Ο Βίος τῆς Ἁγίας ἐνδόξου Μυροφόρου καὶ Ἰσαποστόλου Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς
~22 ΙΟΥΛΙΟΥ~
Ἡ ἁγία ἔνδοξος καὶ πανεύφημος Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ὑπῆρξε ἡ πιστὴ καὶ ἀφοσιωμένη Μαθήτρια τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀκόλουθος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ Διακόνισσα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἡ ἐκλεκτὴ Μυροφόρος, ἡ Εὐαγγελίστρια τῆς Ἀναστάσεως, ἡ Ἰσαπόστολος καὶ κήρυκας τῆς πίστεως. Σ' αὐτὴν δόθηκε ἡ χάρις νὰ δὴ πρώτη μετὰ τὴν Ἀνάσταση, μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο, τὸν Ἀναστάντα Ἰησοῦ. Αὐτὴ εὐαγγελίσθηκε στοὺς Ἀποστόλους τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Μέσα στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια δοξάζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους τέσσερις Εὐαγγελιστές, ὡς πρώτη μετὰ τὴν Θεοτόκον, Μαθήτρια καὶ Μυροφόρος. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας τὴν χαρακτηρίζουν σεμνὴ καὶ σοφὴ παρθένον μὲ ψυχικὴ ὡραιότητα. Ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ εἶναι «ὡραῖο καὶ εὐγενικὸ παράδειγμα γυναικείας ἀφοσιώσεως, ποὺ φθάνει στὴν αὐταπάρνηση καὶ τὸν ἡρωισμό. Γιατί ἂς μὴν ἔχη ἡ γυναίκα τὴν μυϊκὴ δύναμη τοῦ ἀνδρός, ἔχει ὅμως πλοῦτο αἰσθημάτων. Καὶ εἶναι ἀλήθεια πὼς τοὺς ἥρωες δὲν τοὺς κάνει ἡ σωματικὴ ρώμη, ἀλλὰ ἡ πίστη καὶ ἡ εὐψυχία. "Ἠρίστευσαν γυναῖκες τῷ σῶ Σταυρῶ κρατυνθεῖσαι, Χριστὲ παντοδύναμε" ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας».
Ἡ καταγωγή της
Πατρίδα της ἦταν ἡ πόλη Μάγδαλα, γι' αὐτὸ ὀνομάσθηκε Μαγδαληνή, ἐκ τοῦ τόπου καταγωγῆς της. Τὰ Μάγδαλα, κατὰ πάσα πιθανότητα, εὐρίσκοντο στὴν Γαλιλαία, ἐπὶ τῆς δυτικῆς ὄχθης τῆς λίμνης Τιβεριάδος. Καταγόταν ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπιφανῆ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς της, ὁ Σύρος καὶ ἡ Εὐχαριστία, ἦταν ἐξαιρετικὰ ἐλεήμονες καὶ φιλεύσπλαχνοι. Ζοῦσαν μὲ φόβο Θεοῦ, τηροῦσαν τὶς ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ Νόμου (Μωσαϊκοῦ), γιατί αὐτὸς ὁ Νόμος ἐπικρατοῦσε τότε, ἂν καὶ πλησίαζε τὸ τέλος του. Γεννοῦν, λοιπόν, οἱ μακάριοι αὐτοὶ γονεῖς τὴν μακαρία Μαρία. Ὅταν ἄρχισε αὐτὴ νὰ μεγαλώνη, δὲν θέλησε νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὰ συνηθισμένα ἔργα τῶν γυναικὼν τῆς ἐποχῆς, δήλ. νὰ ὑφαίνη καὶ νὰ γνέθη καὶ νὰ φτιάχνη λαμπρὰ ὑφάσματα, ἀλλὰ διάλεξε νὰ ἐπιδοθῆ στὶς σπουδὲς καὶ πῆγε κοντὰ σὲ διδάσκαλο νὰ μάθη γράμματα, κατὰ τὸν βιογράφο της Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο. Ἔτσι μελέτησε ὅλη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἰδιαιτέρως ἀγάπησε τὸ Ψαλτήριον καὶ τὶς Προφητεῖες. Ἐντρυφώντας στὰ βιβλία αὐτά, ἀνίχνευε τὶς προρρήσεις τῶν Προφητῶν γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ Μεσσίου. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων της, ἐνῶ εἶχε πλέον κάθε ἐλευθερία καὶ ἐξουσία νὰ περάση τὴν ζωὴ τῆς μέσα στὴ ραθυμία, τὴν ἄνεση καὶ τὴν πολυτέλεια, συνέχισε νὰ ζῆ μὲ μελέτη καὶ προσευχή. Τὴν τρυφὴ καὶ κάθε εἶδος ἀναπαύσεως ἀπέφευγε, τὴν καλοπέραση καὶ τὶς ἡδονὲς ἀπέρριπτε. Μοίραζε τὰ πλούτη της καὶ τὰ ὑπάρχοντά της σὲ ὅποιους εἶχαν ἀνάγκη. Μὲ τὴν ἐλεήμονα καρδιά της καὶ τὴν γενναιόδωρη μεγαλοψυχία της, ἀδείαζε τὰ ἐπίγεια ταμεῖα της καὶ συγκέντρωνε στὰ οὐράνια θησαυροὺς ἄφθαρτους καὶ αἰώνιους. Διάλεξε νὰ ἀκολουθήση τὸν δρόμο τῆς ἁγνείας καὶ παρθενίας. Γιὰ νὰ διαφύλαξη τὴν καθαρότητα σώματος καὶ ψυχῆς, ἀπέφευγε τὶς πολλὲς συναναστροφὲς καὶ κοσμικὲς ἐκδηλώσεις. Αὐτὴν τὴν ὑψηλή, ἐνάρετη καὶ ἔνθεη πολιτεία τῆς βλέποντας ὁ ἐχθρός του ἀνθρωπίνου γένους, μισόκαλος Διάβολος, ἐφθόνησε καὶ ἐφοβήθη. Ὁρμᾶ ἐναντίον τῆς μὲ ὅλη του τὴν δύναμη. Τὴν πολιορκεῖ μὲ τὰ σκοτεινὰ καὶ πονηρὰ μηχανεύματα καὶ τεχνάσματά του καὶ στέλνει ἑπτὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ τὴν κυριεύουν.
