέ­να, ὑ­πη­ρε­τών­τας Αὐ­τὸν καὶ τοὺς μα­θη­τές Του καὶ ὅ­σους Τὸν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν. Τὰ πλού­τη της, τὴν πε­ρι­ου­σί­α της, ὅ­λα τὰ δι­έ­θε­σε στὴν δι­α­κο­νί­α τῶν Μα­θη­τῶν καὶ τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὴν Μη­τέ­ρα Του, Θε­ο­τό­κο Παρ­θέ­νο Μα­ρι­άμ, συν­δέ­θη­κε μὲ σύν­δε­σμο φι­λί­ας καὶ ἀ­γά­πης καὶ μὲ τοὺς συγ­γε­νεῖς της. Καὶ μὲ ὅ­λους αὐ­τοὺς ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τὸν Χρι­στό, ὅ­λη τὴν συ­νο­δεί­α τῶν Μα­θη­τῶν καὶ Μα­θη­τρι­ῶν. Μά­λι­στα, ξε­χώ­ρι­σε μέ­σα στὴν συ­νο­δεί­α τῶν Μα­θη­τρι­ῶν ὡς πρώ­τη με­τὰ τὴν Θε­ο­τό­κο, ὅ­πως ὁ Πέ­τρος ξε­χώ­ρι­ζε ὡς πρῶ­τος καὶ ἐ­πὶ κε­φα­λῆς τῶν Ἀ­πο­στό­λων.

«Ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς, λέ­γουν, ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν Ἀ­πο­στό­λων ὀ­νο­μά­σθη­κε Πέ­τρος γιὰ τὴν ἀ­σά­λευ­τη πί­στη ποὺ εἶ­χε στὸν Χρι­στό, τὴν Πέ­τρα, ἔ­τσι καὶ αὐ­τὴ ἔ­γι­νε ἀρ­χη­γὸς τῶν Μα­θη­τρι­ῶν γιὰ τὴν κα­θα­ρό­τη­τά της καὶ τὸν πό­θο ποὺ εἶ­χε πρὸς Αὐ­τόν, καὶ Μα­ρί­α ὀ­νο­μά­σθη­κε ἀ­πὸ τὸν Σω­τή­ρα, ὀ­μω­νύ­μως πρὸς τὴν Μη­τέ­ρα Του. Καὶ ὅ­πως τὸν Δε­σπό­τη ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ὁ χο­ρὸς τῶν Μα­θη­τῶν, ἔ­τσι τὴν Δέ­σποι­να καὶ Μη­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ὁ χο­ρὸς τῶν μα­θη­τευ­ο­μέ­νων γυ­ναι­κών. Δι­ό­τι στὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ο γρά­φει "ἐ­θαύ­μα­ζον γάρ, πο­τὲ οἱ Μα­θη­ταὶ ὅ­τι με­τὰ γυ­ναι­κὸς ἐ­λά­λει". Δήλ. ἀ­πο­ροῦ­σαν καὶ ἐ­θαύ­μα­ζαν οἱ Μα­θη­τὲς για­τί εἶ­δαν τὸν Κύ­ρι­ο νὰ συ­νο­μι­λῆ μὲ γυ­ναί­κα. Δι­ό­τι ὁ Κύ­ρι­ος δὲν συ­νή­θι­ζε νὰ συ­νο­μι­λῆ μὲ γυ­ναῖ­κες. Ἀλ­λὰ τὸν εὐ­αγ­γε­λι­κὸ δρό­μο τῆς Μη­τρὸς τοῦ Δε­σπό­του, Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου, ποὺ δι­έ­τρε­χε μὲ τὸν Υἱ­ὸ καὶ Δη­μι­ουρ­γό Της, καὶ αὐ­τὲς ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν μα­ζί της. Καὶ δι­α­κο­νοῦ­σαν τὸν κοι­νὸν Δε­σπό­την καὶ Κύ­ρι­ον καὶ τοὺς Μα­θη­τές Του ἀ­πὸ τὰ ὑ­πάρ­χον­τά τους, σὲ ὅ,­τι ἐ­χρει­ά­ζον­το», γρά­φει ὁ ἅ­γι­ος Μό­δε­στος, ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων.

Μυ­ρο­φό­ρος: Ἔρ­ρα­νε τὸν Τά­φον ἡ πρώ­τη Μυ­ρο­φό­ρος Μα­γδα­λη­νὴ Μα­ρία­

Κά­τω ἀ­πὸ τὸν Σταυ­ρό, στέ­κε­ται ἡ θαυ­μα­στὴ Μα­ρί­α καὶ πε­ρι­μέ­νει ἀ­κλό­νη­τη. Στέ­κε­ται στὸν Γολ­γο­θὰ καὶ πε­ρι­μέ­νει μὲ δέ­ος. Βλέ­πει μὲ προ­σο­χὴ τί γί­νε­ται. Δύ­ο κρυ­φοὶ μα­θη­τὲς τοῦ Κυ­ρί­ου ἐμ­φα­νί­ζον­ται, ὁ βου­λευ­τὴς Ἰ­ω­σὴφ καὶ ὁ Νι­κό­δη­μος. Ἔ­χουν πά­ρει ἄ­δει­α ἀ­πὸ τὸν Πι­λά­το νὰ θά­ψουν τὸ Σῶ­μα τοῦ Δι­δα­σκά­λου. Ἀ­πο­κα­θη­λώ­νουν τὸ Πα­νά­γι­ο Σῶ­μα ἀ­πὸ τὸν Σταυ­ρό, τὸ τυ­λί­γουν μὲ εὐ­λά­βει­α καὶ σε­βα­σμὸ στὸ λευ­κὸ σεν­δό­νι. Τὸ ἀ­λεί­φουν μὲ σμύρ­να καὶ ἀ­λό­η. Τὸ ἐν­τα­φι­ά­ζουν μέ­σα στὸ λα­ξευ­μέ­νο και­νούρ­γιο μνῆ­μα, σ' ἕ­να κῆ­πο δί­πλα στὸν Γολ­γο­θά. Καὶ οἱ Μα­θή­τρι­ες τοῦ Κυ­ρί­ου «ἐ­θε­ώ­ρουν ποὺ τί­θε­ται».

«Καὶ ἤ­δη ὀ­ψί­ας γε­νο­μέ­νης, ἐ­πεῖ ἢν Πα­ρα­σκευ­ή, ὁ ἔ­στι προ­σάβ­βα­τον, ἐλ­θῶν Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀ­πὸ Ἀ­ρι­μα­θαί­ας, εὐ­σχή­μων βου­λευ­τής, ὃς καὶ αὐ­τὸς ἢν προσ­δε­χό­με­νος τὴν βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ, τολ­μή­σας εἰ­σῆλ­θε πρὸς Πι­λά­τον καὶ ἠ­τή­σα­το τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ... καὶ ἀ­γο­ρά­σας σιν­δό­να καὶ κα­θε­λῶν αὐ­τὸν ἐ­νεί­λη­σε τὴ σιν­δό­νι καὶ κα­τέ­θη­κεν αὐ­τὸν ἐν μνη­μεί­ω, ὁ ἢν λε­λα­το­μη­μέ­νον ἐκ πέ­τρας, καὶ προ­σε­κύ­λι­σε λί­θον ἐ­πὶ τὴν θύ­ραν τοῦ μνη­μεί­ου. Ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ καὶ Μα­ρί­α Ἰ­ω­σὴ ἐ­θε­ώ­ρουν ποὺ τί­θε­ται» (Μάρκ. ι­ε'42-47).

«Καὶ λα­βῶν τὸ σῶ­μα ὁ Ἰ­ω­σὴφ ἐ­νε­τύ­λι­ξεν αὐ­τὸ σιν­δό­νι κα­θα­ρὰ καὶ ἔ­θη­κεν αὐ­τὸ ἐν τῷ και­νῶ αὐ­τοῦ μνη­μεί­ω ὁ ἐ­λα­τό­μη­σεν ἐν τὴ πέ­τρα καὶ προ­σκυ­λί­σας λί­θον μέ­γαν τὴ θύ­ρα τοῦ μνη­μεί­ου ἀ­πῆλ­θεν. Ἢν δὲ ἐ­κεῖ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ καὶ ἡ ἄλ­λη Μα­ρί­α, κα­θή­με­νοι ἀ­πέ­ναν­τί του τά­φου» (Μάτθ. κζ' 59-61).

