Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
(Η μνήμη του εορτάζεται στις 9 Μαΐου)
1. ΚΑΤΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΑΓΡΙΑ ΦΥΛΗ
Ο άγιος Χριστόφορος είναι ένας από τους πιο αγαπημένους αγίους της Εκκλησίας μας. Αξιώθηκε από το Θεό όχι μόνο να δει σ’ αυτή τη ζωή το Χριστό αλλά και να τον σηκώσει στους ώμους του. Εξαιτίας της μεγάλης αυτής τιμής, ονομάστηκε Χριστόφορος.
Γεννήθηκε γύρω στο 200 μ.Χ. και μαρτύρησε για την αγάπη του Χριστού επί της βασιλείας του ασεβή αυτοκράτορα Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.).
Το πρώτο του όνομα ήταν Ρέπροβος, που σημαίνει σκυλομούρης, δηλαδή ασχημομούρης. Πήρε αυτό το όνομα επειδή στην όψη ήταν πάρα πολύ άσχημος. Είχε τόσο άγρια χαρακτηριστικά, που όταν τον έβλεπες σου έσπερνε φόβο και τρόμο στην καρδιά. Ήταν πολύ ψηλός, σωστός γίγαντας και πάρα πολύ δυνατός.
Η καταγωγή του ήταν από μια βάρβαρη φυλή ανθρωποφάγων που ζούσαν στα μέρη της Ανατολής και της Ασίας. Αλίμονο αν έπεφτες στα χέρια τους. Πρώτα σε σκότωναν και μετά με πολύ χαρά σε έκοβαν κομμάτια και με πολλή ευχαρίστηση σε έτρωγαν. Επικρατούσε ανάμεσα τους ο νόμος της ζούγκλας και του ισχυρού. Ο πιο βάρβαρος και ο πιο δυνατός ήταν και ο αρχηγός.
Βέβαια η φυλή του δεν ήταν η μοναδική στον κόσμο που ζούσε με τέτοιο άγριο και πρωτόγονο τρόπο. Τέτοιες άγριες και βάρβαρες φυλές υπήρχαν τότε πολλές παντού.
Ας μη λησμονούμε πως ακόμα και σήμερα, στον 20ο αιώνα, τέτοιες φυλές υπάρχουν σε ορισμένα μέρη του κόσμου. Για τις φυλές αυτές αγωνίζονται διάφορες χριστιανικές ιεραποστολές να τις βοηθήσουν ώστε να αλλάξουν το βάρβαρο αυτό τρόπο ζωής.
Στα μέρη αυτά που κατοικούσαν οι άγριες αυτές φυλές των ανθρωποφάγων είχε φτάσει και η δύναμη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία προσπαθούσε να επιβάλλει το Ρωμαϊκό δίκαιο.
Μαζί με τις Ρωμαϊκές λεγεώνες έφθασαν και πολλοί κρυφοί χριστιανοί στρατιώτες, οι οποίοι διέδωσαν σιγά – σιγά παντού τη χριστιανική πίστη.
Μέσα σε τέτοια χρονική στιγμή γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Ρέπροβος, ο κατοπινός άγιος Χριστόφορος.
2. ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΥΠΗΡΕΤΗΣΕΙ ΤΟΝ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΟ
Μπορεί η καταγωγή του να ήταν από άγρια φυλή, όμως, κατά βάθος είχε καλή καρδιά και ανήσυχο πνεύμα. Ήταν άνθρωπος που παρατηρούσε προσεκτικά το διαφορετικό τρόπο ζωής τόσο της δικής του φυλής όσο και αυτής που οι κατακτητές Ρωμαίοι είχαν φέρει.
Προβληματιζόταν με τον διαφορετικό δρόμο που επέλεγε ο καθένας για να είναι ευτυχισμένος και δυνατός σ’ αυτή τη ζωή.
Επηρεασμένος από τις συνήθειες και τα έθιμα της φυλής του, που η δύναμη ήταν η κύρια πηγή κυριαρχίας και ευτυχίας, ήθελε να βρεθεί κοντά στον πιο δυνατό άνθρωπο, για να τον υπηρετήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής του.
Για το λόγο αυτό, έφυγε από το μέρος του με σκοπό να αναζητήσει τον πιο δυνατό άνθρωπο στη γη και να τον υπηρετήσει ως σωματοφύλακας του.
Εξάλλου, ποιος δεν θα ήθελε ένα τέτοιο δυνατό και φοβερό υπηρέτη; Πολλοί ηγεμόνες και άρχοντες θα ευχόντουσαν να είχαν τέτοιο σωματοφύλακα. Όμως, ο Ρέπροβος ήθελε να υπηρετήσει τον πιο δυνατό από όλους αυτούς.
Πότε σαν σωματοφύλακας κάποιων αρχόντων και πότε σαν στρατιώτης στο Ρωμαϊκό στράτευμα, γύρισε πολλά μέρη και ταξίδεψε σε τόπους μακρινούς.
Μέχρι την μακρινή Αντιόχεια έφθασε, ψάχνοντας πάντα να βρει και να υπηρετήσει τον πιο δυνατό άνθρωπο στη γη. Μάταια όμως έψαχνε να βρει αυτόν που ήθελε τόσο πολύ.
3. ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟΝ ΜΑΓΟ
Περνώντας κάποτε από ένα μέρος, είδε όλους τους ανθρώπους εκεί να είναι πολύ φοβισμένοι και τρομοκρατημένοι. Με μεγάλη απορία ρώτησε να μάθει ποια ήταν η αιτία του τρόμου τους. Εκείνοι τότε του είπαν για κάποιον δυνατό μάγο της περιοχής τους που, με τη δύναμη του σατανά, έκανε φοβερά μάγια και έσπερνε παντού το φόβο και τον τρόμο.
Όταν ο Ρέπροβος είδε όλο το χωριό να τρέμει και να φοβάται μπροστά στη δύναμη ενός και μόνου ανθρώπου, που με τη βοήθεια του σατανά μπορούσε να κάνει φοβερά και τρομερά πράγματα, ρώτησε που μπορούσε να βρει αυτόν τον δυνατό μάγο. Όταν έμαθε που μένει, γεμάτος χαρά που βρήκε τελικά τον πιο δυνατό άνθρωπο, πήγε να τον συναντήσει για να γίνει υπηρέτης σ’ αυτόν και τον αρχηγό του, τον σατανά.
Εκεί που έμενε ο μάγος και έκανε τα διάφορα φοβερά μάγια ήταν ένα κατασκότεινο σπίτι γεμάτο με απαίσιες απεικονίσεις του δαίμονα. Ένας τόπος άθλιος και αποκρουστικός, που και μόνο που έμπαινες μέσα ένιωθες τη δύναμη του κακού να σε τριγυρίζει και να σου αφαιρεί κάθε ίχνος χαράς και ευτυχίας.
Αν και δεν άρεσε καθόλου στο Ρέπροβο ο καταθλιπτικός αυτός τόπος, ωστόσο, έχοντας μεγάλη αγωνία να γνωρίσει τον πιο δυνατό εδώ στη γη, ρώτησε το μάγο:
- Θέλω να μου πεις ποιος είναι ο πιο δυνατός σ’ αυτή τη γη, γιατί θέλω να γίνω υπηρέτης του.
- Μα φυσικά ένας είναι ο πιο δυνατός σ’ όλο τον κόσμο, ο μεγάλος αρχηγός μου, ο σατανάς.
- Που είναι αυτός τώρα για να τον γνωρίσω;
- Περίμενε και θα τον δεις!
Ο μάγος έκανε τότε κάτι μαγικά, είπε κάποια ακατανόητα λόγια και, αμέσως, εμφανίστηκε μπροστά στον έντρομο Ρέπροβο η απαίσια μορφή του αρχηγού των σκοτεινών δυνάμεων, του Εωσφόρου, με δυο μεγάλα κέρατα και μια φιδίσια ουρά.
Με την εμφάνιση του, άρχισε να αλλάζει διάφορες μορφές για να εντυπωσιάσει τον γιγαντόσωμο Ρέπροβο. Πήρε τη μορφή διάφορων ερπετών, ζώων, καθώς και μιας πανέμορφης γυναίκας, έτοιμης να ξεσηκώσει τα πάθη και τις σαρκικές αδυναμίες των ανδρών.
Φαίνεται ότι ο Ρέπροβος δεν πείστηκε τόσο πολύ απ’ αυτές τις σατανικές μεταμορφώσεις του σατανά και ρώτησε ξανά τι άλλο μπορούσε να κάνει για να τον φοβούνται όλοι σαν το πιο δυνατό στη γη.
Τότε ο μάγος, για να κάνει επίδειξη της μεγάλης δύναμης του αρχηγού του Εωσφόρου, πήρε τον Ρέπροβο για μια βόλτα ανάμεσα στον κόσμο.
Απ’ όπου κι αν περνούσαν, κατάφερνε ο σατανάς να αναστατώνει τα πάντα. Άλλους ανθρώπους τους έβαζε να τσακώνονται για ασήμαντο λόγο, άλλους να κλέβουν, άλλους να σκοτώνονται, άλλους να κάνουν τις πιο αισχρές πράξεις της ζωής τους και τόσα άλλα.
Κανένα καλό δεν έκανε πουθενά και σε κανέναν. Ότι άγγιζε, απ’ όπου κι αν περνούσε, κατόρθωνε με τα μαγικά και δαιμονικά τεχνάσματα του να φέρνει μόνο κακό και δυστυχία.
Όλοι οι άνθρωποι έδειχναν φοβισμένοι και τρομοκρατημένοι μπροστά στη δύναμη του σατανά και του μάγου.
Το παρατήρησε πολύ καλά αυτό ο Ρέπροβος και δεν του άρεσε καθόλου.
Μετά την πόλη πέρασαν και από το κοντινό δάσος, όπου υπήρχαν διάφοροι ναοί αφιερωμένοι στα είδωλα και στους ψεύτικους θεούς.
Όταν μπήκαν μέσα στους ειδωλολατρικούς ναούς, είδε ο Ρέπροβος τον σατανά να χαίρεται υπερβολικά και να τους αποκαλεί σπίτι του και δόξα του, γιατί μέσα σ’ αυτούς οι άνθρωποι τον δόξαζαν και τον τιμούσαν ως θεό.