Μαθήτρια τοῦ Κυρίου Ἀκόλουθος τῆς Θεοτόκου
Ὁ φιλάγαθος λοιπὸν καὶ φιλεύσπλαγχνος Κύριος τὴν ἐθεράπευσε διὰ τῆς χάριτός Του καὶ τὴν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ ἑπτὰ δαιμόνια. Καὶ αὐτὴ συναισθανόμενη τὴν μεγάλη εὐεργεσία, γεμάτη εὐγνωμοσύνη γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀξιώθηκε, ἄφησε τὰ πάντα καὶ ἄρχισε νὰ ἀκολουθῆ τὸν Σωτήρα καὶ Διδάσκαλο, ὅπως ἔκαναν οἱ Μαθητὲς καὶ Ἀπόστολοι. Ἀπεκδύθηκε κάθε κακία καὶ ἐνδύθηκε κάθε ἀρετὴ καὶ ἀγαθότητα ἡ μακαρία Μαρία. Γιὰ τὰ ἐπίγεια καὶ γιὰ τοὺς συγγενεῖς καθόλου πλέον δὲν ἐνοιάζετο. Γιὰ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, πλούτη, δόξα, ὡραιότητα, καθόλου δὲν ἐφρόντιζε. Ἔβλεπε τοὺς χωλοὺς νὰ θεραπεύονται, τοὺς τυφλοὺς νὰ ἀναβλέπουν, τὰ δαιμόνια νὰ ἐκδιώκονται, νὰ ἐπιτιμῶνται καὶ νὰ διασκορπίζονται ἀπὸ τὸν Δεσπότη Χριστό, τοὺς παραλύτους νὰ περπατοῦν. Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τῶν Γραφῶν καταλάβαινε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος ἐλευθερωτὴς τοῦ Ἰσραήλ. Ἀναγνώριζε ὅτι καὶ ἄλλοι βέβαια, συνέβη νὰ κατορθώσουν θαύματα, ἀλλὰ ὄχι μὲ τέτοια ἐξουσία, μὲ τέτοια δύναμη. Ἐκεῖνοι τὰ κατώρθωναν μὲ προσευχὴ καὶ σὰν δοῦλοι. Σ' Αὐτόν, ὅμως, τὸ «Σοὶ λέγω» καὶ τὸ «Θέλω. καθαρίσθητι» ἐλέγοντο μὲ μεγάλη ἐξουσία καὶ κυριότητα. Τώρα περπατᾶ ἐπάνω στὴ θάλασσα ἐλαφρά, δίχως διόλου νὰ βρέχεται. Ὕστερα, μὲ τὴν δύναμή Του, καταπαύει τὸν ἄνεμο. Ἀνασταίνει νεκρούς, σὰν νὰ εἶναι ὁ θάνατος ἕνας ὕπνος. Αὐτὰ ὅλα, ποὺ μὲ τέτοια ἐξουσία διαπράττει, εἶναι γνώρισμα τῆς θεϊκῆς Του δεσποτείας καὶ δυνάμεως. Ἔτσι ἡ μακαρία κατενόησε πλήρως καὶ ἐπιστέψε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἀληθῶς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε πιστὰ καὶ ἀφοσιωμένα, ὑπηρετώντας Αὐτὸν καὶ τοὺς μαθητές Του καὶ ὅσους Τὸν ἀκολουθοῦσαν. Τὰ πλούτη της, τὴν περιουσία της, ὅλα τὰ διέθεσε στὴν διακονία τῶν Μαθητῶν καὶ τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Μητέρα Του, Θεοτόκο Παρθένο Μαριάμ, συνδέθηκε μὲ σύνδεσμο φιλίας καὶ ἀγάπης καὶ μὲ τοὺς συγγενεῖς της. Καὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστό, ὅλη τὴν συνοδεία τῶν Μαθητῶν καὶ Μαθητριῶν. Μάλιστα, ξεχώρισε μέσα στὴν συνοδεία τῶν Μαθητριῶν ὡς πρώτη μετὰ τὴν Θεοτόκο, ὅπως ὁ Πέτρος ξεχώριζε ὡς πρῶτος καὶ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Ἀποστόλων.
«Ὅπως ἀκριβῶς, λέγουν, ὁ ἀρχηγὸς τῶν Ἀποστόλων ὀνομάσθηκε Πέτρος γιὰ τὴν ἀσάλευτη πίστη ποὺ εἶχε στὸν Χριστό, τὴν Πέτρα, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἔγινε ἀρχηγὸς τῶν Μαθητριῶν γιὰ τὴν καθαρότητά της καὶ τὸν πόθο ποὺ εἶχε πρὸς Αὐτόν, καὶ Μαρία ὀνομάσθηκε ἀπὸ τὸν Σωτήρα, ὀμωνύμως πρὸς τὴν Μητέρα Του. Καὶ ὅπως τὸν Δεσπότη ἀκολουθοῦσε ὁ χορὸς τῶν Μαθητῶν, ἔτσι τὴν Δέσποινα καὶ Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἀκολουθοῦσε ὁ χορὸς τῶν μαθητευομένων γυναικών. Διότι στὸ Εὐαγγέλιο γράφει "ἐθαύμαζον γάρ, ποτὲ οἱ Μαθηταὶ ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει". Δήλ. ἀποροῦσαν καὶ ἐθαύμαζαν οἱ Μαθητὲς γιατί εἶδαν τὸν Κύριο νὰ συνομιλῆ μὲ γυναίκα. Διότι ὁ Κύριος δὲν συνήθιζε νὰ συνομιλῆ μὲ γυναῖκες. Ἀλλὰ τὸν εὐαγγελικὸ δρόμο τῆς Μητρὸς τοῦ Δεσπότου, Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ διέτρεχε μὲ τὸν Υἱὸ καὶ Δημιουργό Της, καὶ αὐτὲς ἀκολουθοῦσαν μαζί της. Καὶ διακονοῦσαν τὸν κοινὸν Δεσπότην καὶ Κύριον καὶ τοὺς Μαθητές Του ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους, σὲ ὅ,τι ἐχρειάζοντο», γράφει ὁ ἅγιος Μόδεστος, ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων.
Μυροφόρος: Ἔρρανε τὸν Τάφον ἡ πρώτη Μυροφόρος Μαγδαληνὴ Μαρία
Κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό, στέκεται ἡ θαυμαστὴ Μαρία καὶ περιμένει ἀκλόνητη. Στέκεται στὸν Γολγοθὰ καὶ περιμένει μὲ δέος. Βλέπει μὲ προσοχὴ τί γίνεται. Δύο κρυφοὶ μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἐμφανίζονται, ὁ βουλευτὴς Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος. Ἔχουν πάρει ἄδεια ἀπὸ τὸν Πιλάτο νὰ θάψουν τὸ Σῶμα τοῦ Διδασκάλου. Ἀποκαθηλώνουν τὸ Πανάγιο Σῶμα ἀπὸ τὸν Σταυρό, τὸ τυλίγουν μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ στὸ λευκὸ σενδόνι. Τὸ ἀλείφουν μὲ σμύρνα καὶ ἀλόη. Τὸ ἐνταφιάζουν μέσα στὸ λαξευμένο καινούργιο μνῆμα, σ' ἕνα κῆπο δίπλα στὸν Γολγοθά. Καὶ οἱ Μαθήτριες τοῦ Κυρίου «ἐθεώρουν ποὺ τίθεται».