Οἱ δύ­ο Μα­θη­τές, Νι­κό­δη­μος καὶ Ἰ­ω­σὴφ ἐν­τα­φί­α­σαν τὸ ἅ­γι­ο Σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀ­φοῦ τὸ ἄ­λει­ψαν μό­νον μὲ σμύρ­να καὶ ἀ­λό­η. Ἀ­ρώ­μα­τα δὲν ἐ­πρό­φθα­σαν νὰ βά­λουν, για­τί ἐ­πλη­σί­α­ζε ἤ­δη ἡ νύ­κτα. Με­τὰ τὸν ἐν­τα­φι­α­σμὸ ἀ­πο­χω­ροῦν. Οἱ Μα­θή­τρι­ες ὅ­μως δὲν φεύ­γουν ἀ­πὸ τὸν Τά­φο. Δὲν μπο­ροῦν νὰ ἀ­πο­χω­ρι­στοῦν τὸν λα­τρευ­τό τους Δι­δά­σκα­λο καὶ Σω­τή­ρα, ἀ­κό­μη καὶ τώ­ρα ποὺ Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι νε­κρός. Τώ­ρα πι­ὸ πο­λὺ ἐ­πι­θυ­μοῦν νὰ ἐκ­φρά­σουν τὴν ἀ­γά­πη τους. Τὰ δά­κρυ­α κυ­λοῦν ἀ­στα­μά­τη­τα. Θρῆ­νοι, ἀ­να­φι­λη­τά, ἀ­να­κα­τε­μέ­να μὲ προ­σευ­χές, μὲ ψι­θύ­ρους, μὲ ἀ­να­στε­ναγ­μούς. Σι­γὰ-σι­γὰ ἀρ­χί­ζει νὰ πέ­φτη ἡ νύ­χτα καὶ τὸ σκο­τά­δι νὰ ἁ­πλώ­νε­ται μέ­σα στὸν κῆ­πο. Οἱ Μα­θή­τρι­ες πρέ­πει νὰ φύ­γουν. Ὄ­χι ὅ­μως γιὰ νὰ κρυ­φθοῦν. Οἱ Ἀ­πό­στο­λοι κρύ­φθη­καν «δι­ὰ τὸν φό­βον τῶν Ἰ­ου­δαί­ων». Αὐ­τὲς θὰ ἐ­πι­στρέ­ψουν στὸν Τά­φο, Μυ­ρο­φό­ρες, φέρ­νον­τας μύ­ρα καὶ ἀ­ρώ­μα­τα ἀ­κρι­βὰ καὶ πο­λύ­τι­μα, γιὰ νὰ «μυ­ρί­σουν» τὸ ἄ­χραν­το Σῶ­μα δήλ. νὰ τὸ ἀ­λεί­ψουν μὲ ἀ­ρώ­μα­τα καὶ μύ­ρα. Νὰ προ­σφέ­ρουν στὸ Πα­νά­γι­ο Σῶ­μα Τοῦ τὶς νε­κρι­κὲς τι­μές, τὸ λα­τρευ­τι­κό τους τε­λευ­ταῖ­ο ἱ­ε­ρὸ κα­θῆ­κον στὸν Δι­δά­σκα­λο.

Εὐ­αγ­γε­λί­στρι­α τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως

Δεῦ­τε ἀ­πὸ θέ­ας γυ­ναῖ­κες εὐ­αγ­γε­λί­στρι­αι, καὶ τὴ Σι­ῶν εἴ­πα­τε. Δέ­χου παρ' ἠ­μῶν χα­ρᾶς εὐ­αγ­γέ­λι­α τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως Χρι­στοῦ.

Φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὰ ἅ­γι­α Εὐ­αγ­γέ­λι­α ὅ­τι ἡ θαυ­μα­στὴ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ πῆ­γε πολ­λὲς φο­ρὲς ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ τοῦ Σαβ­βά­του στὸν Τά­φο. Πῆ­γε πρῶ­τα μα­ζὶ μὲ τὴν Θε­ο­τό­κο νύ­χτα ἀ­κό­μη, πο­λὺ πρὶν ξη­με­ρώ­ση (Βλ. Μάτθ. κή', 1-10). Πῆ­γε μα­ζὶ μὲ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες ἀρ­γό­τε­ρα (Λούκ. κδ' 1-10 καὶ Μάρκ. ἰ­στ', 1-8). Ἦρ­θε ἀ­κό­μη μί­α φο­ρὰ μα­ζὶ μὲ τοὺς Ἀ­πο­στό­λους Πέ­τρο καὶ Ἰ­ω­άν­νη (Ἰ­ω. κ', 1-10). Οἱ εὐ­σε­βεῖς Μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναῖ­κες ἀ­ξι­ώ­θη­καν αὐ­τὲς πρῶ­τες νὰ ἀ­κού­σουν ἀ­πὸ Ἄγ­γε­λο Κυ­ρί­ου τὸ εὐ­φρό­συ­νο μή­νυ­μα ὅ­τι «ἠ­γέρ­θη ὁ Κύ­ρι­ος» καὶ νὰ γί­νουν πρῶ­τες καὶ ἀ­ψευ­δεῖς μάρ­τυ­ρες τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως.

Ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς μᾶς ἀ­να­φέ­ρει πε­ρὶ τῆς ἐ­πι­σκέ­ψε­ως τῶν Μυ­ρο­φό­ρων στὸν τά­φο: «Οἱ Μυ­ρο­φό­ρες ἦ­ταν πολ­λὲς καὶ ἦλ­θαν στὸν τά­φο ὄ­χι μί­α φο­ρὰ ἀλ­λὰ δύ­ο καὶ τρεῖς φο­ρές, συν­τρο­φιὰ μὲν ἀλλ' ὄ­χι οἱ ἴ­διες καὶ κα­τὰ τὸν ὄρ­θρο ὅ­λες, ἀλ­λὰ ὄ­χι τὴν ἴ­δια ὥ­ρα ἀ­κρι­βῶς. Ἡ δὲ Μα­γδα­λη­νὴ ἦλ­θε πά­λι μό­νη της καὶ ἔ­μει­νε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Πρώ­τη ἀπ' ὅ­λες ἦλ­θε στὸν τά­φο τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ ἡ Θε­ο­τό­κος, ἔ­χον­τας μα­ζί της τὴν Μα­ρί­α τὴν Μα­γδα­λη­νή... Ἡ Παρ­θε­νο­μή­τωρ ἔ­φθα­σε τὴν στιγ­μὴ ποὺ γι­νό­ταν ὁ σει­σμός, ἀ­πο­κυ­λί­σθη­κε ἡ πέ­τρα καὶ ἀ­νοι­γό­ταν ὁ τά­φος καὶ οἱ φύ­λα­κες ἦ­ταν πα­ρόν­τες, ἂν καὶ συγ­κλο­νι­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὸν φό­βο. Γι' αὐ­τὸ με­τὰ τὸν σει­σμὸ αὐ­τοὶ ἀ­να­ση­κώ­θη­καν καὶ ἐ­κοί­τα­ξαν ἀ­μέ­σως νὰ φύ­γουν, ἐ­νῶ ἡ Θε­ο­μή­τωρ ἐν­τρυ­φοῦ­σε στὴν θέ­α. Ἐ­γώ, πάν­τως, νο­μί­ζω ὅ­τι γι' Αὐ­τὴν πρώ­τη ἀ­νοί­χθη­κε ὁ ζω­η­φό­ρος ἐ­κεῖ­νος Τά­φος. Ὅ­τι γι' Αὐ­τὴν ἄ­στρα­ψε ἔ­τσι ὁ ἄγ­γε­λος, ὥ­στε ἂν καὶ ἦ­ταν ἀ­κό­μη σκο­τά­δι, Αὐ­τὴ μὲ τὸ πλού­σι­ο φῶς τοῦ ἀγ­γέ­λου ὄ­χι μό­νο νὰ δὴ ὅ­τι ὁ τά­φος ἦ­ταν ἄ­δειος, ἀλ­λὰ καὶ τὰ ἐν­τά­φι­α νὰ εἶ­ναι τα­κτο­ποι­η­μέ­να καὶ πο­λυ­τρό­πως νὰ μαρ­τυ­ροῦν τὴν ἔ­γερ­ση τοῦ ἐν­τα­φι­α­σθέν­τος. Ἦ­ταν δὲ προ­φα­νῶς ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς ἄγ­γε­λος ὁ ἴ­διος ὁ Γα­βρι­ήλ, ὁ ὁ­ποῖ­ος λέ­γει στὶς γυ­ναῖ­κες ποῦ ἤ­σαν μα­ζὶ μὲ τὴν Θε­ο­τό­κο: "Μὴ φο­βεῖ­σθε ἐ­σεῖς, ζη­τεί­τα τὸν Ἰ­η­σοῦ τὸν σταυ­ρω­μέ­νον; Ἀ­να­στή­θη­κε. Ἰ­δοὺ ὁ τό­πος ὅ­που ἐ­κει­τό­ταν ὁ Κύ­ρι­ος..." Ἡ θε­ο­μή­τωρ Παρ­θέ­νος συ­νο­δευ­ο­μέ­νη ἀ­πὸ τὶς ἄλ­λες Μυ­ρο­φό­ρες ἐ­πέ­στρε­ψε καὶ ἰ­δοὺ ὁ Ἰ­η­σοῦς τὶς συ­νάν­τη­σε λέ­γον­τας. "χαί­ρε­τε". Ἡ Θε­ο­τό­κος, ὅ­ταν συ­νάν­τη­σε τὸν Υἱ­ό της καὶ Θε­ό, πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες εἶ­δε καὶ ἀ­να­γνώ­ρι­σε τὸν Ἀ­να­στάν­τα, καὶ προ­σπί­πτον­τας ἐ­πί­α­σε τὰ πό­δια Του καὶ ἔ­γι­νε Ἀ­πό­στο­λός Του πρὸς τοὺς Ἀ­πο­στό­λους. Ἡ Θε­ο­τό­κος πρὶν ἀ­πὸ ὅ­λους, Αὐ­τὴ εἶ­δε τὸν Ἀ­να­στάν­τα καὶ ἀ­πή­λαυ­σε τὴ θεί­α ὁ­μι­λί­α Του. ...Πρώ­τη καὶ μό­νη ἄγ­γι­ξε τὰ ἄ­χραν­τα πό­δια Του, ἔ­στω καὶ ἂν οἱ Εὐ­αγ­γε­λι­σταὶ δὲν τὰ λέ­γουν φα­νε­ρὰ ὅ­λα αὐ­τά, μὴ θέ­λον­τας νὰ προ­σα­γά­γουν ὡς μάρ­τυ­ρα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τὴν Μη­τέ­ρα, γιὰ νὰ μὴ δώ­σουν ἀ­φορ­μὴ ὑ­πο­ψί­ας στοὺς ἀ­πί­στους».

...Δί­α τοῦ­το καὶ ὁ Γρη­γό­ρι­ος ὁ Θε­ο­λό­γος ταύ­την τὴν σω­τή­ρι­ον συμ­βου­λὴν δί­δει εἰς κά­θε ψυ­χὴν νὰ εἶ­ναι πρό­θυ­μος καὶ νὰ δα­κρύ­η, ἴ­να ἀ­ξι­ω­θῆ νὰ ἀ­πο­λαύ­ση νο­ε­ρῶς ἐ­κεῖ­να ποὺ ἠ­ξι­ώ­θη­σαν νὰ ἰ­δοῦν αἳ μυ­ρο­φό­ροι αἰ­σθη­τῶς, οὕ­τω λέ­γων: "Καν Μα­ρί­α τὶς ἤς, καν ἡ ἄλ­λη Μα­ρί­α, καν Σα­λώ­μη, καν Ἰ­ω­άν­να, δά­κρυ­σον ὀρ­θρί­α. ἴ­δε πρώ­τη τὸν λί­θον ἠρ­μέ­νον, τυ­χὸν δὲ καὶ τοὺς Ἀγ­γέ­λους καὶ Ἰ­η­σοῦν αὐ­τὸν" (Λό­γος εἰς τὸ Πά­σχα)... Βλέ­πε, ἀ­γα­πη­τὲ ἀ­να­γνώ­στα, πό­σην με­γά­λην ὠ­φέ­λει­αν προ­ξε­νοῦν τὰ δά­κρυ­α. Δι­ό­τι αὐ­τὰ ἔ­κα­ναν τὶς Μυ­ρο­φό­ρους γυ­ναῖ­κες νὰ ἰ­δοῦν τὸν Ἀ­να­στάν­τα Χρι­στόν. αὐ­τὰ τὶς ἔ­κα­ναν νὰ ἰ­δοῦν τοὺς Ἀγ­γέ­λους. αὐ­τὰ τὶς ἀ­ξί­ω­σαν νὰ γί­νουν τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως πρῶ­ται κή­ρυ­κες, καὶ νὰ χρη­μα­τί­σουν τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ Εὐ­αγ­γε­λι­στῶν τοῦ Κυ­ρί­ου εὐ­αγ­γε­λί­στρι­αι»22.

Γιὰ τὸν θρῆ­νο τῆς Μα­ρί­ας τῆς Μα­γδα­λη­νῆς ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸν Τά­φο γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος: «Τὸ γυ­ναι­κεῖ­ο φύ­λο δι­α­κρί­νε­ται κα­τὰ κά­ποιον τρό­πο γιὰ τὴν λε­πτό­τη­τα τῶν αἰ­σθη­μά­των του καὶ ἔ­χει με­γα­λύ­τε­ρη τά­ση πρὸς οἶ­κτο. Αὐ­τὸ τὸ λέ­γω, γιὰ νὰ μὴν ἀ­πο­ρή­σης, για­τί τέ­λος πάν­των, ἡ Μα­ρί­α θρη­νοῦ­σε πι­κρὰ στὸν τά­φο, ἐ­νῶ ὁ Πέ­τρος δὲν ἔ­κα­νε κά­τι πα­ρό­μοι­ο... Οἱ μα­θη­τές, λοι­πόν, ἔ­φυ­γαν γιὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψουν στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἐ­νῶ ἐ­κεί­νη στά­θη­κε κον­τὰ στὸν τά­φο. Ἦ­ταν με­γά­λη πα­ρη­γο­ριὰ νὰ βλέ­πη τὸ μνῆ­μα. Νά, τὴν κοι­τά­ζεις, ποὺ σκύ­βει καὶ θέ­λει νὰ δὴ τὸν τό­πο ὅ­που βρι­σκό­ταν τὸ σῶ­μα, προ­κει­μέ­νου νὰ πα­ρη­γο­ρη­θῆ; Γι' αὐ­τὸ καὶ ἔ­λα­βε με­γά­λο μι­σθό, γι' αὐ­τὴν τὴν με­γά­λη φρον­τί­δα της. Για­τί ἐ­κεῖ­νο ποὺ δὲν εἶ­δαν οἱ Μα­θη­τές, τὸ εἶ­δε πρώ­τη ἡ γυ­ναί­κα. Εἶ­δε δήλ. δύ­ο Ἀγ­γέ­λους, νὰ κά­θον­ται ὁ ἕ­νας πρὸς τὸ μέ­ρος τῶν πο­διῶν καὶ ὁ ἄλ­λος πρὸς τὸ μέ­ρος τῆς κε­φα­λῆς, μὲ λευ­κὴ ἐν­δυ­μα­σί­α καὶ τὸ πρό­σω­πο γε­μά­το ἀ­πὸ πολ­λὴ φαι­δρό­τη­τα καὶ χα­ρὰ»23. Ἀ­πὸ τὴν ἐμ­φά­νι­ση τῶν δύ­ο Ἀγ­γέ­λων ἡ Μα­ρί­α μέ­νει ἔκ­πλη­κτη, θαμ­πω­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­δο­ξο θέ­α­μα. «Γυ­ναί­κα, για­τί κλαῖς; Ποιὸν ζη­τεῖς;» Τὴν ρω­τοῦν. Καὶ αὐ­τὰ τὰ εἶ­παν, κα­τὰ κά­ποιον τρό­πον σὰν νὰ τὴν ἐ­πέ­πλητ­ταν:

-Για­τί κλαῖς, ἀ­φοῦ τό­σα εἶ­δες; Ἀ­κό­μη φο­βεῖ­σαι καὶ δὲν μπο­ρεῖς νὰ ἐν­νο­ή­σης τί­πο­τε ὑ­ψη­λό­τε­ρο; Ἀ­κό­μη ἀμ­φι­βάλ­λεις καὶ δι­στά­ζεις; Ποιὸν ζη­τεῖς; Ἐ­κεῖ­νον ποῦ ἠ­γέρ­θη; Ποῦ ἀ­να­στή­θη­κε; Βλέ­πεις Ἀγ­γέ­λους νὰ κά­θον­ται μέ­σα στὸν τά­φο καὶ ἐ­σὺ ἀ­κό­μη πι­στεύ­εις, ὅ­τι ἐ­σύ­λη­σαν τὸ Σῶ­μα; Ποιὸς μπο­ρεῖ νὰ κλέ­ψη Βα­σι­λέ­α ποῦ φρου­ρεῖ­ται ἀ­πὸ ἀγ­γε­λι­κὴ φρου­ρά;

Καὶ ἐ­κεί­νη λέ­γει: «Πῆ­ραν τὸν Κύ­ρι­ό μου ἀ­πὸ τὸ μνη­μεῖ­ο, καὶ δὲν γνω­ρί­ζω ποῦ τὸν ἔ­βα­λαν» (Ἰ­ω. κ', 13). Αὐ­τὸ ποὺ εἶ­πε προ­η­γου­μέ­νως στοὺς Ἀ­πο­στό­λους, αὐ­τὸ λέ­γει καὶ στοὺς Ἀγ­γέ­λους.

«Ἀλλ' ὢ τῆς κα­λῆς καρ­τε­ρί­ας! Ὢ τῆς ἐ­παι­νε­τῆς πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νης! Οὐ πα­ρεῖ­δεν αὐ­τὴν ὁ πο­θού­με­νος. Οὐκ ἀ­φῆ­κε τὴ ἀ­πι­στί­α βυ­θί­ζε­ται ὁ ζη­τού­με­νος. Ἀλ­λὰ τὸν ζέ­ον­τα πό­θον ἰ­δών, αὐ­το­μά­τως ἐ­φι­στᾶ­ται» (Θε­οφ. Κε­ρα­μέ­ως Ὁ­μι­λί­α ΛΕ', εἰς τὸ ὄ­γδο­ον ἑ­ω­θι­νόν).

Τό­τε, στρά­φη­κε πί­σω ἡ Μα­ρί­α καὶ βλέ­πει τὸν Ἰ­η­σοῦ! Πῶς ἐ­στρά­φη ξαφ­νι­κὰ πρὸς τὰ πί­σω, ἐ­νῶ μι­λοῦ­σε μὲ τοὺς Ἀγ­γέ­λους; Ἀ­πὸ τὴν ὄ­ψη καὶ τὸ βλέμ­μα τῶν Ἀγ­γέ­λων, ἀ­πὸ τὴν ἔκ­πλη­ξή τους καὶ τὴν στά­ση τους, μό­λις ἀν­τι­κρυ­σαν τὸν Κύ­ρι­ο. Γυ­ρί­ζει καὶ αὐ­τὴ πρὸς τὰ πί­σω καὶ βλέ­πει τὸν Ἰ­η­σοῦ. Καὶ ἐ­κεῖ­νος τὴν ρω­τά­ει: «Γύ­ναι, τί κλαί­εις; Τί­να ζη­τεῖς;» (Ἰ­ω. κ', 15). Δὲν Τὸν ἀ­να­γνω­ρί­ζει ἀ­κό­μη. Τὰ μά­τια τῆς «ἐ­κρα­τοῦν­το του μὴ ἐ­πι­γνῶ­ναι αὐ­τὸν» (Βλ. Λούκ. κδ', 16), ὅ­πως ἔ­γι­νε μὲ τοὺς δύ­ο Μα­θη­τὲς ποὺ βά­δι­ζαν πρὸς τὴν Ἐμ­μα­ούς. Ἴ­σως δὲν Τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­σε ἀ­μέ­σως, ἐ­πει­δὴ τὰ μά­τια τῆς θάμ­πω­σαν ἀ­πὸ τὸ πο­λὺ κλά­μα καὶ δὲν ἔ­βλε­πε κα­θα­ρά. Ἴ­σως ἀ­κό­μη δὲν εἶ­χε φέ­ξει κα­λὰ ἡ μέ­ρα. Ἴ­σως, δι­ό­τι ἔ­τσι ὁ ἴ­διος ὁ Ἰ­η­σοῦς οἰ­κο­νό­μη­σε, ἐμ­φα­νι­ζό­με­νος μὲ τὴν πι­ὸ τα­πει­νὴ καὶ κοι­νὴ ἐν­δυ­μα­σί­α, ὥ­στε νὰ τὸν νο­μί­ση γιὰ κη­που­ρό. Καὶ τοῦ λέ­γει: «Κύ­ρι­ε, ἐ­ὰν ἐ­σὺ τὸν πῆ­ρες στὰ χέ­ρια σου, πές μου ποὺ τὸν ἔ­χεις το­πο­θε­τή­σει, κι ἐ­γὼ θὰ τὸν πά­ρω ἀ­πὸ ἐ­κεῖ». Ὢ τῆς γυ­ναι­κεί­ας ἀ­γά­πης! «Ὢ τῆς εὐ­νοί­ας καὶ φι­λο­στορ­γί­ας τῆς γυ­ναι­κός!» (Ἰ­ω­άν­νης Χρυ­σό­στο­μος). Καὶ ἡ ἀ­πάν­τη­ση; Τὸ ἄ­κου­σμα τοῦ ὀ­νό­μα­τός της ἀ­πὸ τὸ γλυ­κὺ στό­μα τοῦ Κυ­ρί­ου: «Μα­ρί­α!». Στρέ­φε­ται, λέ­γει, αὐ­τὴ τό­τε καὶ συγ­κλο­νι­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸ ἄ­κου­σμα, αὐ­θόρ­μη­τα ἀ­παν­τᾶ: «Ραβ­βου­νὶ» δήλ. Δι­δά­σκα­λε. Ὁ Θε­ὸς Λό­γος, ποὺ γνω­ρί­ζει καὶ βλέ­πει τοὺς δι­α­λο­γι­σμοὺς καὶ τὶς καρ­διὲς τῶν ἀν­θρώ­πων, δὲν τὴν ἀ­φή­νει νὰ βα­σα­νί­ζε­ται ἄλ­λο. Φώ­τι­σε τὸν νοῦ της, φώ­τι­σε τοὺς ὀ­φθαλ­μούς της νὰ δὴ καὶ νὰ κα­τα­νό­η­ση ποιὸς εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὰ αὐ­τὸς ποὺ τῆς μι­λᾶ. Σπεύ­δει τό­τε νὰ ἀγ­κα­λιά­ση καὶ νὰ ἀ­σπα­στῆ τὰ πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἀλ­λὰ Αὐ­τὸς τὴν ἀ­πο­τρέ­πει καὶ τῆς λέ­γει: «Μὴ μοῦ ἅ­πτου. οὔ­πω γὰρ ἀ­να­βέ­βη­κα πρὸς τὸν Πα­τέ­ρα μου» (Ἰ­ω. κ', 17). Στά­σου μα­κρι­ά. Μὴ μὲ ἐγ­γί­ζεις. Ἐ­πει­δὴ ἦ­το ἀ­κό­μη ἡ Μα­ρί­α ἀ­τε­λὴς κα­τὰ τὸ φρό­νη­μα, καὶ Τὸν ἀ­να­ζη­τοῦ­σε στὸν Τά­φο ὡς ἄν­θρω­πο, θέ­λει νὰ ἀ­νυ­ψώ­ση τὸ φρό­νη­μά της, ὥ­στε νὰ μὴν τὸν νο­μί­ζη πλέ­ον ἄν­θρω­πο, ἀλ­λὰ καὶ Θε­ό. «Μὴ μὲ πλη­σί­α­σης, μὴ μὲ ἀγ­γί­ξης». Δὲν φέ­ρω πλέ­ον τὸ ἴ­διο φθαρ­τὸ σῶ­μα, τὴν σάρ­κα τῆς πα­χύ­τη­τος καὶ τῆς φθο­ρᾶς. Τὸ Σῶ­μα αὐ­τὸ δὲν μπο­ρεῖ­τε νὰ τὸ πλη­σι­ά­σε­τε καὶ νὰ τὸ ἀγ­γί­ξε­τε. «Ἐ­πει­δὴ ἡ δι­ά­νοι­ά σου δὲν ἤγ­γι­σε τὸ ὕ­ψος τοῦ σχε­τι­κὰ μ' ἐ­μὲ μυ­στη­ρί­ου, ὅ­τι ἐ­νῶ εἶ­μαι Θε­ός, τώ­ρα βλέ­πο­μαι σὲ σῶ­μα, καὶ μά­λι­στα θε­ο­ει­δές, γι' αὐ­τὸ μὴ μ' ἐγ­γί­ζεις»24.

