ΤΙ ΛΟΓΟ ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΘΕΟ;
Πες μου, τι λόγο θα δώσεις στο Θεό εσύ που ντύνεις τους τοίχους και όχι τους ανθρώπους;
Εσύ που στολίζεις ένα ζώο και αδιαφορείς για τα κουρέλια που φοράει ο συνάνθρωπος σου;
Εσύ που σου σαπίζουν τα φαγητά και δε δίνεις σ’ αυτούς που πεινάνε;
Βλέπεις αυτούς τους τοίχους που καταρρέουν από το χρόνο, και που τα ερείπια τους ξεφυτρώνουν μέσα στην πόλη όπως οι σκόπελοι αναδύονται μέσα από το νερό; Όταν χτίζονταν, οι πλούσιοι νοιάζονταν για τους τοίχους και αδιαφορούσαν για τους φτωχούς.
Πού πήγε λοιπόν η μεγαλοπρέπεια τους;
Πού πήγε κι αυτός που περηφανευόταν γι’ αυτή τη μεγαλοπρέπεια; Βλέπεις πώς γκρεμίζονται και χάνονται σαν τα παλάτια που χτίζουν τα παιδιά στην άμμο για να παίξουν; Κι ο πεθαμένος κλαίει στον Άδη για τη ζωή που χαράμισε σε μάταια πράγματα. Να έχεις ψυχή μεγάλη.
Οι τοίχοι, οι μικροί και οι μεγάλοι, κάνουν την ίδια δουλειά.
Όταν μπω σε σπίτι ανθρώπου κακόγουστου και νεόπλουτου και το δω πνιγμένο στα στολίδια, ξέρω πως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει τίποτα πιο πολύτιμο από αυτά που φαίνονται, και πως στολίζει τα άψυχα ενώ αφήνει αστόλιστη την ψυχή του.
Πες μου ποια ανάγκη εξυπηρετούν καλύτερα τα πολυτελή κρεβάτια ή τραπέζια, οι πολυθρόνες και τα αμάξια, ώστε να, μην περνάει το χρήμα στους φτωχούς, που χιλιάδες παρακαλάνε έξω απ’ τις πόρτες με σπαρακτική φωνή;
Εσύ που στολίζεις ένα ζώο και αδιαφορείς για τα κουρέλια που φοράει ο συνάνθρωπος σου;
Εσύ που σου σαπίζουν τα φαγητά και δε δίνεις σ’ αυτούς που πεινάνε;
Βλέπεις αυτούς τους τοίχους που καταρρέουν από το χρόνο, και που τα ερείπια τους ξεφυτρώνουν μέσα στην πόλη όπως οι σκόπελοι αναδύονται μέσα από το νερό; Όταν χτίζονταν, οι πλούσιοι νοιάζονταν για τους τοίχους και αδιαφορούσαν για τους φτωχούς.
Πού πήγε λοιπόν η μεγαλοπρέπεια τους;
Πού πήγε κι αυτός που περηφανευόταν γι’ αυτή τη μεγαλοπρέπεια; Βλέπεις πώς γκρεμίζονται και χάνονται σαν τα παλάτια που χτίζουν τα παιδιά στην άμμο για να παίξουν; Κι ο πεθαμένος κλαίει στον Άδη για τη ζωή που χαράμισε σε μάταια πράγματα. Να έχεις ψυχή μεγάλη.
Οι τοίχοι, οι μικροί και οι μεγάλοι, κάνουν την ίδια δουλειά.
Όταν μπω σε σπίτι ανθρώπου κακόγουστου και νεόπλουτου και το δω πνιγμένο στα στολίδια, ξέρω πως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει τίποτα πιο πολύτιμο από αυτά που φαίνονται, και πως στολίζει τα άψυχα ενώ αφήνει αστόλιστη την ψυχή του.
Πες μου ποια ανάγκη εξυπηρετούν καλύτερα τα πολυτελή κρεβάτια ή τραπέζια, οι πολυθρόνες και τα αμάξια, ώστε να, μην περνάει το χρήμα στους φτωχούς, που χιλιάδες παρακαλάνε έξω απ’ τις πόρτες με σπαρακτική φωνή;
Και συ αρνείσαι να δώσεις, γιατί λες πως δεν έχεις για όλους αυτούς.
Κι ενώ τα χείλη σου ορκίζονται, το χέρι σου σε προδίδει. Γιατί το χέρι σου σε διαψεύδει, φωνάζοντας χωρίς να μιλά, έτσι καθώς λάμπει πάνω του το δέσιμο του δαχτυλιδιού.
Πόσους μπορεί να σώσει από τα χρέη ένα σου δαχτυλίδι; Πόσα σπίτια που χάνονται θα έκανε να ορθοποδήσουν;
Μία σου ντουλάπα μπορεί να ντύσει πόλη ολόκληρη που τρέμει από το κρύο. Κι εσύ κάθεσαι και διώχνεις το φτωχό αβοήθητο, χωρίς να φοβάσαι το Θεό που θα σε κρίνει.
Δεν έδωσες συμπόνια, δε θα πάρεις συμπόνια. Δεν άνοιξες την πόρτα, θα σε διώξουν από τη Βασιλεία. Δεν έδωσες ψωμί, δε θα πάρεις αιώνια ζωή!
Μ. Βασίλειος
«Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς», Ελένη Κονδύλα, Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, Β΄ΕΚΔΟΣΗ