«Καὶ ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεῖ ἢν Παρασκευή, ὁ ἔστι προσάββατον, ἐλθῶν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἢν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλάτον καὶ ἠτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ... καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελῶν αὐτὸν ἐνείλησε τὴ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείω, ὁ ἢν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσὴ ἐθεώρουν ποὺ τίθεται» (Μάρκ. ιε'42-47).
«Καὶ λαβῶν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρὰ καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῶ αὐτοῦ μνημείω ὁ ἐλατόμησεν ἐν τὴ πέτρα καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τὴ θύρα τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν. Ἢν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καθήμενοι ἀπέναντί του τάφου» (Μάτθ. κζ' 59-61).
Οἱ δύο Μαθητές, Νικόδημος καὶ Ἰωσὴφ ἐνταφίασαν τὸ ἅγιο Σῶμα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ τὸ ἄλειψαν μόνον μὲ σμύρνα καὶ ἀλόη. Ἀρώματα δὲν ἐπρόφθασαν νὰ βάλουν, γιατί ἐπλησίαζε ἤδη ἡ νύκτα. Μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ ἀποχωροῦν. Οἱ Μαθήτριες ὅμως δὲν φεύγουν ἀπὸ τὸν Τάφο. Δὲν μποροῦν νὰ ἀποχωριστοῦν τὸν λατρευτό τους Διδάσκαλο καὶ Σωτήρα, ἀκόμη καὶ τώρα ποὺ Ἐκεῖνος εἶναι νεκρός. Τώρα πιὸ πολὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐκφράσουν τὴν ἀγάπη τους. Τὰ δάκρυα κυλοῦν ἀσταμάτητα. Θρῆνοι, ἀναφιλητά, ἀνακατεμένα μὲ προσευχές, μὲ ψιθύρους, μὲ ἀναστεναγμούς. Σιγὰ-σιγὰ ἀρχίζει νὰ πέφτη ἡ νύχτα καὶ τὸ σκοτάδι νὰ ἁπλώνεται μέσα στὸν κῆπο. Οἱ Μαθήτριες πρέπει νὰ φύγουν. Ὄχι ὅμως γιὰ νὰ κρυφθοῦν. Οἱ Ἀπόστολοι κρύφθηκαν «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Αὐτὲς θὰ ἐπιστρέψουν στὸν Τάφο, Μυροφόρες, φέρνοντας μύρα καὶ ἀρώματα ἀκριβὰ καὶ πολύτιμα, γιὰ νὰ «μυρίσουν» τὸ ἄχραντο Σῶμα δήλ. νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ μύρα. Νὰ προσφέρουν στὸ Πανάγιο Σῶμα Τοῦ τὶς νεκρικὲς τιμές, τὸ λατρευτικό τους τελευταῖο ἱερὸ καθῆκον στὸν Διδάσκαλο.
Εὐαγγελίστρια τῆς Ἀναστάσεως
Δεῦτε ἀπὸ θέας γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καὶ τὴ Σιῶν εἴπατε. Δέχου παρ' ἠμῶν χαρᾶς εὐαγγέλια τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ.
Φαίνεται ἀπὸ τὰ ἅγια Εὐαγγέλια ὅτι ἡ θαυμαστὴ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ πῆγε πολλὲς φορὲς ἐκεῖνο τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου στὸν Τάφο. Πῆγε πρῶτα μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο νύχτα ἀκόμη, πολὺ πρὶν ξημερώση (Βλ. Μάτθ. κή', 1-10). Πῆγε μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες ἀργότερα (Λούκ. κδ' 1-10 καὶ Μάρκ. ἰστ', 1-8). Ἦρθε ἀκόμη μία φορὰ μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη (Ἰω. κ', 1-10). Οἱ εὐσεβεῖς Μυροφόρες γυναῖκες ἀξιώθηκαν αὐτὲς πρῶτες νὰ ἀκούσουν ἀπὸ Ἄγγελο Κυρίου τὸ εὐφρόσυνο μήνυμα ὅτι «ἠγέρθη ὁ Κύριος» καὶ νὰ γίνουν πρῶτες καὶ ἀψευδεῖς μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς ἀναφέρει περὶ τῆς ἐπισκέψεως τῶν Μυροφόρων στὸν τάφο: «Οἱ Μυροφόρες ἦταν πολλὲς καὶ ἦλθαν στὸν τάφο ὄχι μία φορὰ ἀλλὰ δύο καὶ τρεῖς φορές, συντροφιὰ μὲν ἀλλ' ὄχι οἱ ἴδιες καὶ κατὰ τὸν ὄρθρο ὅλες, ἀλλὰ ὄχι τὴν ἴδια ὥρα ἀκριβῶς. Ἡ δὲ Μαγδαληνὴ ἦλθε πάλι μόνη της καὶ ἔμεινε περισσότερο. Πρώτη ἀπ' ὅλες ἦλθε στὸν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί της τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή... Ἡ Παρθενομήτωρ ἔφθασε τὴν στιγμὴ ποὺ γινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καὶ ἀνοιγόταν ὁ τάφος καὶ οἱ φύλακες ἦταν παρόντες, ἂν καὶ συγκλονισμένοι ἀπὸ τὸν φόβο. Γι' αὐτὸ μετὰ τὸν σεισμὸ αὐτοὶ ἀνασηκώθηκαν καὶ ἐκοίταξαν ἀμέσως νὰ φύγουν, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στὴν θέα. Ἐγώ, πάντως, νομίζω ὅτι γι' Αὐτὴν πρώτη ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος Τάφος. Ὅτι γι' Αὐτὴν ἄστραψε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε ἂν καὶ ἦταν ἀκόμη σκοτάδι, Αὐτὴ μὲ τὸ πλούσιο φῶς τοῦ ἀγγέλου ὄχι μόνο νὰ δὴ ὅτι ὁ τάφος ἦταν ἄδειος, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐντάφια νὰ εἶναι τακτοποιημένα καὶ πολυτρόπως νὰ μαρτυροῦν τὴν ἔγερση τοῦ ἐνταφιασθέντος. Ἦταν δὲ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστὴς ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος λέγει στὶς γυναῖκες ποῦ ἤσαν μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο: "Μὴ φοβεῖσθε ἐσεῖς, ζητείτα τὸν Ἰησοῦ τὸν σταυρωμένον; Ἀναστήθηκε. Ἰδοὺ ὁ τόπος ὅπου ἐκειτόταν ὁ Κύριος..." Ἡ θεομήτωρ Παρθένος συνοδευομένη ἀπὸ τὶς ἄλλες Μυροφόρες ἐπέστρεψε καὶ ἰδοὺ ὁ Ἰησοῦς τὶς συνάντησε λέγοντας. "χαίρετε". Ἡ Θεοτόκος, ὅταν συνάντησε τὸν Υἱό της καὶ Θεό, πρώτη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες εἶδε καὶ ἀναγνώρισε τὸν Ἀναστάντα, καὶ προσπίπτοντας ἐπίασε τὰ πόδια Του καὶ ἔγινε Ἀπόστολός Του πρὸς τοὺς Ἀποστόλους. Ἡ Θεοτόκος πρὶν ἀπὸ ὅλους, Αὐτὴ εἶδε τὸν Ἀναστάντα καὶ ἀπήλαυσε τὴ θεία ὁμιλία Του. ...Πρώτη καὶ μόνη ἄγγιξε τὰ ἄχραντα πόδια Του, ἔστω καὶ ἂν οἱ Εὐαγγελισταὶ δὲν τὰ λέγουν φανερὰ ὅλα αὐτά, μὴ θέλοντας νὰ προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τῆς Ἀναστάσεως τὴν Μητέρα, γιὰ νὰ μὴ δώσουν ἀφορμὴ ὑποψίας στοὺς ἀπίστους».