Καὶ ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος Νύσ­σης γρά­φει σχε­τι­κῶς: «Ἂς μὴ ζη­τή­σου­με ἀ­νά­με­σα στοὺς νε­κροὺς αὐ­τὸν ποὺ ζῆ. Ὁ Κύ­ρι­ος ἀ­πω­θεῖ ὅ­ποιον τὸν ζη­τεῖ μ' αὐ­τὸν τὸν τρό­πον, λέ­γον­τάς του "μὴ μοῦ ἅ­πτου". Ὅ­ταν ἀ­νε­βῶ στὸν Πα­τέ­ρα μου τό­τε θὰ σοὺ ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ μὲ ἀγ­γί­ζης. Θέ­λει νὰ πῆ μὴν ἀ­πο­τυ­πώ­σης στὴν πί­στη σου τὴν σω­μα­τι­κὴ καὶ δου­λι­κὴ μορ­φή μου, ἀλ­λὰ νὰ λα­τρεύ­ης αὐ­τὸν ποὺ βρί­σκε­ται στὴν δό­ξα τοῦ Πα­τέ­ρα καὶ ὑ­πάρ­χει μὲ τὴν μορ­φὴ τοῦ Θε­οῦ καὶ ποὺ εἶ­ναι Λό­γος τοῦ Θε­οῦ»25.

«Τὸ Μὴ μοῦ ἅ­πτου μπο­ρεῖ νὰ ση­μαί­νη καὶ τὴν νο­η­τὴ προ­σέγ­γι­ση καὶ ἐ­πα­φή. Δι­ό­τι (ἡ Μα­ρί­α) ἤ­θε­λε νὰ ἐ­ρευ­νή­ση πῶς οἰ­κο­νο­μή­θη­κε τὸ Μυ­στή­ρι­ο τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Τὴν ἀ­πο­μα­κρύ­νει καὶ τὴν ἀ­πο­θαρ­ρύ­νει ἀ­πὸ τέ­τοιου εἴ­δους ἐ­ρω­τή­σεις καὶ εἶ­ναι σὰν νὰ τῆς λέ­γη, μὴν ἐ­ρευ­νᾶς καὶ θέ­λεις νὰ ἐ­ξε­τά­σης αὐ­τὰ ποὺ εἶ­ναι πά­νω ἀ­πὸ τὶς δυ­νά­μεις σου καὶ τὰ μέ­τρα σου. Για­τί ἀ­κό­μη δὲν μπο­ρεῖς νὰ ἀ­νε­βῆς καὶ νὰ φθά­σης σὲ τέ­τοιου εἴ­δους μυ­στα­γω­γί­α. Ἐ­πει­δὴ "Δὲν ἀ­νέ­βη­κα ἀ­κό­μη πρὸς τὸν Πα­τέ­ρα μου", ὥ­στε κι ἐ­σᾶς νὰ σᾶς ἑλ­κύ­σω καὶ νὰ σᾶς ἀ­νε­βά­σω στὴν ὑ­ψη­λό­τε­ρη θε­ω­ρί­α καὶ γνώ­ση ποὺ θὰ γί­νη μὲ τὴν κά­θο­δο σ' ἐ­σᾶς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος»26.

Με­γά­λη τι­μὴ γιὰ τὴν Μα­ρί­α νὰ ἀ­ξι­ω­θῆ νὰ ἰ­δῆ τὸν Κύ­ρι­ο, πρώ­τη με­τὰ τὴν Θε­ο­τό­κο. Με­γά­λη εὐ­τυ­χί­α γιὰ τὴν Μα­ρί­α νὰ ἰ­δῆ πρώ­τη τὸν Ἀ­να­στάν­τα Ἰ­η­σοῦ καὶ νὰ μι­λή­ση μα­ζί Του, με­τὰ τὴν Θε­ο­τό­κο. Με­γά­λη ἡ τι­μὴ νὰ τὴν στεί­λη στοὺς Ἀ­πο­στό­λους, νὰ μά­θουν καὶ αὐ­τοὶ τὴν χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση. Δι­ό­τι ἀ­μέ­σως με­τὰ προ­σθέ­τει: «Πο­ρεύ­ου δὲ πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς μου καὶ εἰ­πὲ αὐ­τοῖς. ἀ­να­βαί­νω πρὸς τὸν πα­τέ­ρα μου καὶ πα­τέ­ρα ὑ­μῶν, καὶ Θε­όν μου καὶ Θε­ὸν ὑ­μῶν» (Ἰ­ω. κ' 17). Καὶ συ­νε­χί­ζει ὁ ἅ­γι­ος Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης: «Ἔρ­χε­ται Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ ἀ­παγ­γέ­λου­σα τοῖς μα­θη­ταῖς ὅ­τι ἐ­ώ­ρα­κε τὸν Κύ­ρι­ον, καὶ ταῦ­τα εἶ­πεν αὐ­τή». Γί­νε­ται ἡ Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ τῶν Ἀ­πο­στό­λων ἀ­πό­στο­λος, τῶν Μα­θη­τῶν κή­ρυ­κας, τῶν Εὐ­αγ­γε­λι­στῶν εὐ­αγ­γε­λί­στρι­α. Ὁ Χρι­στὸς τὴν δι­ά­λε­ξε γι' αὐ­τὴν τὴν ὑ­ψη­λὴ δι­α­κο­νί­α καὶ ἀ­πο­στο­λή. «Αὐ­τή, λοι­πόν, φεύ­γει -λέ­γει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος- γιὰ νὰ ἀ­ναγ­γεί­λη αὐ­τὰ στοὺς Μα­θη­τές. Τό­σο σπου­δαῖ­ο πράγ­μα εἶ­ναι, λέ­γει, ἡ προ­σε­δρί­α­27 καὶ ἡ καρ­τε­ρί­α» (Ἑρ­μη­νεί­α στὸ κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νη Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, Ὁ­μι­λί­α Πστ').

Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ὑ­μνο­λο­γί­α μας, βα­σι­σμέ­νη στὸ κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νην Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, ἀ­πο­τύ­πω­σε τὸν συγ­κι­νη­τι­κὸ δι­ά­λο­γο τῆς Μα­ρί­ας Μα­γδα­λη­νῆς μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸν Τά­φο, σ' ἕ­ναν ὑ­πέ­ρο­χο ὕ­μνο:

«Εἰς τὸ μνῆ­μα σὲ ἐ­πε­ζή­τη­σεν, ἐλ­θοῦ­σα τὴ μί­α τῶν Σαβ­βά­των, Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νή. μὴ εὑ­ροῦ­σα δὲ ὠ­λο­φύ­ρε­το, κλαυθ­μῶ βο­ώ­σα. Οἶ­μοι! Σω­τήρ μου, πῶς ἐ­κλά­πης πάν­των βα­σι­λεῦ; Ζεῦ­γος δὲ ζω­η­φό­ρων Ἀγ­γέ­λων, ἔν­δο­θεν τοῦ μνη­μεί­ου ἐ­βό­α. Τί κλαί­εις, ὢ γύ­ναι; Κλαί­ω, φη­σίν, ὅ­τι ἦ­ραν τὸν Κύ­ρι­όν μου τοῦ τά­φου, καὶ οὐκ οἶ­δα ποὺ ἔ­θη­καν αὐ­τόν. Αὐ­τὴ δὲ στρα­φεῖ­σα ὀ­πί­σω, ὡς κα­τεῖ­δε σέ, εὐ­θέ­ως ἐ­βό­α: Ὁ Κύ­ρι­ός μου καὶ ὁ Θε­ός μου, δό­ξα σοὶ».