Συνέχισαν την πορεία τους μέσα στο δάσος, όπου ο δαίμονας έκανε συνέχεια επίδειξη της σατανικής του δύναμης πάνω σε ζώα και ανθρώπους.
Μετά το δάσος υπήρχε ένα ωραίο ποτάμι, το οποίο ένωνε δυο μεγάλες πόλεις σ’ εκείνη την περιοχή. Αποφάσισαν να το διασχίσουν για να περάσουν και στην απέναντι πόλη.
Ένα γεροντάκι που καθόταν κοντά στο ποτάμι τράβηξε την προσοχή του μάγου. Σκέφτηκε ότι ήταν άλλη μια ευκαιρία για να δείξει στο Ρέπροβο τη φοβερή δύναμη του σκοτεινού αρχηγού του.
Το πλησίασε αρκετά, όταν εκείνο άρχισε να ψελλίζει κάτι σαν προσευχές. Ο μάγος ταράχτηκε και κιτρίνισε από το φόβο του.
Πρώτη φορά έβλεπε ο Ρέπροβος τον δαίμονα και τον μάγο υπηρέτη του να φοβάται και να τρέμει τόσο πολύ.
Το γεροντάκι αυτό ούτε και να το πειράξει δεν είχε δύναμη. Απεναντίας, μόλις τους είδε εκείνο, έκανε το σημείο του σταυρού στο σώμα του και εξόρκισε τον πονηρό δαίμονα με το όνομα του Χριστού. Και μόνο αυτό τρομοκράτησε τόσο πολύ τον σατανά που πανικόβλητος, λες και κάποιος του είχε ρίξει πάνω του φωτιά, έτρεχε να φύγει για να σωθεί.
Ο Ρέπροβος ρώτησε τότε τον φοβισμένο μάγο τι συμβαίνει και γιατί τρομοκρατήθηκε ο αρχηγός τους ο σατανάς τόσο πολύ.
Με τίποτε δεν ήθελε να ομολογήσει ο δαίμονας τη φοβερή αδυναμία που ένιωθε μπροστά στο ένδοξο σημείο του σταυρού, γιατί έτσι θα αποδείκνυε ότι δεν ήταν αυτός ο πιο δυνατός σ’ αυτή τη γη. Αναγκασμένος όμως από μια αόρατη υπερφυσική δύναμη είπε στο Ρέπροβο την αλήθεια.
- Αυτοί είναι οι χειρότεροι εχθροί μου και το σημείο αυτό, (εννοούσε το σταυρό) όποτε το βλέπω με καίει και καταργεί τις δυνάμεις μου.
Η ομολογία αυτή ήταν αρκετή για να πείσει τον Ρέπροβο ότι ο σατανάς δεν ήταν ο πιο δυνατός σ’ αυτό τον κόσμο αλλά κάποιος άλλος, τον οποίο πίστευε και υπηρετούσε το σεβάσμιο εκείνο γεροντάκι που συνάντησαν πριν από λίγο.
Εγκαταλείπει αμέσως το μάγο και το σατανά και τρέχει με αγωνία κοντά στο ευλογημένο εκείνο γεροντάκι, που δεν ήταν τίποτα άλλο από έναν Χριστιανό ασκητή, για να διδαχτεί απ’ αυτόν ποιος είναι πραγματικά ο πιο Δυνατός και Παντοδύναμος στη γη και στον ουρανό.
4. ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
Ο άγιος αυτός ασκητής διείδε, με τη χάρη του Θεού που είχε πάνω του, τι μεγάλος άγιος θα γινόταν στο μέλλον ο γιγαντόσωμος Ρέπροβος, γι’ αυτό και με μεγάλη υπομονή και αγάπη άρχισε σιγά – σιγά να τον διδάσκει τη χριστιανική πίστη.
Τα γεμάτα θεία σοφία λόγια του σεβάσμιου ασκητή εντυπωσίασαν τον Ρέπροβο. Για πρώτη φορά άκουγε την υπέροχη διδασκαλία της αγάπης που κήρυξε στους ανθρώπους ο Χριστός. Μια διδασκαλία που δεν είχε καμιά σχέση με τους νόμους της φυλής του αλλά ούτε και με τους νόμους των κατακτητών Ρωμαίων.
Ήταν μια διδασκαλία που γέμιζε τη ψυχή σου γαλήνη και χαρά, γιατί δεν δίδασκε το μίσος, την υποκρισία και τον εγωισμό, που είναι η πηγή κάθε αναστάτωσης και σύγκρουσης με το συνάνθρωπό σου, αλλά την ειλικρινή αγάπη και ευσπλαχνία στον κάθε ανήμπορο και φτωχό, ακόμα και στον πιο φοβερό εχθρό σου.
Ένιωθε τόσο πολύ γοητευμένος από την καινούρια διδασκαλία που άκουγε από το γέροντα ασκητή, που με τίποτε δεν ήθελε να τον αποχωριστεί.
Αν και ήταν αγροίκος και αγράμματος, καταλάβαινε πολύ καλά πως μεγαλύτερη δύναμη από την αγάπη δεν υπήρχε σ’ αυτόν τον κόσμο, γι’ αυτό και παρακάλεσε θερμά τον γέροντα ασκητή να του μιλήσει για τον Αρχηγό της υπέροχης αυτής διδασκαλίας.
Ο άγιος ασκητής αντιλήφθηκε πως είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να του μιλήσει για τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, τον παντοδύναμο Σωτήρα και Θεό.
Με απλό, λοιπόν, και παραστατικό τρόπο άρχισε να του διηγείται πως ο μονογενής Υιός του Θεού, ενώ είναι ο πραγματικός μέγας Βασιλιάς όλου του κόσμου, ο Δημιουργός της γης και του ουρανού, ήρθε σαν απλός άνθρωπος να γεννηθεί από μια γυναίκα, όχι σε παλάτι αλλά σε μια φάτνη φτωχική.
Του είπε για τα πολλά θαύματα που έκανε ο Χριστός σε όποιον πήγαινε με βαθιά πίστη κοντά του. Του μίλησε για τη θεραπεία των λεπρών, την ίαση του παραλυτικού, το φως που έδωσε στους τυφλούς, τα πέντε ψωμιά με τα οποία έθρεψε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, τα δαιμόνια που έβγαζε από τους δαιμονισμένους, τον Λάζαρο που ανέστησε από το θάνατο και τόσα άλλα.
Επιφωνήματα έκπληξης και θαυμασμού από το Ρέπροβο διαδέχονταν κατά διαστήματα την όμορφη περιγραφή της ζωής του Κυρίου μας από τον άγιο ερημίτη.
Εκεί όμως που πραγματικά συγκινήθηκε πάρα πολύ και δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του δυνατού αυτού γίγαντα ήταν όταν ο γέροντας ασκητής άρχισε να του μιλά για τα άγια Πάθη του Κυρίου μας.
Κάθε διήγηση από τα μαρτύρια που υπέφερε για χάρη μας ο Κύριος συνοδευόταν και από πλήθος δάκρυα, που κυλούσαν στο πρόσωπο του γιγαντόσωμου αυτού άνδρα.
Όταν μάλιστα άκουσε ο Ρέπροβος πως ο Χριστός πάνω στο σταυρό, όχι μόνο δεν μίσησε τους βασανιστές Του για όλη αυτή την αδικία που του έκαναν αλλά και τους συγχώρησε, τότε ξέσπασε σε λυγμούς.
Εντυπωσιάστηκε ακόμη ιδιαίτερα, όταν το άγιο γεροντάκι του διηγήθηκε την ιστορία των δυο ληστών, οι οποίοι σταυρώθηκαν μαζί με το Χριστό! Ενθουσιάστηκε με την μετάνοια του ενός ληστή που, μόλις είπε το «Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου». (Λουκ. 23, 43), τότε ο Χριστός του συγχώρησε όλα τα αμαρτήματα και τον πήρε μαζί του στον Παράδεισο.
Η αγάπη που έδειξε ο Χριστός στον ληστή εκείνο, ο οποίος πέρασε όλη του τη ζωή κάνοντας φοβερά και άσχημα πράγματα, όπως κλεψιές, ληστείες, σκοτωμούς και τόσα άλλα κακά και αμαρτωλά, έδωσαν παρηγοριά και στη δική του ψυχή.
Μήπως και αυτός μαζί με τη φυλή του δεν έκαναν τα ίδια και ακόμα χειρότερα κακά πράγματα; Η φυλή του δεν λήστευε και σκότωνε μόνο τους εχθρούς αλλά, σαν ανθρωποφάγοι που ήταν, τους έτρωγαν κιόλας.
Με αγωνία, λοιπόν, ρώτησε τον άγιο γέροντα αν ο Χριστός, που τόσο αγαπούσε όλους τους αμαρτωλούς, θα μπορούσε να συγχωρήσει και τον ίδιο, που ήταν πάρα πολύ αμαρτωλός άνθρωπος.
Ο άγιος ασκητής διαβεβαίωσε τον Ρέπροβο πως, από τη στιγμή που πίστεψε με όλη του την καρδιά στο Χριστό και αποφάσισε να ζήσει σύμφωνα με την άγια Του διδασκαλία, όχι μόνο τον συγχώρησε ο Χριστός αλλά και τον αγαπά σαν δικό Του παιδί και μαθητή.
Τον διαβεβαίωσε μάλιστα πως, αν βαδίζει σ’ όλη του τη ζωή σύμφωνα με τις αγίες εντολές του Ευαγγελίου, τότε ο Χριστός θα τον πάρει στον Παράδεισο, εκεί που είναι τώρα και ο άγιος ληστής, για να χαίρεται παντοτινά στη Βασιλεία των Ουρανών.
5. ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Τα λόγια αυτά του Χριστιανού ασκητή γέμισαν χαρά και ευτυχία τον γίγαντα Ρέπροβο. Ένιωθε τη χάρη του Θεού να τον σκεπάζει και την αγάπη του Χριστού σαν θεϊκή φωτιά να καίει στην καρδιά του.
Πίστεψε βαθιά μέσα στην ψυχή του πως είχε βρει επιτέλους τον πιο δυνατό Βασιλιά, με την πιο δυνατή και πιο υπέροχη διδασκαλία που γνώρισε ποτέ.