...Δία τοῦτο καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ταύτην τὴν σωτήριον συμβουλὴν δίδει εἰς κάθε ψυχὴν νὰ εἶναι πρόθυμος καὶ νὰ δακρύη, ἴνα ἀξιωθῆ νὰ ἀπολαύση νοερῶς ἐκεῖνα ποὺ ἠξιώθησαν νὰ ἰδοῦν αἳ μυροφόροι αἰσθητῶς, οὕτω λέγων: "Καν Μαρία τὶς ἤς, καν ἡ ἄλλη Μαρία, καν Σαλώμη, καν Ἰωάννα, δάκρυσον ὀρθρία. ἴδε πρώτη τὸν λίθον ἠρμένον, τυχὸν δὲ καὶ τοὺς Ἀγγέλους καὶ Ἰησοῦν αὐτὸν" (Λόγος εἰς τὸ Πάσχα)... Βλέπε, ἀγαπητὲ ἀναγνώστα, πόσην μεγάλην ὠφέλειαν προξενοῦν τὰ δάκρυα. Διότι αὐτὰ ἔκαναν τὶς Μυροφόρους γυναῖκες νὰ ἰδοῦν τὸν Ἀναστάντα Χριστόν. αὐτὰ τὶς ἔκαναν νὰ ἰδοῦν τοὺς Ἀγγέλους. αὐτὰ τὶς ἀξίωσαν νὰ γίνουν τῆς Ἀναστάσεως πρῶται κήρυκες, καὶ νὰ χρηματίσουν τῶν Ἀποστόλων καὶ Εὐαγγελιστῶν τοῦ Κυρίου εὐαγγελίστριαι»22.
Γιὰ τὸν θρῆνο τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς ἔξω ἀπὸ τὸν Τάφο γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸ γυναικεῖο φύλο διακρίνεται κατὰ κάποιον τρόπο γιὰ τὴν λεπτότητα τῶν αἰσθημάτων του καὶ ἔχει μεγαλύτερη τάση πρὸς οἶκτο. Αὐτὸ τὸ λέγω, γιὰ νὰ μὴν ἀπορήσης, γιατί τέλος πάντων, ἡ Μαρία θρηνοῦσε πικρὰ στὸν τάφο, ἐνῶ ὁ Πέτρος δὲν ἔκανε κάτι παρόμοιο... Οἱ μαθητές, λοιπόν, ἔφυγαν γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν στὰ Ἱεροσόλυμα, ἐνῶ ἐκείνη στάθηκε κοντὰ στὸν τάφο. Ἦταν μεγάλη παρηγοριὰ νὰ βλέπη τὸ μνῆμα. Νά, τὴν κοιτάζεις, ποὺ σκύβει καὶ θέλει νὰ δὴ τὸν τόπο ὅπου βρισκόταν τὸ σῶμα, προκειμένου νὰ παρηγορηθῆ; Γι' αὐτὸ καὶ ἔλαβε μεγάλο μισθό, γι' αὐτὴν τὴν μεγάλη φροντίδα της. Γιατί ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶδαν οἱ Μαθητές, τὸ εἶδε πρώτη ἡ γυναίκα. Εἶδε δήλ. δύο Ἀγγέλους, νὰ κάθονται ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῆς κεφαλῆς, μὲ λευκὴ ἐνδυμασία καὶ τὸ πρόσωπο γεμάτο ἀπὸ πολλὴ φαιδρότητα καὶ χαρὰ»23. Ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν δύο Ἀγγέλων ἡ Μαρία μένει ἔκπληκτη, θαμπωμένη ἀπὸ τὸ παράδοξο θέαμα. «Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητεῖς;» Τὴν ρωτοῦν. Καὶ αὐτὰ τὰ εἶπαν, κατὰ κάποιον τρόπον σὰν νὰ τὴν ἐπέπλητταν:
-Γιατί κλαῖς, ἀφοῦ τόσα εἶδες; Ἀκόμη φοβεῖσαι καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ἐννοήσης τίποτε ὑψηλότερο; Ἀκόμη ἀμφιβάλλεις καὶ διστάζεις; Ποιὸν ζητεῖς; Ἐκεῖνον ποῦ ἠγέρθη; Ποῦ ἀναστήθηκε; Βλέπεις Ἀγγέλους νὰ κάθονται μέσα στὸν τάφο καὶ ἐσὺ ἀκόμη πιστεύεις, ὅτι ἐσύλησαν τὸ Σῶμα; Ποιὸς μπορεῖ νὰ κλέψη Βασιλέα ποῦ φρουρεῖται ἀπὸ ἀγγελικὴ φρουρά;
Καὶ ἐκείνη λέγει: «Πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸ μνημεῖο, καὶ δὲν γνωρίζω ποῦ τὸν ἔβαλαν» (Ἰω. κ', 13). Αὐτὸ ποὺ εἶπε προηγουμένως στοὺς Ἀποστόλους, αὐτὸ λέγει καὶ στοὺς Ἀγγέλους.