«Λί­αν πρω­ὶ ἔ­δρα­με ἡ Μα­ρί­α στὸν τά­φο καὶ γι' αὐ­τὸ εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται τὸ μυ­στή­ρι­ον τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Ἡ προ­θυ­μί­α τῆς γυ­ναι­κὸς ὑ­πε­ρέ­βη τὴν προ­θυ­μί­α τῶν ἀν­δρῶν. Δὲν ἔ­πρε­πε αὐ­τὴ πρῶ­τα νὰ δε­χθῆ τῆς χα­ρᾶς τὰ μη­νύ­μα­τα; Ἂς ἀ­πο­λαύ­ση πρώ­τη της Ἀ­να­στά­σε­ως τὴν χα­ρὰ ἐ­κεί­νη ποὺ ἐ­δο­κί­μα­σε καὶ τοῦ πά­θους τὴν πι­κρό­τη­τα. Ἂς γί­νη μη­νύ­τρι­α τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως ἐ­κεί­νη ποὺ τὸ Πο­τή­ρι­ον τοῦ θα­νά­του τοῦ Κυ­ρί­ου πρώ­τη εἶ­δε. Ἐ­λᾶ­τε, γυ­ναῖ­κες, ἐ­σεῖς ποὺ ξε­πε­ρά­σα­τε μὲ τὴν προ­θυ­μί­α σᾶς τοὺς Ἀ­πο­στό­λους, καὶ γι' αὐ­τὸ ἀ­ξι­ω­θή­κα­τε τὴν θεί­α ὀ­πτα­σί­α, ἐ­λᾶ­τε νὰ δι­ώ­ξε­τε ἀ­πὸ τὶς καρ­διὲς τῶν Μα­θη­τῶν τὸ σκο­τά­δι τῆς δει­λί­ας. Ἐ­λᾶ­τε νὰ τοὺς μη­νύ­σε­τε τὴν ἔ­λευ­ση τοῦ Κυ­ρί­ου. Γί­νε­τε δά­σκα­λοι σ' αὐ­τοὺς ποὺ θὰ δι­δά­ξουν ὅ­λη τὴν οἰ­κου­μέ­νη. Δῶ­στε φῶς σ' ἐ­κεί­νους ποὺ ἑ­τοι­μά­ζον­ται νὰ δι­α­σκορ­πί­σουν σ' ὅ­λην τὴν γῆ τὴν ἀ­λή­θει­α τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Φω­τός. Δεῖξ­τε σ' αὐ­τοὺς πό­ση εἶ­ναι ἡ δι­α­φο­ρὰ τῆς με­γα­λο­ψυ­χί­ας, τῆς προ­θυ­μί­ας, τῆς τόλ­μης, ποὺ κα­τοι­κεῖ στὶς καρ­διὲς τῶν γυ­ναι­κὼν ἀ­πὸ τὶς καρ­διὲς τῶν ἀν­δρῶν. Ἂς μά­θουν ἀ­πὸ τὴν δι­κή σας προ­θυ­μί­α, πό­σος φό­βος τοὺς κυ­ρι­εύ­ει. Ἐ­πει­δὴ τὸν και­ρὸ ποὺ ἐ­κεῖ­νοι ἔ­ψα­ξαν τὰ πι­ὸ σκο­τει­νὰ καὶ κρυ­φὰ μέ­ρη γιὰ νὰ κρυ­φθοῦν, ἐ­σεῖς τρέ­ξα­τε στὸν Τά­φο καὶ δὲν ὑ­πο­λο­γί­σα­τε οὔ­τε τὸν φό­βο τῶν ἐ­χθρῶν, οὔ­τε τὴν λύσ­σα τῶν Φα­ρι­σαί­ων, οὔ­τε τὶς ἀ­πει­λὲς τῶν Γραμ­μα­τέ­ων. Τὸ σκο­τά­δι σᾶς φά­νη­κε φῶς, οἱ ὁ­πλι­σμέ­νοι στρα­τι­ῶ­τες συ­νο­δοι­πό­ροι σας, οἱ ἀ­πει­λὲς τῶν ἀρ­χι­ε­ρέ­ων βο­η­θοί σας στὸν σκο­πό σας νὰ "μυ­ρί­σε­τε" δήλ. νὰ ἀ­λεί­ψε­τε μὲ μύ­ρα τὸ δε­σπο­τι­κὸν σῶ­μα» .

Ἡ Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ ἀγ­γε­λι­ο­φό­ρος πρὸς τοὺς Μα­θη­τές. Ἀ­πὸ τὸ στό­μα της θὰ δι­α­λα­λη­θῆ τὸ μή­νυ­μα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, «χα­ρᾶς εὐ­αγ­γέ­λι­α τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως Χρι­στοῦ». Αὐ­τό, ὅ­μως ἦ­ταν καὶ θε­ϊ­κὴ οἰ­κο­νο­μί­α. Δι­ό­τι ἀ­πὸ τὴν γυ­ναί­κα ἦλ­θε ἡ λύ­πη στὸν κό­σμο. Ἡ προ­μή­τωρ Εὕ­α ἔ­γι­νε πρό­ξε­νος λύ­πης στὸν Ἀ­δάμ. Μί­α γυ­ναί­κα πά­λι θὰ γί­νη τώ­ρα μη­νυ­τὴς τῆς χα­ρᾶς στοὺς ἄν­δρες. Γυ­ναί­κα ἔ­φε­ρε τὴν πτώ­ση. Ἀλ­λὰ καὶ γυ­ναί­κα θὰ δι­α­κη­ρύ­ξη τὸ σω­τή­ρι­ο γε­γο­νὸς τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως.

«Τὸ χαῖ­ρε ταῖς Μυ­ρο­φό­ροις φθεγ­ξά­με­νος, τὸν θρῆ­νον τῆς Προ­μή­το­ρος Εὕ­ας κα­τέ­παυ­σας, τὴ Ἀ­να­στά­σει Σου, Χρι­στὲ ὁ Θε­ός. τοῖς Ἀ­πο­στό­λοις δὲ τοῖς σοῖς κη­ρύτ­τειν ἐ­πέ­τα­ξας. ὁ Σω­τὴρ ἐ­ξα­νέ­στη τοῦ μνή­μα­τος».

Ἰ­σα­πό­στο­λος

Με­τὰ ἀ­πὸ ὅ­λα αὐ­τὰ ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ ἔ­μει­νε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, μα­ζὶ μὲ τὴν Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο καὶ τὶς ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴν Ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Κυ­ρί­ου στοὺς Οὐ­ρα­νούς, ὅ­πως δι­α­βά­ζο­με στὶς Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων, συ­νή­θι­ζαν νὰ συγ­κεν­τρώ­νον­ται στὸ ὑ­πε­ρῶ­ον καὶ νὰ προ­σεύ­χον­ται μα­ζὶ μὲ τοὺς Ἀ­πο­στό­λους καὶ ὅ­λους τους Μα­θη­τὲς τοῦ Κυ­ρί­ου. «Ὅ­λοι αὐ­τοὶ μὲ μί­α ψυ­χὴ καὶ μὲ μί­α καρ­διὰ ἀ­κού­ρα­στα προ­σεύ­χον­ταν καὶ ἐ­δέ­ον­το στὸν Θε­ὸ μα­ζὶ καὶ μὲ ἄλ­λες εὐ­σε­βεῖς γυ­ναῖ­κες, ποὺ εἶ­χαν ἀ­κο­λου­θή­σει τὸν Κύ­ρι­ο, ὅ­πως ἐ­πί­σης μα­ζὶ μὲ τὴν Μα­ρί­α τὴν μη­τέ­ρα τοῦ Ἰ­η­σοῦ καὶ μὲ αὐ­τοὺς ποὺ ἐ­νο­μί­ζον­το ἀ­δελ­φοί του» (Πράξ. α', 14). Ἐ­κεῖ στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἡ ἁ­γί­α Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ ἐ­πι­δό­θη­κε σὲ σπου­δαῖ­ο φι­λαν­θρω­πι­κὸ ἔρ­γο μα­ζὶ μὲ τὴν Θε­ο­τό­κο, μοι­ρά­ζον­τας τὰ πλού­τη της στοὺς φτω­χούς.

Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴν Ἐ­πι­φοί­τη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, οἱ Ἀ­πό­στο­λοι δι­α­σκορ­πί­σθη­καν σὲ δι­ά­φο­ρους τό­πους γιὰ νὰ κη­ρύ­ξουν τὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, σ' ὅ­λα τὰ ἔ­θνη καὶ σ' ὅ­λους τους λα­ούς, ὅ­που τους κα­τηύ­θυ­νε τὸ Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα. Καὶ ἡ μα­κα­ρί­α Μα­ρί­α, ὅ­πως λέ­γει κά­ποια πα­ρά­δο­ση, ξε­κί­νη­σε νὰ φθά­ση στὴν Ρώ­μη, γιὰ νὰ ζη­τή­ση ἀ­πὸ τὸν Καί­σα­ρα Τι­βέ­ρι­ο­31 νὰ ἀ­πο­δώ­ση δι­και­ο­σύ­νη γιὰ τὸν ἄ­δι­κο θά­να­το τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­κο­λου­θών­τας τὸν δρό­μο καὶ τὴν ζω­ὴ τῶν Ἀ­πο­στό­λων, ἀρ­χί­ζει τὴν μα­κρι­νὴ ὁ­δοι­πο­ρί­α, κα­τα­φρο­νών­τας κό­πους, ἐμ­πό­δι­α καὶ δυ­σκο­λί­ες. Καθ' ὁ­δὸν δι­δά­σκει καὶ κη­ρύτ­τει. Δι­η­γεῖ­ται καὶ δι­α­κη­ρύτ­τει τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου. «Καὶ ποιὸς μπο­ρεῖ νὰ δι­η­γη­θῆ τὶς δυ­σκο­λί­ες ποῦ τῆς ἔ­τυ­χαν στὴν ὁ­δοι­πο­ρί­α; καὶ πό­σον πλῆ­θος προ­σείλ­κυ­σε στὴν πί­στη δι­ὰ τῆς σα­γή­νης τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου; Αὐ­τὰ τὰ γνω­ρί­ζουν κα­λῶς ὅ­σοι με­λε­τοῦν μὲ σπου­δὴ καὶ ἐ­πι­μέ­λει­α τὰ χρο­νι­κά της Ἰ­τα­λί­ας, εἰς τὰ ὁ­ποί­α σώ­ζον­ται ἱ­στο­ρί­ες ὅ­τι πο­λὺ ἐ­δο­ξά­σθη ἡ μα­κα­ρί­α ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ» γρά­φει ὁ Νι­κηφ. Κάλ­λι­στος Ξαν­θό­που­λος. Καὶ συ­νε­χί­ζει: «Ἀλ­λὰ καὶ πρὸς αὐ­τὸν τὸν Καί­σα­ρα Τι­βέ­ρι­ον πα­ρου­σι­ά­σθη­κε καὶ κα­λὰ ἐ­ξε­τέ­λε­σε τὴν ἀ­πο­στο­λή της. Δὲν θὰ πί­στευ­ε πο­τὲ κα­νεὶς ὅ­τι θὰ εἶ­χαν κα­λύ­τε­ρο τέ­λος -ὅ­σα δη­λα­δὴ ἔ­πρε­πε νὰ πά­θουν- αὐ­τοὶ ποὺ ἐ­σταύ­ρω­σαν τὸν Χρι­στό, ὁ Ἄν­νας, ὁ Κα­ϊ­ά­φας καὶ ὁ Πι­λά­τος, κα­θὼς ἱ­στο­ροῦν ἄν­θρω­ποι φι­λα­λη­θέ­στα­τοι». Ἀ­φοῦ δι­κά­σθη­καν καὶ τι­μω­ρή­θη­καν οἱ σταυ­ρω­τές του Κυ­ρί­ου, ἡ μα­κα­ρί­α Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ κα­τή­χη­σε τοὺς πι­στοὺς στὴν Ρώ­μη καὶ τοὺς στε­ρέ­ω­σε στὴν πί­στη -συ­νε­χί­ζει ὁ ἴ­διος βι­ο­γρά­φος. Καὶ ἀ­φοῦ κή­ρυ­ξε στὴν Ρώ­μη, πε­ρι­η­γή­θη­κε ὅ­λη τὴν Ἰ­τα­λί­α καὶ Γαλ­λί­α. Καὶ ἐ­πέ­στρε­ψε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἀ­φοῦ πρῶ­τα πέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὴν Αἴ­γυ­πτο, τὴν Φοι­νί­κη, τὴν Συ­ρί­α καὶ τὴν Παμ­φυ­λί­α. Σ' ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς χῶ­ρες ἐ­δί­δα­σκε καὶ ἐ­κή­ρυτ­τε τὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ο καὶ τὴν πί­στη στὸν Ἀ­να­στάν­τα Ἰ­η­σοῦ. Στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα μι­κρὸ δι­ά­στη­μα πα­ρέ­μει­νε μα­ζὶ μὲ τὴν Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο, ὡς τὴν Κοί­μη­σή της.