Ήταν ο Χριστός με τη θεϊκή διδασκαλία της αγάπης. Γι’ αυτήν την αγάπη και τον αρχηγό της, τον Ιησού Χριστό, θα έδινε τώρα ο Ρέπροβος ακόμα και τη ζωή του.
Με μεγάλο, λοιπόν, πόθο και λαχτάρα λέει στον γέροντα ασκητή:
- Πως μπορώ άγιε γέροντα να υπηρετήσω τον Χριστό; Τι μπορώ να κάνω τώρα γι’ Αυτόν, για να του δείξω πως από τώρα και στο εξής μόνο Αυτόν θα αγαπώ και μόνο Αυτόν θα ακολουθώ;
Τα γεμάτα πίστη και αγάπη στο Χριστό λόγια του γιγαντόσωμου Ρέπροβου συγκίνησαν τον σεβάσμιο γέροντα ασκητή που με έκπληξη και θαυμασμό παρακολουθούσε την πνευματική αλλαγή του. Μια αλλαγή που γινόταν όχι μόνο στη ψυχή αλλά και στην όψη του. Ήδη είχαν σβήσει από τα χαρακτηριστικά του όλα εκείνα τα σημάδια της αγριότητας και μια θεϊκή γλυκύτητα, διάχυτη απλωμένη στο πρόσωπό του, μαρτυρούσε την εσωτερική κατάσταση της ψυχής του.
Με πατρική, λοιπόν, αγάπη τον συμβουλεύει πως να ζει από τώρα και στο εξής σαν παιδί του Χριστού. Του μιλά για τη δύναμη της προσευχής, με την οποία αξιωνόμαστε να συνομιλάμε με τον Θεό, όπως ένα παιδί με τον πατέρα του, αλλά και για τη χαρά που δίνουμε στον Χριστό όταν για χάρη Του κάνουμε καλά έργα στον συνάνθρωπό μας.
Και τα δύο αυτά θα γίνουν για τον Ρέπροβο οι δυο φτερούγες που θα τον ανεβάσουν στα ύψη των θεϊκών αρετών.
Ήδη κάνει την προσευχή του με τέτοια θέρμη στον αγαπημένο του Χριστό, που η καρδιά του πάλλει από χαρά και ευτυχία.
Θέλει όμως να κάνει και προς τους συνανθρώπους του πολλά καλά για να δώσει χαρά στον καινούριο του Αρχηγό και Βασιλιά.
Με πολύ λαχτάρα, λοιπόν, ζητά από τον γέροντα ασκητή να του πει ένα καλό έργο που μπορεί να κάνει για τους συνανθρώπους του.
Εκείνος, φωτισμένος από τη χάρη του Θεού, του λέει:
- Βλέπεις, παιδί μου, αυτό το ποτάμι; Είναι τόσο πλατύ και το νερό που τρέχει τόσο ορμητικό, που όταν θέλουν να το διαβούν οι άνθρωποι, δυσκολεύονται πάρα πολύ. Πολλές φορές πνίγηκαν και άνθρωποι και ζώα. Εσύ, με το μεγάλο ύψος αλλά και την φοβερή σωματική δύναμη που έχεις, είσαι ο μόνος που μπορείς να τους βοηθάς, ώστε να το διαπερνούν χωρίς πρόβλημα. Θέλεις λοιπόν να μείνεις εδώ και να κάνεις αυτό το καλό στους συνανθρώπους σου;
Με πολλή χαρά δέχτηκε ο Ρέπροβος την πρόταση αυτή του άγιου καθοδηγητή του. Πήρε λοιπόν την ευχή του και ανάλαβε για χάρη του Χριστού να εκτελεί το φιλάνθρωπο αυτό έργο.
Από τότε, πόσοι και πόσοι άνθρωποι που περνούσαν το ποτάμι αυτό χωρίς το φόβο πλέον να πνιγούν, τον ευγνωμονούσαν για την πολύτιμη βοήθεια που τους πρόσφερε!
6. ΜΕΤΑΦΕΡΝΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
Το έργο αυτό το έκανε με πολύ μεγάλη αγάπη και καλοσύνη, χωρίς να παίρνει από κανένα καμιά αμοιβή. Όλοι μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για τον συμπαθητικό γίγαντα του ποταμιού, που έκανε αυτό το καλό έργο. Τον αγαπούσαν όλοι πολύ και δόξαζαν τον Θεό που τους έστειλε έναν τέτοιο πολύτιμο άνθρωπο να τους βοηθά.
Μια άσχημη χειμωνιάτικη μέρα, που έβρεχε ασταμάτητα και οι τρομακτικοί θόρυβοι από τις αστραπές έσκιζαν τον ουρανό, προκαλώντας φόβο και τρόμο στους ανθρώπους, άκουσε ο Ρέπροβος ένα κλάμα παιδιού.
Πετάχτηκε γρήγορα έξω από την καλύβα του για να δει τίνος ήταν το κλάμα. Βλέπει τότε στην απέναντι όχθη του ποταμού ένα μικρό πανέμορφο παιδί να κλαίει και να ζητά βοήθεια.
Ο Ρέπροβος, χωρίς άλλη σκέψη, παίρνει το μακρύ ραβδί του και μπαίνει με προσοχή στο πλημμυρισμένο ποτάμι.
Φτάνει γρήγορα κοντά στο μικρό χαριτωμένο παιδί, το χαϊδεύει τρυφερά στο κεφαλάκι του και του λέει:
- Μη φοβάσαι καλό μου παιδί. Εγώ θα σε περάσω απέναντι, να πας στους γονείς σου μόλις περάσει η βροχή.
Το σηκώνει απαλά στον ώμο του, παίρνει το ραβδί του και παρακαλεί το Χριστό να τον βοηθήσει:
- Κύριε μου Ιησού Χριστέ, ο μόνος δυνατός Θεός, βοήθησε με σε παρακαλώ να μεταφέρω από το επικίνδυνο ποτάμι το μικρό αυτό παιδί.
Κάνει μετά το σταυρό του και μπαίνει με προσοχή στο ορμητικό ποτάμι.
Όσο όμως προχωρεί μέσα στο ποτάμι, νιώθει το μικρό παιδάκι που είχε στους ώμους του να γίνεται όλο και πιο βαρύ. Όταν έφθασε κοντά στη μέση του ποταμού, είχε γίνει τόσο βαρύ, που του φάνηκε πως δεν θα άντεχε άλλο και θα έπεφτε μέσα στο ποτάμι.
Αυτός ο γίγαντας, με την τόσο μεγάλη και φοβερή σωματική δύναμη, δεν μπορούσε να σηκώσει ένα παιδί! Στηριζόταν με δύναμη πάνω στο ξύλο που βαστούσε για να μη παρασυρθεί από το πολύ νερό που έτρεχε στο ποτάμι. Πρώτη φορά του συνέβηκε αυτό.
Έστρεψε το κεφάλι του για να δει με απορία το μικρό αυτό παιδί. Εκείνο τον κοίταξε με τόση γλυκύτητα που ποτέ άλλοτε δεν τον είχε κοιτάξει άνθρωπος. Του χαμογέλασε τρυφερά και του είπε να κάνει κουράγιο.
Αφού με πολύ κόπο κατάφερε επιτέλους να βγει λαχανιασμένος και καταϊδρωμένος στη ξηρά, γύρισε προς το πανέμορφο παιδί και του είπε:
- Παιδί μου, όλο τον κόσμο να σήκωνα, δεν θα ήταν τόσο βαρύς όσο εσύ! Ποιος είσαι, καλό μου παιδί; Πως σε λένε;
- Εγώ είμαι ο Αδελφός όλων αυτών που εσύ εδώ βοηθάς να περνούν το ποτάμι. Είμαι ο Δημιουργός όλου αυτού του κόσμου. Είμαι Αυτός που εσύ θέλεις να υπηρετείς.
Ο γίγαντας Ρέπροβος τα έχει χαμένα. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπει και ακούει. Η καρδιά του χτυπά γρήγορα και τρελά.
- Κύριε μου είσαι συ; ψέλλισε με συγκίνηση.
- Ναι, Ρέπροβε, είμαι εγώ, ο Κύριος σου Ιησούς Χριστός. Από τώρα και στο εξής θα ονομάζεσαι Χριστόφορος και θα με κηρύξεις παντού.
Με τα λόγια αυτά, ένα λαμπρό φως πιο δυνατό και από τον ήλιο τύλιξε το μικρό Παιδάκι που σήκωσε τα μικρά χαριτωμένα χεράκια Του και τον ευλόγησε. Του χαμογέλασε τόσο γλυκά και τρυφερά, που ποτέ στη ζωή του δεν θα ξεχάσει αυτό το χαμόγελο.
Με μεγάλη ευλάβεια και σεβασμό έσκυψε τότε να προσκυνήσει το μικρό Χριστό, ενώ από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα αγάπης και χαράς. Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του. Όταν σήκωσε όμως τα μάτια του να δει ξανά τον αγαπημένο του Βασιλιά, το μικρό αυτό παιδί, ο Ιησούς, δεν ήταν πουθενά. Είχε γίνει άφαντο.
Ο άγιος Χριστόφορος είναι ένας από τους πιο αγαπημένους αγίους της Εκκλησίας μας. Αξιώθηκε από το Θεό όχι μόνο να δει σ’ αυτή τη ζωή το Χριστό αλλά και να τον σηκώσει στους ώμους του. Εξαιτίας της μεγάλης αυτής τιμής, ονομάστηκε Χριστόφορος.
Γεννήθηκε γύρω στο 200 μ.Χ. και μαρτύρησε για την αγάπη του Χριστού επί της βασιλείας του ασεβή αυτοκράτορα Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.).
Το πρώτο του όνομα ήταν Ρέπροβος, που σημαίνει σκυλομούρης, δηλαδή ασχημομούρης. Πήρε αυτό το όνομα επειδή στην όψη ήταν πάρα πολύ άσχημος. Είχε τόσο άγρια χαρακτηριστικά, που όταν τον έβλεπες σου έσπερνε φόβο και τρόμο στην καρδιά. Ήταν πολύ ψηλός, σωστός γίγαντας και πάρα πολύ δυνατός.