«Ἀλλ' ὢ τῆς καλῆς καρτερίας! Ὢ τῆς ἐπαινετῆς πολυπραγμοσύνης! Οὐ παρεῖδεν αὐτὴν ὁ ποθούμενος. Οὐκ ἀφῆκε τὴ ἀπιστία βυθίζεται ὁ ζητούμενος. Ἀλλὰ τὸν ζέοντα πόθον ἰδών, αὐτομάτως ἐφιστᾶται» (Θεοφ. Κεραμέως Ὁμιλία ΛΕ', εἰς τὸ ὄγδοον ἑωθινόν).
Τότε, στράφηκε πίσω ἡ Μαρία καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ! Πῶς ἐστράφη ξαφνικὰ πρὸς τὰ πίσω, ἐνῶ μιλοῦσε μὲ τοὺς Ἀγγέλους; Ἀπὸ τὴν ὄψη καὶ τὸ βλέμμα τῶν Ἀγγέλων, ἀπὸ τὴν ἔκπληξή τους καὶ τὴν στάση τους, μόλις ἀντικρυσαν τὸν Κύριο. Γυρίζει καὶ αὐτὴ πρὸς τὰ πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ. Καὶ ἐκεῖνος τὴν ρωτάει: «Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητεῖς;» (Ἰω. κ', 15). Δὲν Τὸν ἀναγνωρίζει ἀκόμη. Τὰ μάτια τῆς «ἐκρατοῦντο του μὴ ἐπιγνῶναι αὐτὸν» (Βλ. Λούκ. κδ', 16), ὅπως ἔγινε μὲ τοὺς δύο Μαθητὲς ποὺ βάδιζαν πρὸς τὴν Ἐμμαούς. Ἴσως δὲν Τὸν ἀναγνώρισε ἀμέσως, ἐπειδὴ τὰ μάτια τῆς θάμπωσαν ἀπὸ τὸ πολὺ κλάμα καὶ δὲν ἔβλεπε καθαρά. Ἴσως ἀκόμη δὲν εἶχε φέξει καλὰ ἡ μέρα. Ἴσως, διότι ἔτσι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς οἰκονόμησε, ἐμφανιζόμενος μὲ τὴν πιὸ ταπεινὴ καὶ κοινὴ ἐνδυμασία, ὥστε νὰ τὸν νομίση γιὰ κηπουρό. Καὶ τοῦ λέγει: «Κύριε, ἐὰν ἐσὺ τὸν πῆρες στὰ χέρια σου, πές μου ποὺ τὸν ἔχεις τοποθετήσει, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ ἐκεῖ». Ὢ τῆς γυναικείας ἀγάπης! «Ὢ τῆς εὐνοίας καὶ φιλοστοργίας τῆς γυναικός!» (Ἰωάννης Χρυσόστομος). Καὶ ἡ ἀπάντηση; Τὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός της ἀπὸ τὸ γλυκὺ στόμα τοῦ Κυρίου: «Μαρία!». Στρέφεται, λέγει, αὐτὴ τότε καὶ συγκλονισμένη ἀπὸ τὸ ἄκουσμα, αὐθόρμητα ἀπαντᾶ: «Ραββουνὶ» δήλ. Διδάσκαλε. Ὁ Θεὸς Λόγος, ποὺ γνωρίζει καὶ βλέπει τοὺς διαλογισμοὺς καὶ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, δὲν τὴν ἀφήνει νὰ βασανίζεται ἄλλο. Φώτισε τὸν νοῦ της, φώτισε τοὺς ὀφθαλμούς της νὰ δὴ καὶ νὰ κατανόηση ποιὸς εἶναι ἀληθινὰ αὐτὸς ποὺ τῆς μιλᾶ. Σπεύδει τότε νὰ ἀγκαλιάση καὶ νὰ ἀσπαστῆ τὰ πόδια τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ Αὐτὸς τὴν ἀποτρέπει καὶ τῆς λέγει: «Μὴ μοῦ ἅπτου. οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν Πατέρα μου» (Ἰω. κ', 17). Στάσου μακριά. Μὴ μὲ ἐγγίζεις. Ἐπειδὴ ἦτο ἀκόμη ἡ Μαρία ἀτελὴς κατὰ τὸ φρόνημα, καὶ Τὸν ἀναζητοῦσε στὸν Τάφο ὡς ἄνθρωπο, θέλει νὰ ἀνυψώση τὸ φρόνημά της, ὥστε νὰ μὴν τὸν νομίζη πλέον ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ Θεό. «Μὴ μὲ πλησίασης, μὴ μὲ ἀγγίξης». Δὲν φέρω πλέον τὸ ἴδιο φθαρτὸ σῶμα, τὴν σάρκα τῆς παχύτητος καὶ τῆς φθορᾶς. Τὸ Σῶμα αὐτὸ δὲν μπορεῖτε νὰ τὸ πλησιάσετε καὶ νὰ τὸ ἀγγίξετε. «Ἐπειδὴ ἡ διάνοιά σου δὲν ἤγγισε τὸ ὕψος τοῦ σχετικὰ μ' ἐμὲ μυστηρίου, ὅτι ἐνῶ εἶμαι Θεός, τώρα βλέπομαι σὲ σῶμα, καὶ μάλιστα θεοειδές, γι' αὐτὸ μὴ μ' ἐγγίζεις»24.
Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει σχετικῶς: «Ἂς μὴ ζητήσουμε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς αὐτὸν ποὺ ζῆ. Ὁ Κύριος ἀπωθεῖ ὅποιον τὸν ζητεῖ μ' αὐτὸν τὸν τρόπον, λέγοντάς του "μὴ μοῦ ἅπτου". Ὅταν ἀνεβῶ στὸν Πατέρα μου τότε θὰ σοὺ ἐπιτρέπεται νὰ μὲ ἀγγίζης. Θέλει νὰ πῆ μὴν ἀποτυπώσης στὴν πίστη σου τὴν σωματικὴ καὶ δουλικὴ μορφή μου, ἀλλὰ νὰ λατρεύης αὐτὸν ποὺ βρίσκεται στὴν δόξα τοῦ Πατέρα καὶ ὑπάρχει μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ποὺ εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ»25.