Κα­τὰ τὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἡ ἁ­γί­α Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ με­τέ­βη κα­τό­πιν στὴν Ἔ­φε­σο, ὅ­που ζοῦ­σε καὶ ἐ­δί­δα­σκε ὁ ἠ­γα­πη­μέ­νος μα­θη­τής, ὁ υἱ­ὸς τῆς βρον­τῆς, Ἰ­ω­άν­νης. Στὴν Ἔ­φε­σο συ­ναν­τή­θη­κε μὲ τὸν Μα­θη­τή, συμ­με­τεῖ­χε στὸ κή­ρυγ­μά του καὶ ἔ­γι­νε βο­η­θός του καὶ συμ­πα­ρα­στά­της του στὶς δο­κι­μα­σί­ες καὶ στὶς θλί­ψεις του, στὴν φυ­λά­κι­σή του καὶ σὲ ὅ­λα του τὰ δει­νά. Στὴν Ἔ­φε­σο, ἡ Ἁ­γί­α, ὁ­δή­γη­σε πολ­λοὺς στὴν πί­στη καὶ στὴν ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­λή­θει­ας. Ὁ λα­ὸς τῆς Ἐ­φέ­σου τὴν ἐ­τί­μη­σε καὶ τὴν εὐ­λα­βή­θη­κε δε­όν­τως. Με­τὰ τὸν θά­να­τό της τὸ παν­τι­μον καὶ πάν­σε­πτον σῶ­μα τῆς ἐν­τα­φι­ά­σθη­κε ὀ­σι­ο­πρε­πῶς ἀ­πὸ τὸν ἅ­γι­ο Ἀ­πό­στο­λο καὶ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴ Ἰ­ω­άν­νη, σ' ἕ­να σπή­λαι­ο κον­τὰ στὴν Ἔ­φε­σο, σὰν πο­λύ­τι­μος θη­σαυ­ρός. Κα­τὰ τὴν ὥ­ρα τῆς τα­φῆς, ἐ­πι­τε­λέ­σθη­καν πολ­λὰ θαύ­μα­τα, κα­θὼς καὶ τοὺς με­τέ­πει­τα χρό­νους, μέ­χρι τῆς σή­με­ρον, ἡ Ἁ­γί­α δὲν στα­μά­τη­σε νὰ θαυ­μα­τουρ­γή. Τὸ ἔ­τος 890 μ.Χ. ὁ βα­σι­λεὺς Λέ­ων Στ' ὁ Σο­φὸς (886-912), ἔ­κα­νε ἀ­να­κο­μι­δὴ τοῦ ἁ­γί­ου λει­ψά­νου της καὶ τὸ με­τέ­φε­ρε ἀ­πὸ τὴν Ἔ­φε­σο στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Μα­ζὶ μὲ τὸν ἀ­δελ­φό του Ἀ­λέ­ξαν­δρο, τὸ ἔ­λα­βε ἐ­πά­νω στοὺς ὤ­μους του καὶ τὸ ἀ­πέ­θε­σε μὲ εὐ­λά­βει­α στὸν Να­ὸ ποὺ αὐ­τὸς ἔ­κτι­σε ἐπ' ὀ­νό­μα­τι τοῦ Ἁ­γί­ου καὶ Τε­τρα­η­μέ­ρου φί­λου του Χρι­στοῦ Λα­ζά­ρου στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Τὸ ἅ­γι­ο λεί­ψα­νο το­πο­θε­τή­θη­κε μά­λι­στα στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ μέ­ρος τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος, μέ­σα σὲ ἀ­ση­μέ­νια θή­κη. «Τε­λεῖ­ται δὲ αὐ­τῶν ἡ Σύ­να­ξις», τὴν 4η Μα­ΐ­ου, «ἐν τὴ εὐ­α­γε­στά­τη Μο­νὴ τὴ πα­ρὰ τοῦ αὐ­τοῦ βα­σι­λέ­ως ἐπ' ὀ­νό­μα­τι τοῦ Ἁ­γί­ου Λα­ζά­ρου συ­στά­ση». Ἐκ τοῦ κοι­νοῦ αὐ­τοῦ ἑ­ορ­τα­σμοῦ τῆς ἀ­να­κο­μι­δῆς τῶν λει­ψά­νων τῆς Ἁ­γί­ας με­τὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Λα­ζά­ρου, στὴν Μο­νὴ τοῦ ὁ­ποί­ου ἐ­να­πε­τέ­θη­σαν ὑ­πὸ τοῦ βα­σι­λέ­ως Λέ­ον­τος, πολ­λοὶ ἐ­ταύ­τι­σαν τὴν ἁ­γί­α Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νή, λαν­θα­σμέ­να, μὲ τὴν ἁ­γί­αν Μα­ρί­αν, τὴν ἀ­δελ­φή του Λα­ζά­ρου, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κὸ προ­σω­πο­32.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς ἑ­ορ­τά­ζει τὴν μνή­μη τῆς ἁ­γί­ας Μυ­ρο­φό­ρου καὶ Ἰ­σα­πο­στό­λου Μα­ρί­ας Μα­γδα­λη­νῆς τὴν 22 Ἰ­ου­λί­ου. Ἐ­πί­σης τὴν συ­νε­ορ­τά­ζει μα­ζὶ μὲ τὶς ἄλ­λες Μυ­ρο­φό­ρες Ἅ­γι­ες Γυ­ναῖ­κες, τὴν τρί­τη Κυ­ρι­α­κὴ με­τὰ τὸ Πά­σχα, τὴν Κυ­ρι­α­κὴ τῶν Μυ­ρο­φό­ρων. Ἡ ἀ­να­κο­μι­δὴ τῶν λει­ψά­νων τῆς ἑ­ορ­τά­ζε­ται στὶς 4 Μα­ΐ­ου.

Καὶ ἀ­να­φέ­ρο­μεν ἐ­πί­σης καὶ τοῦ­το, ὅ­τι τῆς Μυ­ρο­φό­ρου καὶ Ἰ­σα­πο­στό­λου Μα­ρί­ας τῆς Μα­γδα­λη­νῆς ἡ ἱ­ε­ρὰ χείρ, βρί­σκε­ται στὴν Ἱ­ε­ρὰ καὶ Σε­βά­σμι­α Μο­νὴ τῆς Σι­μω­νό­πε­τρας, στὸ Ἁ­γι­ώ­νυ­μον Ὅ­ρος τοῦ ΆΘω, θαύ­μα­τα βρύ­ου­σα καὶ χά­ρι­τας ἰ­α­μά­των πη­γά­ζου­σα ὡς πο­τα­μὸς ἀ­έν­να­ος.



Ἔ­ζη­σε ζω­ὴ ἰ­σάγ­γε­λη καὶ ἔ­γι­νε σε­βα­στὴ καὶ σ' αὐ­τοὺς τοὺς Ἀγ­γέ­λους. Καὶ ὑ­περ­τέ­ρη­σε ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων ὡς τό­τε γυ­ναι­κὼν ποὺ εὐ­η­ρέ­στη­σαν τὸν Θε­ό, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λων τῶν με­τα­γε­νε­στέ­ρων ἁ­γί­ων μαρ­τύ­ρων γυ­ναι­κὼν καὶ ἀ­σκη­τρι­ῶν. Ἐ­πει­δὴ εἶ­δε καὶ ἐ­γνώ­ρι­σε καὶ ὑ­πη­ρέ­τη­σε τὸν ἴ­διον τὸν Χρι­στόν, τὸν ἀ­λη­θι­νὸ Νυμ­φί­ο τῶν ψυ­χῶν τους. Καὶ ὅ,­τι εἶ­ναι οἱ Ἀ­πό­στο­λοι με­τα­ξὺ ὅ­λων τῶν Ἁ­γί­ων, τοῦ­το εἶ­ναι ἡ Μα­γδα­λη­νὴ με­τα­ξὺ ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων Γυ­ναι­κών, ὅ­σες δι­ὰ τῆς πο­λι­τεί­ας τῶν εὐ­η­ρέ­στη­σαν τὸν Θε­ό. Δι­ό­τι τὶς μὲν ἐ­μι­μή­θη στὸν ζῆ­λο, ἀ­πὸ τὶς ἄλ­λες φά­νη­κε ἀ­νώ­τε­ρη καὶ σὲ ὅ­λες ἔ­γι­νε

Ἀ­πο­λυ­τί­κι­ον

Ἦ­χος ἅ'. Τὸν τά­φον σου Σω­τὴρ

Χρι­στῷ τῷ δὶ' ἠ­μᾶς, ἐκ Παρ­θέ­νου τε­χθέν­τι, σε­μνὴ Μα­γδα­λη­νή, ἠ­κο­λού­θεις Μα­ρί­α, αὐ­τοῦ τὰ δι­και­ώ­μα­τα, καὶ τοὺς νό­μους φυ­λάτ­του­σα. ὅ­θεν σή­με­ρον, τὴν πα­να­γί­αν σου μνή­μην, ἑ­ορ­τά­ζον­τες, ἁ­μαρ­τη­μά­των τὴν λύ­σιν, εὐ­χαίς σου λαμ­βά­νο­μεν.

Κον­τά­κι­ον

Ἦ­χος δ'. Ὁ ὑ­ψω­θεῖς ἐν τῷ Σταυ­ρῶ.

Ὁ ὑ­πε­ρού­σι­ος Θε­ὸς ἐν τῷ κό­σμω, με­τὰ σαρ­κὸς ἐ­πι­φοι­τῶν Μυ­ρο­φό­ρε, σὲ ἀ­λη­θῆ μα­θή­τρι­αν προ­σή­κα­το, ὅ­λην σου τὴν ἔ­φε­σιν, πρὸς αὐ­τὸν κε­κτη­μέ­νην. ὅ­θεν καὶ ἰ­ά­μα­τα ἐ­πε­τέ­λε­σας πλεῖ­στα. καὶ με­τα­στά­σα νῦν ἐν οὐ­ρα­νοῖς, ὑ­πὲρ τοῦ κό­σμου πρε­σβεύ­εις ἑ­κά­στο­τε.

Με­γα­λυ­νά­ρι­ον

Λό­γοις λαμ­πρυν­θεῖ­σα τοῖς τοῦ Χρι­στοῦ, κό­σμου τὴν ἀ­πά­την, κα­τα­λέ­λοι­πας, καὶ αὐ­τῶ προ­σῆλ­θες, Μα­γδα­λη­νὴ Μα­ρί­α, καὶ τού­τω ἠ­κο­λού­θεις, ψυ­χῆς θερ­μο­τη­τι.