Η καταγωγή του ήταν από μια βάρβαρη φυλή ανθρωποφάγων που ζούσαν στα μέρη της Ανατολής και της Ασίας. Αλίμονο αν έπεφτες στα χέρια τους. Πρώτα σε σκότωναν και μετά με πολύ χαρά σε έκοβαν κομμάτια και με πολλή ευχαρίστηση σε έτρωγαν. Επικρατούσε ανάμεσα τους ο νόμος της ζούγκλας και του ισχυρού. Ο πιο βάρβαρος και ο πιο δυνατός ήταν και ο αρχηγός.
Βέβαια η φυλή του δεν ήταν η μοναδική στον κόσμο που ζούσε με τέτοιο άγριο και πρωτόγονο τρόπο. Τέτοιες άγριες και βάρβαρες φυλές υπήρχαν τότε πολλές παντού.
Ας μη λησμονούμε πως ακόμα και σήμερα, στον 20ο αιώνα, τέτοιες φυλές υπάρχουν σε ορισμένα μέρη του κόσμου. Για τις φυλές αυτές αγωνίζονται διάφορες χριστιανικές ιεραποστολές να τις βοηθήσουν ώστε να αλλάξουν το βάρβαρο αυτό τρόπο ζωής.
Στα μέρη αυτά που κατοικούσαν οι άγριες αυτές φυλές των ανθρωποφάγων είχε φτάσει και η δύναμη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία προσπαθούσε να επιβάλλει το Ρωμαϊκό δίκαιο.
Μαζί με τις Ρωμαϊκές λεγεώνες έφθασαν και πολλοί κρυφοί χριστιανοί στρατιώτες, οι οποίοι διέδωσαν σιγά – σιγά παντού τη χριστιανική πίστη.
Μέσα σε τέτοια χρονική στιγμή γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Ρέπροβος, ο κατοπινός άγιος Χριστόφορος.
2. ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΥΠΗΡΕΤΗΣΕΙ ΤΟΝ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΟ
Μπορεί η καταγωγή του να ήταν από άγρια φυλή, όμως, κατά βάθος είχε καλή καρδιά και ανήσυχο πνεύμα. Ήταν άνθρωπος που παρατηρούσε προσεκτικά το διαφορετικό τρόπο ζωής τόσο της δικής του φυλής όσο και αυτής που οι κατακτητές Ρωμαίοι είχαν φέρει.
Προβληματιζόταν με τον διαφορετικό δρόμο που επέλεγε ο καθένας για να είναι ευτυχισμένος και δυνατός σ’ αυτή τη ζωή.
Επηρεασμένος από τις συνήθειες και τα έθιμα της φυλής του, που η δύναμη ήταν η κύρια πηγή κυριαρχίας και ευτυχίας, ήθελε να βρεθεί κοντά στον πιο δυνατό άνθρωπο, για να τον υπηρετήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής του.
Για το λόγο αυτό, έφυγε από το μέρος του με σκοπό να αναζητήσει τον πιο δυνατό άνθρωπο στη γη και να τον υπηρετήσει ως σωματοφύλακας του.
Εξάλλου, ποιος δεν θα ήθελε ένα τέτοιο δυνατό και φοβερό υπηρέτη; Πολλοί ηγεμόνες και άρχοντες θα ευχόντουσαν να είχαν τέτοιο σωματοφύλακα. Όμως, ο Ρέπροβος ήθελε να υπηρετήσει τον πιο δυνατό από όλους αυτούς.
Πότε σαν σωματοφύλακας κάποιων αρχόντων και πότε σαν στρατιώτης στο Ρωμαϊκό στράτευμα, γύρισε πολλά μέρη και ταξίδεψε σε τόπους μακρινούς.
Μέχρι την μακρινή Αντιόχεια έφθασε, ψάχνοντας πάντα να βρει και να υπηρετήσει τον πιο δυνατό άνθρωπο στη γη. Μάταια όμως έψαχνε να βρει αυτόν που ήθελε τόσο πολύ.
3. ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟΝ ΜΑΓΟ
Περνώντας κάποτε από ένα μέρος, είδε όλους τους ανθρώπους εκεί να είναι πολύ φοβισμένοι και τρομοκρατημένοι. Με μεγάλη απορία ρώτησε να μάθει ποια ήταν η αιτία του τρόμου τους. Εκείνοι τότε του είπαν για κάποιον δυνατό μάγο της περιοχής τους που, με τη δύναμη του σατανά, έκανε φοβερά μάγια και έσπερνε παντού το φόβο και τον τρόμο.
Όταν ο Ρέπροβος είδε όλο το χωριό να τρέμει και να φοβάται μπροστά στη δύναμη ενός και μόνου ανθρώπου, που με τη βοήθεια του σατανά μπορούσε να κάνει φοβερά και τρομερά πράγματα, ρώτησε που μπορούσε να βρει αυτόν τον δυνατό μάγο. Όταν έμαθε που μένει, γεμάτος χαρά που βρήκε τελικά τον πιο δυνατό άνθρωπο, πήγε να τον συναντήσει για να γίνει υπηρέτης σ’ αυτόν και τον αρχηγό του, τον σατανά.
Εκεί που έμενε ο μάγος και έκανε τα διάφορα φοβερά μάγια ήταν ένα κατασκότεινο σπίτι γεμάτο με απαίσιες απεικονίσεις του δαίμονα. Ένας τόπος άθλιος και αποκρουστικός, που και μόνο που έμπαινες μέσα ένιωθες τη δύναμη του κακού να σε τριγυρίζει και να σου αφαιρεί κάθε ίχνος χαράς και ευτυχίας.
Αν και δεν άρεσε καθόλου στο Ρέπροβο ο καταθλιπτικός αυτός τόπος, ωστόσο, έχοντας μεγάλη αγωνία να γνωρίσει τον πιο δυνατό εδώ στη γη, ρώτησε το μάγο:
- Θέλω να μου πεις ποιος είναι ο πιο δυνατός σ’ αυτή τη γη, γιατί θέλω να γίνω υπηρέτης του.
- Μα φυσικά ένας είναι ο πιο δυνατός σ’ όλο τον κόσμο, ο μεγάλος αρχηγός μου, ο σατανάς.
- Που είναι αυτός τώρα για να τον γνωρίσω;
- Περίμενε και θα τον δεις!
Ο μάγος έκανε τότε κάτι μαγικά, είπε κάποια ακατανόητα λόγια και, αμέσως, εμφανίστηκε μπροστά στον έντρομο Ρέπροβο η απαίσια μορφή του αρχηγού των σκοτεινών δυνάμεων, του Εωσφόρου, με δυο μεγάλα κέρατα και μια φιδίσια ουρά.
Με την εμφάνιση του, άρχισε να αλλάζει διάφορες μορφές για να εντυπωσιάσει τον γιγαντόσωμο Ρέπροβο. Πήρε τη μορφή διάφορων ερπετών, ζώων, καθώς και μιας πανέμορφης γυναίκας, έτοιμης να ξεσηκώσει τα πάθη και τις σαρκικές αδυναμίες των ανδρών.
Φαίνεται ότι ο Ρέπροβος δεν πείστηκε τόσο πολύ απ’ αυτές τις σατανικές μεταμορφώσεις του σατανά και ρώτησε ξανά τι άλλο μπορούσε να κάνει για να τον φοβούνται όλοι σαν το πιο δυνατό στη γη.
Τότε ο μάγος, για να κάνει επίδειξη της μεγάλης δύναμης του αρχηγού του Εωσφόρου, πήρε τον Ρέπροβο για μια βόλτα ανάμεσα στον κόσμο.
Απ’ όπου κι αν περνούσαν, κατάφερνε ο σατανάς να αναστατώνει τα πάντα. Άλλους ανθρώπους τους έβαζε να τσακώνονται για ασήμαντο λόγο, άλλους να κλέβουν, άλλους να σκοτώνονται, άλλους να κάνουν τις πιο αισχρές πράξεις της ζωής τους και τόσα άλλα.
Κανένα καλό δεν έκανε πουθενά και σε κανέναν. Ότι άγγιζε, απ’ όπου κι αν περνούσε, κατόρθωνε με τα μαγικά και δαιμονικά τεχνάσματα του να φέρνει μόνο κακό και δυστυχία.
Όλοι οι άνθρωποι έδειχναν φοβισμένοι και τρομοκρατημένοι μπροστά στη δύναμη του σατανά και του μάγου.
Το παρατήρησε πολύ καλά αυτό ο Ρέπροβος και δεν του άρεσε καθόλου.
Μετά την πόλη πέρασαν και από το κοντινό δάσος, όπου υπήρχαν διάφοροι ναοί αφιερωμένοι στα είδωλα και στους ψεύτικους θεούς.
Όταν μπήκαν μέσα στους ειδωλολατρικούς ναούς, είδε ο Ρέπροβος τον σατανά να χαίρεται υπερβολικά και να τους αποκαλεί σπίτι του και δόξα του, γιατί μέσα σ’ αυτούς οι άνθρωποι τον δόξαζαν και τον τιμούσαν ως θεό.
Συνέχισαν την πορεία τους μέσα στο δάσος, όπου ο δαίμονας έκανε συνέχεια επίδειξη της σατανικής του δύναμης πάνω σε ζώα και ανθρώπους.
Μετά το δάσος υπήρχε ένα ωραίο ποτάμι, το οποίο ένωνε δυο μεγάλες πόλεις σ’ εκείνη την περιοχή. Αποφάσισαν να το διασχίσουν για να περάσουν και στην απέναντι πόλη.
Ένα γεροντάκι που καθόταν κοντά στο ποτάμι τράβηξε την προσοχή του μάγου. Σκέφτηκε ότι ήταν άλλη μια ευκαιρία για να δείξει στο Ρέπροβο τη φοβερή δύναμη του σκοτεινού αρχηγού του.
Το πλησίασε αρκετά, όταν εκείνο άρχισε να ψελλίζει κάτι σαν προσευχές. Ο μάγος ταράχτηκε και κιτρίνισε από το φόβο του.
Πρώτη φορά έβλεπε ο Ρέπροβος τον δαίμονα και τον μάγο υπηρέτη του να φοβάται και να τρέμει τόσο πολύ.