«Τὸ Μὴ μοῦ ἅπτου μπορεῖ νὰ σημαίνη καὶ τὴν νοητὴ προσέγγιση καὶ ἐπαφή. Διότι (ἡ Μαρία) ἤθελε νὰ ἐρευνήση πῶς οἰκονομήθηκε τὸ Μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως. Τὴν ἀπομακρύνει καὶ τὴν ἀποθαρρύνει ἀπὸ τέτοιου εἴδους ἐρωτήσεις καὶ εἶναι σὰν νὰ τῆς λέγη, μὴν ἐρευνᾶς καὶ θέλεις νὰ ἐξετάσης αὐτὰ ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις σου καὶ τὰ μέτρα σου. Γιατί ἀκόμη δὲν μπορεῖς νὰ ἀνεβῆς καὶ νὰ φθάσης σὲ τέτοιου εἴδους μυσταγωγία. Ἐπειδὴ "Δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου", ὥστε κι ἐσᾶς νὰ σᾶς ἑλκύσω καὶ νὰ σᾶς ἀνεβάσω στὴν ὑψηλότερη θεωρία καὶ γνώση ποὺ θὰ γίνη μὲ τὴν κάθοδο σ' ἐσᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»26.
Μεγάλη τιμὴ γιὰ τὴν Μαρία νὰ ἀξιωθῆ νὰ ἰδῆ τὸν Κύριο, πρώτη μετὰ τὴν Θεοτόκο. Μεγάλη εὐτυχία γιὰ τὴν Μαρία νὰ ἰδῆ πρώτη τὸν Ἀναστάντα Ἰησοῦ καὶ νὰ μιλήση μαζί Του, μετὰ τὴν Θεοτόκο. Μεγάλη ἡ τιμὴ νὰ τὴν στείλη στοὺς Ἀποστόλους, νὰ μάθουν καὶ αὐτοὶ τὴν χαρμόσυνη εἴδηση. Διότι ἀμέσως μετὰ προσθέτει: «Πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς. ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν» (Ἰω. κ' 17). Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἐώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτή». Γίνεται ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ τῶν Ἀποστόλων ἀπόστολος, τῶν Μαθητῶν κήρυκας, τῶν Εὐαγγελιστῶν εὐαγγελίστρια. Ὁ Χριστὸς τὴν διάλεξε γι' αὐτὴν τὴν ὑψηλὴ διακονία καὶ ἀποστολή. «Αὐτή, λοιπόν, φεύγει -λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος- γιὰ νὰ ἀναγγείλη αὐτὰ στοὺς Μαθητές. Τόσο σπουδαῖο πράγμα εἶναι, λέγει, ἡ προσεδρία27 καὶ ἡ καρτερία» (Ἑρμηνεία στὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, Ὁμιλία Πστ').
Ἡ ὀρθόδοξη ὑμνολογία μας, βασισμένη στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ἀποτύπωσε τὸν συγκινητικὸ διάλογο τῆς Μαρίας Μαγδαληνῆς μὲ τὸν Ἰησοῦ, ἔξω ἀπὸ τὸν Τάφο, σ' ἕναν ὑπέροχο ὕμνο:
«Εἰς τὸ μνῆμα σὲ ἐπεζήτησεν, ἐλθοῦσα τὴ μία τῶν Σαββάτων, Μαρία ἡ Μαγδαληνή. μὴ εὑροῦσα δὲ ὠλοφύρετο, κλαυθμῶ βοώσα. Οἶμοι! Σωτήρ μου, πῶς ἐκλάπης πάντων βασιλεῦ; Ζεῦγος δὲ ζωηφόρων Ἀγγέλων, ἔνδοθεν τοῦ μνημείου ἐβόα. Τί κλαίεις, ὢ γύναι; Κλαίω, φησίν, ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου τοῦ τάφου, καὶ οὐκ οἶδα ποὺ ἔθηκαν αὐτόν. Αὐτὴ δὲ στραφεῖσα ὀπίσω, ὡς κατεῖδε σέ, εὐθέως ἐβόα: Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα σοὶ».
«Λίαν πρωὶ ἔδραμε ἡ Μαρία στὸν τάφο καὶ γι' αὐτὸ εὐαγγελίζεται τὸ μυστήριον τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ προθυμία τῆς γυναικὸς ὑπερέβη τὴν προθυμία τῶν ἀνδρῶν. Δὲν ἔπρεπε αὐτὴ πρῶτα νὰ δεχθῆ τῆς χαρᾶς τὰ μηνύματα; Ἂς ἀπολαύση πρώτη της Ἀναστάσεως τὴν χαρὰ ἐκείνη ποὺ ἐδοκίμασε καὶ τοῦ πάθους τὴν πικρότητα. Ἂς γίνη μηνύτρια τῆς Ἀναστάσεως ἐκείνη ποὺ τὸ Ποτήριον τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου πρώτη εἶδε. Ἐλᾶτε, γυναῖκες, ἐσεῖς ποὺ ξεπεράσατε μὲ τὴν προθυμία σᾶς τοὺς Ἀποστόλους, καὶ γι' αὐτὸ ἀξιωθήκατε τὴν θεία ὀπτασία, ἐλᾶτε νὰ διώξετε ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν Μαθητῶν τὸ σκοτάδι τῆς δειλίας. Ἐλᾶτε νὰ τοὺς μηνύσετε τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου. Γίνετε δάσκαλοι σ' αὐτοὺς ποὺ θὰ διδάξουν ὅλη τὴν οἰκουμένη. Δῶστε φῶς σ' ἐκείνους ποὺ ἑτοιμάζονται νὰ διασκορπίσουν σ' ὅλην τὴν γῆ τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀληθινοῦ Φωτός. Δεῖξτε σ' αὐτοὺς πόση εἶναι ἡ διαφορὰ τῆς μεγαλοψυχίας, τῆς προθυμίας, τῆς τόλμης, ποὺ κατοικεῖ στὶς καρδιὲς τῶν γυναικὼν ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνδρῶν. Ἂς μάθουν ἀπὸ τὴν δική σας προθυμία, πόσος φόβος τοὺς κυριεύει. Ἐπειδὴ τὸν καιρὸ ποὺ ἐκεῖνοι ἔψαξαν τὰ πιὸ σκοτεινὰ καὶ κρυφὰ μέρη γιὰ νὰ κρυφθοῦν, ἐσεῖς τρέξατε στὸν Τάφο καὶ δὲν ὑπολογίσατε οὔτε τὸν φόβο τῶν ἐχθρῶν, οὔτε τὴν λύσσα τῶν Φαρισαίων, οὔτε τὶς ἀπειλὲς τῶν Γραμματέων. Τὸ σκοτάδι σᾶς φάνηκε φῶς, οἱ ὁπλισμένοι στρατιῶτες συνοδοιπόροι σας, οἱ ἀπειλὲς τῶν ἀρχιερέων βοηθοί σας στὸν σκοπό σας νὰ "μυρίσετε" δήλ. νὰ ἀλείψετε μὲ μύρα τὸ δεσποτικὸν σῶμα» .
Ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ ἀγγελιοφόρος πρὸς τοὺς Μαθητές. Ἀπὸ τὸ στόμα της θὰ διαλαληθῆ τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, «χαρᾶς εὐαγγέλια τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ». Αὐτό, ὅμως ἦταν καὶ θεϊκὴ οἰκονομία. Διότι ἀπὸ τὴν γυναίκα ἦλθε ἡ λύπη στὸν κόσμο. Ἡ προμήτωρ Εὕα ἔγινε πρόξενος λύπης στὸν Ἀδάμ. Μία γυναίκα πάλι θὰ γίνη τώρα μηνυτὴς τῆς χαρᾶς στοὺς ἄνδρες. Γυναίκα ἔφερε τὴν πτώση. Ἀλλὰ καὶ γυναίκα θὰ διακηρύξη τὸ σωτήριο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως.
«Τὸ χαῖρε ταῖς Μυροφόροις φθεγξάμενος, τὸν θρῆνον τῆς Προμήτορος Εὕας κατέπαυσας, τὴ Ἀναστάσει Σου, Χριστὲ ὁ Θεός. τοῖς Ἀποστόλοις δὲ τοῖς σοῖς κηρύττειν ἐπέταξας. ὁ Σωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος».
Ἰσαπόστολος
Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔμεινε στὰ Ἱεροσόλυμα, μαζὶ μὲ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ τὶς ἄλλες γυναῖκες. Ὕστερα ἀπὸ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου στοὺς Οὐρανούς, ὅπως διαβάζομε στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, συνήθιζαν νὰ συγκεντρώνονται στὸ ὑπερῶον καὶ νὰ προσεύχονται μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ὅλους τους Μαθητὲς τοῦ Κυρίου. «Ὅλοι αὐτοὶ μὲ μία ψυχὴ καὶ μὲ μία καρδιὰ ἀκούραστα προσεύχονταν καὶ ἐδέοντο στὸν Θεὸ μαζὶ καὶ μὲ ἄλλες εὐσεβεῖς γυναῖκες, ποὺ εἶχαν ἀκολουθήσει τὸν Κύριο, ὅπως ἐπίσης μαζὶ μὲ τὴν Μαρία τὴν μητέρα τοῦ Ἰησοῦ καὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἐνομίζοντο ἀδελφοί του» (Πράξ. α', 14). Ἐκεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα, ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἐπιδόθηκε σὲ σπουδαῖο φιλανθρωπικὸ ἔργο μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο, μοιράζοντας τὰ πλούτη της στοὺς φτωχούς.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν Ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, οἱ Ἀπόστολοι διασκορπίσθηκαν σὲ διάφορους τόπους γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο, σ' ὅλα τὰ ἔθνη καὶ σ' ὅλους τους λαούς, ὅπου τους κατηύθυνε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ἡ μακαρία Μαρία, ὅπως λέγει κάποια παράδοση, ξεκίνησε νὰ φθάση στὴν Ρώμη, γιὰ νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν Καίσαρα Τιβέριο31 νὰ ἀποδώση δικαιοσύνη γιὰ τὸν ἄδικο θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀκολουθώντας τὸν δρόμο καὶ τὴν ζωὴ τῶν Ἀποστόλων, ἀρχίζει τὴν μακρινὴ ὁδοιπορία, καταφρονώντας κόπους, ἐμπόδια καὶ δυσκολίες. Καθ' ὁδὸν διδάσκει καὶ κηρύττει. Διηγεῖται καὶ διακηρύττει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. «Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθῆ τὶς δυσκολίες ποῦ τῆς ἔτυχαν στὴν ὁδοιπορία; καὶ πόσον πλῆθος προσείλκυσε στὴν πίστη διὰ τῆς σαγήνης τοῦ Εὐαγγελίου; Αὐτὰ τὰ γνωρίζουν καλῶς ὅσοι μελετοῦν μὲ σπουδὴ καὶ ἐπιμέλεια τὰ χρονικά της Ἰταλίας, εἰς τὰ ὁποία σώζονται ἱστορίες ὅτι πολὺ ἐδοξάσθη ἡ μακαρία ἀπὸ τὸν Θεὸ» γράφει ὁ Νικηφ. Κάλλιστος Ξανθόπουλος. Καὶ συνεχίζει: «Ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν Καίσαρα Τιβέριον παρουσιάσθηκε καὶ καλὰ ἐξετέλεσε τὴν ἀποστολή της. Δὲν θὰ πίστευε ποτὲ κανεὶς ὅτι θὰ εἶχαν καλύτερο τέλος -ὅσα δηλαδὴ ἔπρεπε νὰ πάθουν- αὐτοὶ ποὺ ἐσταύρωσαν τὸν Χριστό, ὁ Ἄννας, ὁ Καϊάφας καὶ ὁ Πιλάτος, καθὼς ἱστοροῦν ἄνθρωποι φιλαληθέστατοι». Ἀφοῦ δικάσθηκαν καὶ τιμωρήθηκαν οἱ σταυρωτές του Κυρίου, ἡ μακαρία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ κατήχησε τοὺς πιστοὺς στὴν Ρώμη καὶ τοὺς στερέωσε στὴν πίστη -συνεχίζει ὁ ἴδιος βιογράφος. Καὶ ἀφοῦ κήρυξε στὴν Ρώμη, περιηγήθηκε ὅλη τὴν Ἰταλία καὶ Γαλλία. Καὶ ἐπέστρεψε στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀφοῦ πρῶτα πέρασε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, τὴν Φοινίκη, τὴν Συρία καὶ τὴν Παμφυλία. Σ' ὅλες αὐτὲς τὶς χῶρες ἐδίδασκε καὶ ἐκήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν πίστη στὸν Ἀναστάντα Ἰησοῦ. Στὰ Ἱεροσόλυμα μικρὸ διάστημα παρέμεινε μαζὶ μὲ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὡς τὴν Κοίμησή της.