Το γεροντάκι αυτό ούτε και να το πειράξει δεν είχε δύναμη. Απεναντίας, μόλις τους είδε εκείνο, έκανε το σημείο του σταυρού στο σώμα του και εξόρκισε τον πονηρό δαίμονα με το όνομα του Χριστού. Και μόνο αυτό τρομοκράτησε τόσο πολύ τον σατανά που πανικόβλητος, λες και κάποιος του είχε ρίξει πάνω του φωτιά, έτρεχε να φύγει για να σωθεί.
Ο Ρέπροβος ρώτησε τότε τον φοβισμένο μάγο τι συμβαίνει και γιατί τρομοκρατήθηκε ο αρχηγός τους ο σατανάς τόσο πολύ.
Με τίποτε δεν ήθελε να ομολογήσει ο δαίμονας τη φοβερή αδυναμία που ένιωθε μπροστά στο ένδοξο σημείο του σταυρού, γιατί έτσι θα αποδείκνυε ότι δεν ήταν αυτός ο πιο δυνατός σ’ αυτή τη γη. Αναγκασμένος όμως από μια αόρατη υπερφυσική δύναμη είπε στο Ρέπροβο την αλήθεια.
- Αυτοί είναι οι χειρότεροι εχθροί μου και το σημείο αυτό, (εννοούσε το σταυρό) όποτε το βλέπω με καίει και καταργεί τις δυνάμεις μου.
Η ομολογία αυτή ήταν αρκετή για να πείσει τον Ρέπροβο ότι ο σατανάς δεν ήταν ο πιο δυνατός σ’ αυτό τον κόσμο αλλά κάποιος άλλος, τον οποίο πίστευε και υπηρετούσε το σεβάσμιο εκείνο γεροντάκι που συνάντησαν πριν από λίγο.
Εγκαταλείπει αμέσως το μάγο και το σατανά και τρέχει με αγωνία κοντά στο ευλογημένο εκείνο γεροντάκι, που δεν ήταν τίποτα άλλο από έναν Χριστιανό ασκητή, για να διδαχτεί απ’ αυτόν ποιος είναι πραγματικά ο πιο Δυνατός και Παντοδύναμος στη γη και στον ουρανό.
4. ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
Ο άγιος αυτός ασκητής διείδε, με τη χάρη του Θεού που είχε πάνω του, τι μεγάλος άγιος θα γινόταν στο μέλλον ο γιγαντόσωμος Ρέπροβος, γι’ αυτό και με μεγάλη υπομονή και αγάπη άρχισε σιγά – σιγά να τον διδάσκει τη χριστιανική πίστη.
Τα γεμάτα θεία σοφία λόγια του σεβάσμιου ασκητή εντυπωσίασαν τον Ρέπροβο. Για πρώτη φορά άκουγε την υπέροχη διδασκαλία της αγάπης που κήρυξε στους ανθρώπους ο Χριστός. Μια διδασκαλία που δεν είχε καμιά σχέση με τους νόμους της φυλής του αλλά ούτε και με τους νόμους των κατακτητών Ρωμαίων.
Ήταν μια διδασκαλία που γέμιζε τη ψυχή σου γαλήνη και χαρά, γιατί δεν δίδασκε το μίσος, την υποκρισία και τον εγωισμό, που είναι η πηγή κάθε αναστάτωσης και σύγκρουσης με το συνάνθρωπό σου, αλλά την ειλικρινή αγάπη και ευσπλαχνία στον κάθε ανήμπορο και φτωχό, ακόμα και στον πιο φοβερό εχθρό σου.
Ένιωθε τόσο πολύ γοητευμένος από την καινούρια διδασκαλία που άκουγε από το γέροντα ασκητή, που με τίποτε δεν ήθελε να τον αποχωριστεί.
Αν και ήταν αγροίκος και αγράμματος, καταλάβαινε πολύ καλά πως μεγαλύτερη δύναμη από την αγάπη δεν υπήρχε σ’ αυτόν τον κόσμο, γι’ αυτό και παρακάλεσε θερμά τον γέροντα ασκητή να του μιλήσει για τον Αρχηγό της υπέροχης αυτής διδασκαλίας.
Ο άγιος ασκητής αντιλήφθηκε πως είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να του μιλήσει για τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, τον παντοδύναμο Σωτήρα και Θεό.
Με απλό, λοιπόν, και παραστατικό τρόπο άρχισε να του διηγείται πως ο μονογενής Υιός του Θεού, ενώ είναι ο πραγματικός μέγας Βασιλιάς όλου του κόσμου, ο Δημιουργός της γης και του ουρανού, ήρθε σαν απλός άνθρωπος να γεννηθεί από μια γυναίκα, όχι σε παλάτι αλλά σε μια φάτνη φτωχική.
Του είπε για τα πολλά θαύματα που έκανε ο Χριστός σε όποιον πήγαινε με βαθιά πίστη κοντά του. Του μίλησε για τη θεραπεία των λεπρών, την ίαση του παραλυτικού, το φως που έδωσε στους τυφλούς, τα πέντε ψωμιά με τα οποία έθρεψε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, τα δαιμόνια που έβγαζε από τους δαιμονισμένους, τον Λάζαρο που ανέστησε από το θάνατο και τόσα άλλα.
Επιφωνήματα έκπληξης και θαυμασμού από το Ρέπροβο διαδέχονταν κατά διαστήματα την όμορφη περιγραφή της ζωής του Κυρίου μας από τον άγιο ερημίτη.
Εκεί όμως που πραγματικά συγκινήθηκε πάρα πολύ και δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του δυνατού αυτού γίγαντα ήταν όταν ο γέροντας ασκητής άρχισε να του μιλά για τα άγια Πάθη του Κυρίου μας.
Κάθε διήγηση από τα μαρτύρια που υπέφερε για χάρη μας ο Κύριος συνοδευόταν και από πλήθος δάκρυα, που κυλούσαν στο πρόσωπο του γιγαντόσωμου αυτού άνδρα.
Όταν μάλιστα άκουσε ο Ρέπροβος πως ο Χριστός πάνω στο σταυρό, όχι μόνο δεν μίσησε τους βασανιστές Του για όλη αυτή την αδικία που του έκαναν αλλά και τους συγχώρησε, τότε ξέσπασε σε λυγμούς.
Εντυπωσιάστηκε ακόμη ιδιαίτερα, όταν το άγιο γεροντάκι του διηγήθηκε την ιστορία των δυο ληστών, οι οποίοι σταυρώθηκαν μαζί με το Χριστό! Ενθουσιάστηκε με την μετάνοια του ενός ληστή που, μόλις είπε το «Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου». (Λουκ. 23, 43), τότε ο Χριστός του συγχώρησε όλα τα αμαρτήματα και τον πήρε μαζί του στον Παράδεισο.
Η αγάπη που έδειξε ο Χριστός στον ληστή εκείνο, ο οποίος πέρασε όλη του τη ζωή κάνοντας φοβερά και άσχημα πράγματα, όπως κλεψιές, ληστείες, σκοτωμούς και τόσα άλλα κακά και αμαρτωλά, έδωσαν παρηγοριά και στη δική του ψυχή.
Μήπως και αυτός μαζί με τη φυλή του δεν έκαναν τα ίδια και ακόμα χειρότερα κακά πράγματα; Η φυλή του δεν λήστευε και σκότωνε μόνο τους εχθρούς αλλά, σαν ανθρωποφάγοι που ήταν, τους έτρωγαν κιόλας.
Με αγωνία, λοιπόν, ρώτησε τον άγιο γέροντα αν ο Χριστός, που τόσο αγαπούσε όλους τους αμαρτωλούς, θα μπορούσε να συγχωρήσει και τον ίδιο, που ήταν πάρα πολύ αμαρτωλός άνθρωπος.
Ο άγιος ασκητής διαβεβαίωσε τον Ρέπροβο πως, από τη στιγμή που πίστεψε με όλη του την καρδιά στο Χριστό και αποφάσισε να ζήσει σύμφωνα με την άγια Του διδασκαλία, όχι μόνο τον συγχώρησε ο Χριστός αλλά και τον αγαπά σαν δικό Του παιδί και μαθητή.
Τον διαβεβαίωσε μάλιστα πως, αν βαδίζει σ’ όλη του τη ζωή σύμφωνα με τις αγίες εντολές του Ευαγγελίου, τότε ο Χριστός θα τον πάρει στον Παράδεισο, εκεί που είναι τώρα και ο άγιος ληστής, για να χαίρεται παντοτινά στη Βασιλεία των Ουρανών.
5. ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Τα λόγια αυτά του Χριστιανού ασκητή γέμισαν χαρά και ευτυχία τον γίγαντα Ρέπροβο. Ένιωθε τη χάρη του Θεού να τον σκεπάζει και την αγάπη του Χριστού σαν θεϊκή φωτιά να καίει στην καρδιά του.
Πίστεψε βαθιά μέσα στην ψυχή του πως είχε βρει επιτέλους τον πιο δυνατό Βασιλιά, με την πιο δυνατή και πιο υπέροχη διδασκαλία που γνώρισε ποτέ.
Ήταν ο Χριστός με τη θεϊκή διδασκαλία της αγάπης. Γι’ αυτήν την αγάπη και τον αρχηγό της, τον Ιησού Χριστό, θα έδινε τώρα ο Ρέπροβος ακόμα και τη ζωή του.
Με μεγάλο, λοιπόν, πόθο και λαχτάρα λέει στον γέροντα ασκητή:
- Πως μπορώ άγιε γέροντα να υπηρετήσω τον Χριστό; Τι μπορώ να κάνω τώρα γι’ Αυτόν, για να του δείξω πως από τώρα και στο εξής μόνο Αυτόν θα αγαπώ και μόνο Αυτόν θα ακολουθώ;
Τα γεμάτα πίστη και αγάπη στο Χριστό λόγια του γιγαντόσωμου Ρέπροβου συγκίνησαν τον σεβάσμιο γέροντα ασκητή που με έκπληξη και θαυμασμό παρακολουθούσε την πνευματική αλλαγή του. Μια αλλαγή που γινόταν όχι μόνο στη ψυχή αλλά και στην όψη του. Ήδη είχαν σβήσει από τα χαρακτηριστικά του όλα εκείνα τα σημάδια της αγριότητας και μια θεϊκή γλυκύτητα, διάχυτη απλωμένη στο πρόσωπό του, μαρτυρούσε την εσωτερική κατάσταση της ψυχής του.
Με πατρική, λοιπόν, αγάπη τον συμβουλεύει πως να ζει από τώρα και στο εξής σαν παιδί του Χριστού. Του μιλά για τη δύναμη της προσευχής, με την οποία αξιωνόμαστε να συνομιλάμε με τον Θεό, όπως ένα παιδί με τον πατέρα του, αλλά και για τη χαρά που δίνουμε στον Χριστό όταν για χάρη Του κάνουμε καλά έργα στον συνάνθρωπό μας.
Και τα δύο αυτά θα γίνουν για τον Ρέπροβο οι δυο φτερούγες που θα τον ανεβάσουν στα ύψη των θεϊκών αρετών.
Ήδη κάνει την προσευχή του με τέτοια θέρμη στον αγαπημένο του Χριστό, που η καρδιά του πάλλει από χαρά και ευτυχία.
Θέλει όμως να κάνει και προς τους συνανθρώπους του πολλά καλά για να δώσει χαρά στον καινούριο του Αρχηγό και Βασιλιά.
Με πολύ λαχτάρα, λοιπόν, ζητά από τον γέροντα ασκητή να του πει ένα καλό έργο που μπορεί να κάνει για τους συνανθρώπους του.
Εκείνος, φωτισμένος από τη χάρη του Θεού, του λέει:
- Βλέπεις, παιδί μου, αυτό το ποτάμι; Είναι τόσο πλατύ και το νερό που τρέχει τόσο ορμητικό, που όταν θέλουν να το διαβούν οι άνθρωποι, δυσκολεύονται πάρα πολύ. Πολλές φορές πνίγηκαν και άνθρωποι και ζώα. Εσύ, με το μεγάλο ύψος αλλά και την φοβερή σωματική δύναμη που έχεις, είσαι ο μόνος που μπορείς να τους βοηθάς, ώστε να το διαπερνούν χωρίς πρόβλημα. Θέλεις λοιπόν να μείνεις εδώ και να κάνεις αυτό το καλό στους συνανθρώπους σου;
Με πολλή χαρά δέχτηκε ο Ρέπροβος την πρόταση αυτή του άγιου καθοδηγητή του. Πήρε λοιπόν την ευχή του και ανάλαβε για χάρη του Χριστού να εκτελεί το φιλάνθρωπο αυτό έργο.
Από τότε, πόσοι και πόσοι άνθρωποι που περνούσαν το ποτάμι αυτό χωρίς το φόβο πλέον να πνιγούν, τον ευγνωμονούσαν για την πολύτιμη βοήθεια που τους πρόσφερε!
6. ΜΕΤΑΦΕΡΝΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
Το έργο αυτό το έκανε με πολύ μεγάλη αγάπη και καλοσύνη, χωρίς να παίρνει από κανένα καμιά αμοιβή. Όλοι μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για τον συμπαθητικό γίγαντα του ποταμιού, που έκανε αυτό το καλό έργο. Τον αγαπούσαν όλοι πολύ και δόξαζαν τον Θεό που τους έστειλε έναν τέτοιο πολύτιμο άνθρωπο να τους βοηθά.
Μια άσχημη χειμωνιάτικη μέρα, που έβρεχε ασταμάτητα και οι τρομακτικοί θόρυβοι από τις αστραπές έσκιζαν τον ουρανό, προκαλώντας φόβο και τρόμο στους ανθρώπους, άκουσε ο Ρέπροβος ένα κλάμα παιδιού.
Πετάχτηκε γρήγορα έξω από την καλύβα του για να δει τίνος ήταν το κλάμα. Βλέπει τότε στην απέναντι όχθη του ποταμού ένα μικρό πανέμορφο παιδί να κλαίει και να ζητά βοήθεια.
Ο Ρέπροβος, χωρίς άλλη σκέψη, παίρνει το μακρύ ραβδί του και μπαίνει με προσοχή στο πλημμυρισμένο ποτάμι.
Φτάνει γρήγορα κοντά στο μικρό χαριτωμένο παιδί, το χαϊδεύει τρυφερά στο κεφαλάκι του και του λέει:
- Μη φοβάσαι καλό μου παιδί. Εγώ θα σε περάσω απέναντι, να πας στους γονείς σου μόλις περάσει η βροχή.
Το σηκώνει απαλά στον ώμο του, παίρνει το ραβδί του και παρακαλεί το Χριστό να τον βοηθήσει:
- Κύριε μου Ιησού Χριστέ, ο μόνος δυνατός Θεός, βοήθησε με σε παρακαλώ να μεταφέρω από το επικίνδυνο ποτάμι το μικρό αυτό παιδί.
Κάνει μετά το σταυρό του και μπαίνει με προσοχή στο ορμητικό ποτάμι.
Όσο όμως προχωρεί μέσα στο ποτάμι, νιώθει το μικρό παιδάκι που είχε στους ώμους του να γίνεται όλο και πιο βαρύ. Όταν έφθασε κοντά στη μέση του ποταμού, είχε γίνει τόσο βαρύ, που του φάνηκε πως δεν θα άντεχε άλλο και θα έπεφτε μέσα στο ποτάμι.
Αυτός ο γίγαντας, με την τόσο μεγάλη και φοβερή σωματική δύναμη, δεν μπορούσε να σηκώσει ένα παιδί! Στηριζόταν με δύναμη πάνω στο ξύλο που βαστούσε για να μη παρασυρθεί από το πολύ νερό που έτρεχε στο ποτάμι. Πρώτη φορά του συνέβηκε αυτό.
Έστρεψε το κεφάλι του για να δει με απορία το μικρό αυτό παιδί. Εκείνο τον κοίταξε με τόση γλυκύτητα που ποτέ άλλοτε δεν τον είχε κοιτάξει άνθρωπος. Του χαμογέλασε τρυφερά και του είπε να κάνει κουράγιο.
Αφού με πολύ κόπο κατάφερε επιτέλους να βγει λαχανιασμένος και καταϊδρωμένος στη ξηρά, γύρισε προς το πανέμορφο παιδί και του είπε:
- Παιδί μου, όλο τον κόσμο να σήκωνα, δεν θα ήταν τόσο βαρύς όσο εσύ! Ποιος είσαι, καλό μου παιδί; Πως σε λένε;
- Εγώ είμαι ο Αδελφός όλων αυτών που εσύ εδώ βοηθάς να περνούν το ποτάμι. Είμαι ο Δημιουργός όλου αυτού του κόσμου. Είμαι Αυτός που εσύ θέλεις να υπηρετείς.
Ο γίγαντας Ρέπροβος τα έχει χαμένα. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπει και ακούει. Η καρδιά του χτυπά γρήγορα και τρελά.
- Κύριε μου είσαι συ; ψέλλισε με συγκίνηση.
- Ναι, Ρέπροβε, είμαι εγώ, ο Κύριος σου Ιησούς Χριστός. Από τώρα και στο εξής θα ονομάζεσαι Χριστόφορος και θα με κηρύξεις παντού.
Με τα λόγια αυτά, ένα λαμπρό φως πιο δυνατό και από τον ήλιο τύλιξε το μικρό Παιδάκι που σήκωσε τα μικρά χαριτωμένα χεράκια Του και τον ευλόγησε. Του χαμογέλασε τόσο γλυκά και τρυφερά, που ποτέ στη ζωή του δεν θα ξεχάσει αυτό το χαμόγελο.
Με μεγάλη ευλάβεια και σεβασμό έσκυψε τότε να προσκυνήσει το μικρό Χριστό, ενώ από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα αγάπης και χαράς. Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του. Όταν σήκωσε όμως τα μάτια του να δει ξανά τον αγαπημένο του Βασιλιά, το μικρό αυτό παιδί, ο Ιησούς, δεν ήταν πουθενά. Είχε γίνει άφαντο.
7. ΚΗΡΥΤΤΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
Μετά απ’ αυτό το θαυμαστό γεγονός, ο Χριστόφορος δεν μπορούσε να κρύψει την αγάπη που είχε στο Χριστό. Με θάρρος κήρυττε παντού την ωραιότητα του Χριστού και το μεγαλείο της χριστιανικής πίστης.
Αν και είχε πρόβλημα στο λόγο, γιατί δυσκολευόταν να εκφράσει τις σκέψεις του στην ομιλία, ωστόσο, η σεμνή του μορφή, η καλοσύνη της καρδιάς του και ο συγκινητικός τρόπος με τον οποίο μιλούσε για τον Χριστό και την υπέροχη διδασκαλία της αγάπης Του, έκανε πολλούς ανθρώπους να πιστεύουν στον Χριστό και να θέλουν να ζήσουν σύμφωνα με τις ευαγγελικές εντολές.
Στο μεταξύ, την περίοδο αυτή, ο αυτοκράτορας Δέκιος έχει κηρύξει σκληρό και ανελέητο διωγμό εναντίων των Χριστιανών. Στέλνει σ’ όλους τους άρχοντες και τους ηγεμόνες των πόλεων αυστηρές διαταγές να σκοτώνουν με φριχτά βασανιστήρια όποιον πιστεύει στο Χριστό και αρνείται να θυσιάσει στα είδωλα.
Σ’ όλη την αυτοκρατορία το αίμα των αγίων μαρτύρων χύνεται άφθονο. Η Εκκλησία του Χριστού περνά μαρτυρικές ώρες. Εκατοντάδες χιλιάδες Χριστιανοί υποφέρουν για την αγάπη του Χριστού πλήθος μαρτύρια.
Εκεί, στο ποτάμι που είναι ο Χριστόφορος, φτάνουν τα νέα για το διωγμό των Χριστιανών. Τ’ ακούει και ο Χριστόφορος και ένας μεγάλος πόθος γεννιέται στην καρδιά του. Θέλει να υποφέρει και αυτός, όπως και οι άλλοι άγιοι μάρτυρες, πολλά βάσανα για την αγάπη του Βασιλιά του Χριστού.
Η επιθυμία του αυτή γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο μεγάλη. Μέσα στην καρδιά του είναι σίγουρος πως μια μέρα θα τον αξιώσει ο Κύριος της μεγάλης αυτής τιμής.