Κατὰ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἁγία Μαρία Μαγδαληνὴ μετέβη κατόπιν στὴν Ἔφεσο, ὅπου ζοῦσε καὶ ἐδίδασκε ὁ ἠγαπημένος μαθητής, ὁ υἱὸς τῆς βροντῆς, Ἰωάννης. Στὴν Ἔφεσο συναντήθηκε μὲ τὸν Μαθητή, συμμετεῖχε στὸ κήρυγμά του καὶ ἔγινε βοηθός του καὶ συμπαραστάτης του στὶς δοκιμασίες καὶ στὶς θλίψεις του, στὴν φυλάκισή του καὶ σὲ ὅλα του τὰ δεινά. Στὴν Ἔφεσο, ἡ Ἁγία, ὁδήγησε πολλοὺς στὴν πίστη καὶ στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας. Ὁ λαὸς τῆς Ἐφέσου τὴν ἐτίμησε καὶ τὴν εὐλαβήθηκε δεόντως. Μετὰ τὸν θάνατό της τὸ παντιμον καὶ πάνσεπτον σῶμα τῆς ἐνταφιάσθηκε ὀσιοπρεπῶς ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, σ' ἕνα σπήλαιο κοντὰ στὴν Ἔφεσο, σὰν πολύτιμος θησαυρός. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ταφῆς, ἐπιτελέσθηκαν πολλὰ θαύματα, καθὼς καὶ τοὺς μετέπειτα χρόνους, μέχρι τῆς σήμερον, ἡ Ἁγία δὲν σταμάτησε νὰ θαυματουργή. Τὸ ἔτος 890 μ.Χ. ὁ βασιλεὺς Λέων Στ' ὁ Σοφὸς (886-912), ἔκανε ἀνακομιδὴ τοῦ ἁγίου λειψάνου της καὶ τὸ μετέφερε ἀπὸ τὴν Ἔφεσο στὴν Κωνσταντινούπολη. Μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀλέξανδρο, τὸ ἔλαβε ἐπάνω στοὺς ὤμους του καὶ τὸ ἀπέθεσε μὲ εὐλάβεια στὸν Ναὸ ποὺ αὐτὸς ἔκτισε ἐπ' ὀνόματι τοῦ Ἁγίου καὶ Τετραημέρου φίλου του Χριστοῦ Λαζάρου στὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ ἅγιο λείψανο τοποθετήθηκε μάλιστα στὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, μέσα σὲ ἀσημένια θήκη. «Τελεῖται δὲ αὐτῶν ἡ Σύναξις», τὴν 4η Μαΐου, «ἐν τὴ εὐαγεστάτη Μονὴ τὴ παρὰ τοῦ αὐτοῦ βασιλέως ἐπ' ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Λαζάρου συστάση». Ἐκ τοῦ κοινοῦ αὐτοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τῆς Ἁγίας μετὰ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, στὴν Μονὴ τοῦ ὁποίου ἐναπετέθησαν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Λέοντος, πολλοὶ ἐταύτισαν τὴν ἁγία Μαρία Μαγδαληνή, λανθασμένα, μὲ τὴν ἁγίαν Μαρίαν, τὴν ἀδελφή του Λαζάρου, ἡ ὁποία εἶναι διαφορετικὸ προσωπο32.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἑορτάζει τὴν μνήμη τῆς ἁγίας Μυροφόρου καὶ Ἰσαποστόλου Μαρίας Μαγδαληνῆς τὴν 22 Ἰουλίου. Ἐπίσης τὴν συνεορτάζει μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες Μυροφόρες Ἅγιες Γυναῖκες, τὴν τρίτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα, τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων. Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τῆς ἑορτάζεται στὶς 4 Μαΐου.
Καὶ ἀναφέρομεν ἐπίσης καὶ τοῦτο, ὅτι τῆς Μυροφόρου καὶ Ἰσαποστόλου Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς ἡ ἱερὰ χείρ, βρίσκεται στὴν Ἱερὰ καὶ Σεβάσμια Μονὴ τῆς Σιμωνόπετρας, στὸ Ἁγιώνυμον Ὅρος τοῦ ΆΘω, θαύματα βρύουσα καὶ χάριτας ἰαμάτων πηγάζουσα ὡς ποταμὸς ἀένναος.
Ἔζησε ζωὴ ἰσάγγελη καὶ ἔγινε σεβαστὴ καὶ σ' αὐτοὺς τοὺς Ἀγγέλους. Καὶ ὑπερτέρησε ὅλων τῶν ἁγίων ὡς τότε γυναικὼν ποὺ εὐηρέστησαν τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν μεταγενεστέρων ἁγίων μαρτύρων γυναικὼν καὶ ἀσκητριῶν. Ἐπειδὴ εἶδε καὶ ἐγνώρισε καὶ ὑπηρέτησε τὸν ἴδιον τὸν Χριστόν, τὸν ἀληθινὸ Νυμφίο τῶν ψυχῶν τους. Καὶ ὅ,τι εἶναι οἱ Ἀπόστολοι μεταξὺ ὅλων τῶν Ἁγίων, τοῦτο εἶναι ἡ Μαγδαληνὴ μεταξὺ ὅλων τῶν ἁγίων Γυναικών, ὅσες διὰ τῆς πολιτείας τῶν εὐηρέστησαν τὸν Θεό. Διότι τὶς μὲν ἐμιμήθη στὸν ζῆλο, ἀπὸ τὶς ἄλλες φάνηκε ἀνώτερη καὶ σὲ ὅλες ἔγινε
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος ἅ'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ
Χριστῷ τῷ δὶ' ἠμᾶς, ἐκ Παρθένου τεχθέντι, σεμνὴ Μαγδαληνή, ἠκολούθεις Μαρία, αὐτοῦ τὰ δικαιώματα, καὶ τοὺς νόμους φυλάττουσα. ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαίς σου λαμβάνομεν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῶ.
Ὁ ὑπερούσιος Θεὸς ἐν τῷ κόσμω, μετὰ σαρκὸς ἐπιφοιτῶν Μυροφόρε, σὲ ἀληθῆ μαθήτριαν προσήκατο, ὅλην σου τὴν ἔφεσιν, πρὸς αὐτὸν κεκτημένην. ὅθεν καὶ ἰάματα ἐπετέλεσας πλεῖστα. καὶ μεταστάσα νῦν ἐν οὐρανοῖς, ὑπὲρ τοῦ κόσμου πρεσβεύεις ἑκάστοτε.
Μεγαλυνάριον
Λόγοις λαμπρυνθεῖσα τοῖς τοῦ Χριστοῦ, κόσμου τὴν ἀπάτην, καταλέλοιπας, καὶ αὐτῶ προσῆλθες, Μαγδαληνὴ Μαρία, καὶ τούτω ἠκολούθεις, ψυχῆς θερμοτητι.