Προς το παρόν, η πιο αγαπημένη του ασχολία είναι η προσευχή.
Στο κοντινό δάσος, που είναι δίπλα στο μεγάλο ποτάμι, καταφεύγει τακτικά για να προσεύχεται. Του αρέσει μέσα στην απόλυτη ηρεμία του δάσους, μακριά από κάθε κοσμικό θόρυβο, να σηκώνει τα χέρια του ψηλά στον ουρανό και να προσεύχεται με όλη τη δύναμη της ψυχής του σ’ Εκείνον που αγαπάει πιο πολύ ακόμα και από τη ζωή του.
Έτσι ήρεμα κυλούσε η ζωή του Χριστόφορου, πότε βοηθώντας τους ανθρώπους στο ποτάμι και πότε στην ερημιά του αγαπημένου του δάσους, προσευχόμενος θερμά στον αγαπημένο του Κύριο Ιησού Χριστό.
Το μόνο που έθλιβε πολύ τον άγιό μας ήταν όταν άκουγε τα πολλά βάσανα που περνούσαν οι άγιοι μάρτυρες από τους ειδωλολάτρες διώκτες τους. Βαθιά θλίψη απλωνόταν στην καρδιά του και τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Παρακαλούσε τον Θεό να δίνει δύναμη και κουράγιο στους βασανισμένους Χριστιανούς, ώστε να αντέχουν τα πολλά και φριχτά μαρτύρια.
Πόσο θα ήθελε να ελέγξει τους ειδωλολάτρες γι’ αυτό το μεγάλο κακό που κάνουν στους αθώους Χριστιανούς! Ένα πρόβλημα μόνο τον απασχολούσε. Πώς να μιλήσει καθαρά στους ειδωλολάτρες, χωρίς να τον πάρουν στην κοροϊδία, αφού δυσκολευόταν πολύ να μιλήσει καθαρά;
Την στεναχώρια του αυτή την είπε στο Θεό, όταν μια μέρα πήγε μέσα στο δάσος για να προσευχηθεί. Ήταν ο πόνος του τόσο μεγάλος και η προσευχή του τόσο θερμή που, πριν καλά – καλά τελειώσει την προσευχή του, ένας λευκοφορεμένος άγγελος Κυρίου παρουσιάζεται μπροστά του και του λέει:
- Χριστόφορε, άκουσε ο Χριστός την επιθυμία της ψυχής σου και θα σου χαρίσει δύναμη και ευγλωττία στην ομιλία για να κηρύξεις παντού το άγιο όνομα Του.
Μαζί με τα λόγια που του είπε ο αστραπόμορφος άγγελος, άγγιξε τα χείλη του με το δάχτυλο του και τον φύσηξε στο στόμα.
Αμέσως, ένιωσε μια ζεστή και ευωδιαστή πνοή να πλημμυρίζει το στόμα του και άρχισε να μιλά ελεύθερα και ωραία σαν ρήτορας!
Ο Χριστόφορος, μετά απ’ αυτό το θαύμα, άφηνε τακτικά το ποτάμι και κατέβαινε στις πόλεις όπου με θάρρος ομολογούσε τον Χριστό, ως τον μόνο αληθινό Θεό και Δημιουργό του κόσμου όλου.
Αποκαλούσε τα είδωλα πονηρά δαιμόνια και προέτρεπε τους ανθρώπους να φεύγουν από τη θρησκεία των ειδώλων και των δαιμόνων και να γίνονται Χριστιανοί.
Επισκεπτόταν τους αγίους μάρτυρες και τους παρηγορούσε τόσο, ώστε όλοι με θαυμασμό έβλεπαν και άκουγαν τον γνωστό γίγαντα του ποταμιού.
Ήταν τόσο δυνατά τα επιχειρήματα με τα οποία αποδείκνυε την υπεροχή της χριστιανικής πίστης, που εκατοντάδες ειδωλολάτρες άφηναν τα είδωλα και πίστευαν στο Χριστό.
8. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΑΥΜΑ
Αυτό βέβαια δεν άφησε αδιάφορους τους φανατικούς ειδωλολάτρες. Φρόντισαν να τον καταγγείλουν αμέσως στον αυτοκράτορα και τον Ρωμαίο διοικητή της Αντιόχειας.
Ένας απ’ αυτούς, ο Βάκχιος, περιέγραψε ως εξής τον άγιο μας στον Ρωμαίο αυτοκράτορα:
- Είναι ένας φοβερός γίγαντας, άρχοντά μου, πολύ άσχημος στην όψη, που κάθεται δίπλα σε ένα ποτάμι και λόγω της σωματικής του διάπλασης και δύναμης βοηθά τους ανθρώπους να το περνούν εύκολα, χωρίς το φόβο να πνιγούν. Βλαστημάει τους μεγάλους θεούς μας και τη βασιλεία σου και καυχιέται ότι υπηρετεί τον πιο δυνατό σε όλο τον κόσμο, που δεν είσαι εσύ αλλά… ο Χριστός.
Τα λόγια αυτά ήταν αρκετά για να γεμίσουν με θυμό και μίσος τόσο τον αυτοκράτορα Δέκιο όσο και τον διοικητή της Αντιόχειας που ανέλαβε κατά διαταγή του Δεκίου να συλλάβει και να δικάσει τον άγιο μας.
Διέταξε, λοιπόν, έναν εκατόνταρχο να πάρει μαζί του μια ομάδα στρατιωτών και να φέρει μπροστά του τον Χριστόφορο.
Ο άγιος μας ήταν εκείνη τη στιγμή μέσα στο δάσος και προσευχόταν. Εκεί πληροφορείται από άγγελο Κυρίου για όλα τα βάσανα που θα τραβήξει στο μέλλον για χάρη του αγαπημένου του Βασιλιά Χριστού.
Η καρδιά του πάει να σπάσει από τη χαρά και δάκρυα ευτυχίας κυλούν από τα μάτια του.
Ακουμπισμένος πάνω στο μακρύ ξερό κοντάρι του, τον αχώριστο και πολύτιμο βοηθό του όταν περνά το πλημμυρισμένο ποτάμι, δεν χορταίνει να λέει και να ξαναλέει στο Χριστό πόσο τον αγαπά!
Πάνω σ’ αυτό το ξερό κλαδί ο Κύριος θα του δείξει ένα θαύμα και θα γεμίσει την καρδιά του από χαρά και ευτυχία.
Όση ώρα προσευχόταν και τα δάκρυα του έπεφταν πάνω στο ξερό κοντάρι, εκείνο άρχισε να βλαστάνει και να βγάζει μικρά κλαδιά και φύλλα.
Το θαύμα αυτό του έδωσε ακόμα περισσότερο κουράγιο και δύναμη για να προχωρήσει στην ομολογία του Χριστού και στο μαρτύριο.
Στο μεταξύ, έχουν έρθει στο ποτάμι οι στρατιώτες και ψάχνουν να βρουν τον Χριστιανό γίγαντα. Η καλύβα του είναι άδεια και ο ίδιος δεν φαίνεται πουθενά. Δεν μπορούν όμως να φύγουν χωρίς αυτόν. Οι διαταγές που έχουν πάρει είναι σαφείς και αυστηρές. Πρέπει οπωσδήποτε να συλλάβουν τον Χριστόφορο και να τον φέρουν δεμένο στον βασιλιά. Γι’ αυτό και τον περιμένουν να εμφανιστεί για να τον συλλάβουν.
Μισοπεθαμένοι από την κούραση και την πείνα, άναψαν μια φωτιά για να ζεσταθούν από το πολύ κρύο που είχε, περιμένοντας με κάποιο φόβο και αγωνία τον γιγαντόσωμο Χριστιανό.
Κάποια στιγμή, κατά το σούρουπο, εμφανίστηκε μέσα από το δάσος, όπου είχε πάει για πολύωρη προσευχή ο άγιος μας. Οι στρατιώτες, με γυμνά τα ξίφη τους, πήραν θέση μάχης. Πρώτη φορά έβλεπαν έναν τόσο ψηλό, ρωμαλέο και δυνατό άνδρα. Αν και ήταν πολλοί, εν τούτοις, φοβήθηκαν από την παρουσία του Χριστόφορου.
Ο άγιος μας τους χαιρέτησε ευγενικά και με λόγια γλυκά τους καθησύχασε να μη φοβούνται.
- Χαίρετε, αδελφοί μου, τους είπε, μη με φοβάστε. Είμαι μαθητής του Κυρίου μου Ιησού Χριστού και η μεγάλη εντολή της αγάπης Του δεν μου επιτρέπει να κάνω κακό σε κανέναν αλλά μόνο το καλό. Ξέρω ότι ήρθατε να με συλλάβετε και να με οδηγήσετε στον βασιλιά σας. Ελάτε όμως πρώτα να φάτε λίγο, γιατί από ότι βλέπω είσαστε πολύ πεινασμένοι και μετά εκτελείτε τις εντολές που πήρατε.
Οι στρατιώτες τα έχασαν. Περίμεναν να δουν, όπως τους είχαν πει κάποιοι, έναν αγριάνθρωπο γίγαντα και βλέπουν τώρα, ναι μεν έναν γίγαντα, αλλά γεμάτο αγάπη, ειρήνη, καλοσύνη και ευγένεια.
Μέχρι να συνέλθουν από την πρώτη έκπληξη τους, ο Χριστόφορος μπήκε μέσα στην καλύβα του και έφερε στους στρατιώτες ένα καρβέλι ψωμί, που κάποιοι ευεργετημένοι από αυτόν άνθρωποι του είχαν αφήσει από ευγνωμοσύνη.
Οι στρατιώτες γέλασαν όταν είδαν το λίγο αυτό ψωμί. Που να χορτάσουμε τόσα άτομα που είμαστε με το λίγο αυτό ψωμάκι, σκέφθηκαν από μέσα τους. Ο άγιος πήρε στα χέρια του το ψωμί και σήκωσε σε προσευχή τα μάτια του στον ουρανό. Παρακαλεί το Θεό να πολλαπλασιάσει το ψωμάκι αυτό, για να ξεγελάσουν την πείνα τους οι στρατιώτες.
Ο Θεός με την θερμή προσευχή του δούλου Του, ευλογεί το ψωμί και το θαύμα γίνεται. Οι στρατιώτες τρώνε, χορταίνουν και βλέπουν έκπληκτοι να έχει περισσέψει ακόμα πολύ ψωμί! Δεν μπορούν να πιστέψουν στα μάτια τους αυτό που βλέπουν. Κοιτούν με δέος και σεβασμό τον Χριστόφορο. Πιστεύουν πως αυτός έκαμε το θαύμα με την προσευχή του στο Χριστό. Καταλαβαίνουν ότι έχουν μπροστά τους έναν άγιο άνθρωπο.
- Χριστόφορε, του λένε, αν ο Χριστός που πιστεύεις δεν ήταν αληθινός Θεός, δεν θα γινόταν αυτό το θαύμα. Πιστεύουμε και εμείς στο Θεό σου. Είμαστε και εμείς από τώρα Χριστιανοί. Καθοδήγησε μας στην αληθινή πίστη και τι πρέπει να κάνουμε ώστε να γίνουμε καλοί Χριστιανοί!
Ο Χριστόφορος είναι ευτυχισμένος. Τόσοι στρατιώτες πίστεψαν στον αγαπημένο του Χριστό! Με θεϊκή σοφία τους μιλά και τους ερμηνεύει το μεγαλείο της χριστιανικής πίστης που έχει σαν κεντρική διδασκαλία την εντολή της αγάπης προς όλους τους ανθρώπους ακόμα και σ’ αυτούς τους εχθρούς.
9. ΒΑΠΤΙΖΟΝΤΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ
Η Χάρις του Θεού φωτίζει τις ψυχές των στρατιωτών, οι οποίες σαν τη διψασμένη γη ρουφούν αχόρταγα τη θεϊκή διδασκαλία του Ευαγγελίου. Στην καρδιά τους μπαίνει για πρώτη φορά το φως, η χαρά και η ευτυχία. Ευχαριστούν και δοξάζουν το Θεό που έφερε στο δρόμο τους τον Χριστόφορο για να τους βοηθήσει να βγουν από το σκοτάδι της ειδωλολατρίας και να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό. Τον βλέπουν τώρα σαν ευεργέτη και δεν μπορούν να διανοηθούν πως πρέπει να τον παραδώσουν στον ειδωλολάτρη διοικητή τους για να τον βασανίσει. Γι’ αυτό, όλοι μαζί τον παρακαλούν θερμά να φύγει από κει, λέγοντάς του:
- Χριστόφορε, όλοι εμείς οι στρατιώτες που πιστέψαμε το Χριστό ως Σωτήρα μας, θεωρούμε και σένα ως ευεργέτη των αμαρτωλών ψυχών μας, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να σε παραδώσουμε στα χέρια των ασεβών για να σε σκοτώσουν. Πήγαινε όπου θέλεις κι εμείς θα πούμε ότι δεν σε βρήκαμε.
- Όχι, αδελφοί μου. Θα με οδηγήσετε στον ειδωλολάτρη διοικητή σας, γιατί η καρδιά μου φλέγεται από την επιθυμία να ομολογήσω ενώπιον όλου του κόσμου την αγάπη που έχω στον πραγματικό Βασιλιά όλου του κόσμου και αληθινό Θεό, τον Κύριο μου Ιησού Χριστό. Πρώτα, όμως, θα πάμε όλοι μαζί στον άγιο Επίσκοπο της Αντιόχειας τον Βαβύλα για να μας βαπτίσει.
Άρεσε στους στρατιώτες η πρόταση του Χριστοφόρου και ξεκίνησαν αμέσως για την πόλη Αντιόχεια. Εκεί, ο Επίσκοπος Βαβύλας, ο άξιος αυτός εργάτης του Ευαγγελίου, ο οποίος κατόπιν υπέφερε για χάρη του Χριστού πάρα πολλά βάσανα και μαρτύρια, χάρηκε πολύ όταν τους είδε και άκουσε τα θαυμάσια που ενήργησε ο Θεός μέσω του Χριστοφόρου. Αφού πρώτα τους κατήχησε βαθύτερα στη χριστιανική πίστη, μετά τους βάφτισε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος.
Με το βάπτισμα η Χάρις του Θεού γέμισε τις ψυχές τους με τόση πολύ ευτυχία και χαρά που ποτέ στη ζωή τους δεν είχαν ξανανιώσει. Ο Χριστόφορος συμβούλεψε τότε τους στρατιώτες με τα εξής λόγια:
- Αγαπημένα μου αδέλφια, όλοι πιστέψαμε και γνωρίσαμε τον αληθινό Θεό και το άγιο Του Ευαγγέλιο. Για την πίστη μας αυτή, ίσως επιτρέψει ο Κύριος να υποφέρουμε πολλές θλίψεις και βάσανα. Δεν πρέπει να δει-λιάσουμε καθόλου ούτε και να φοβηθούμε. Ο Κύριος θα είναι πάντα μαζί μας για να μας δίνει ουράνια δύναμη και βοήθεια. Εάν πάλι φοβάστε τα βάσανα, φύγετε και πηγαίνετε όπου θέλετε. Να ζείτε μόνο σύμφωνα με τις άγιες εντολές του Κυρίου μας για να σωθείτε.
10. ΣΤΟΝ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
Οι στρατιώτες με τίποτε δεν ήθελαν να αποχωριστούν τον άγιο Χριστόφορο. Ήθελαν να ομολογήσουν και αυτοί μαζί του την πίστη και την αγάπη τους στον Ιησού Χριστό. Η επιθυμία τους αυτή έδωσε μεγάλη χαρά στον άγιο μας, ο οποίος τους παρακάλεσε τώρα να τον δέσουν, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν πάρει από τον διοικητή τους και να τον οδηγήσουν σ’ αυτόν.
Με ένα στόμα, όλοι μαζί, αρνήθηκαν να δεχτούν την προσταγή του αγίου μας. Η αγάπη που είχαν σ’ αυτόν που τους οδήγησε στον αληθινό Θεό, δεν τους άφηνε να τον δέσουν και να τον οδηγήσουν σαν κακούργο στον ασεβή διοικητή τους. Στο τέλος όμως, εξαιτίας της επιμονής του αγίου, με μεγάλη θλίψη και στενοχώρια, τον έδεσαν και ξεκίνησαν όλοι μαζί το δρόμο της επιστροφής.
Όταν τον είδε ο διοικητής της Αντιόχειας, θαύμασε τη σωματική διάπλαση του γιγαντόσωμου Χριστιανού και του είπε:
- Βλέπω, γενναίε άνδρα, πως οι μεγάλοι θεοί μας σε στόλισαν με δυνατό και ρωμαλέο σώμα. Τι θα έλεγες, αφού εγκατέλειπες αυτή την ανόητη θρησκεία, να έρθεις στο στράτευμά μου και να σε κάνω σωματοφύλακά μου; Θα σε γεμίσω με δόξες, τιμές και πλούτη πολλά. Τι λες, λοιπόν, δέχεσαι;
- Θα δεχόμουν, άρχοντά μου, να γίνω αυτό που θέλεις, αν δεν είχα γνωρίσει τον πιο δυνατό και τον πιο ένδοξο Βασιλιά του κόσμου.
- Μα, ένας και μοναδικός είναι ο βασιλιάς που κυβερνά όλο τον κόσμο. Φαντάζομαι πως θα εννοείς τον αυτοκράτορα μας, τον Δέκιο!
- Όχι, δεν είναι αυτός ο πιο δυνατός βασιλιάς του κόσμου. Μπορώ να πω με σιγουριά πως ο Δέκιος είναι ο πιο αδύνατος άνθρωπος όλου του κόσμου, γιατί δεν παίρνει τη δύναμή του από την αγάπη και το σεβασμό των υπηκόων του αλλά από την ισχύ των όπλων του, που καταδυναστεύουν με βία και αδικία κάθε άνθρωπο σ’ αυτή τη γη. Όσον αφορά την θρησκεία μου, την οποία κατηγόρησες ως ανόητη, θα ήθελα να πω και σε σένα, όπως και σ’ όλους αυτούς που μας παρακολουθούν, τις παρακάτω σκέψεις. Ποια είναι τελικά η αληθινή και ποια η ανόητη θρησκεία; Μπορεί κανείς να αγαπήσει μια θρησκεία που διδάσκει το ψέμα, την υποκρισία, την κακία, την ανηθικότητα, την πονηριά και την αδικία, όταν μάλιστα οι ίδιοι οι θεοί της ασχολούνται με όλα αυτά; Είναι ανόητη η δική μου η θρησκεία επειδή διδάσκει να έχουμε σεβασμό και αγάπη προς όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους χειρότερους εχθρούς μας;
Τα λίγα και σοφά λόγια του Χριστοφόρου, έκαναν μεγάλη εντύπωση στο πολυπληθές ακροατήριο που είχε μαζευτεί για να δει και να ακούσει τον φημισμένο Χριστιανό γίγαντα. Ο προβληματισμός που έσπειρε στις ψυχές των καλοπροαίρετων ειδωλολατρών ήταν πολύ μεγάλος.
Μεγάλη όμως ήταν και η οργή του Ρωμαίου διοικητή που τον απείλησε με πλήθος βασανιστήρια αν δεν πιστέψει στα είδωλα.
11. ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΟΙ ΔΥΟ ΠΟΡΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Ο διοικητής της Αντιόχειας θα ήθελε πολύ να τον βασανίσει, για να σπάσει την αντίσταση του. Σκεπτόταν, όμως, και τον βασιλιά Δέκιο, που του είχε δώσει εντολή να τον μεταχειριστεί πρώτα με καλό τρόπο, γιατί τον ήθελε για σωματοφύλακά του, λόγω της γιγαντόσωμης διάπλασης και της τεράστιας σωματικής δύναμης του. Έτσι, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει ένα σατανικό τέχνασμα.
Διέταξε τους στρατιώτες να τον κλείσουν μέσα σε ένα ωραίο δωμάτιο του διοικητηρίου και να βάλουν μαζί του και δυο πολύ όμορφες πόρνες γυναίκες.
Επειδή γνώριζε πολύ καλά πόσο πρόσεχαν οι Χριστιανοί την ηθική πορεία της ζωής τους, ήθελε να ρίξει τον άγιο σε αμαρτία και να τον απομακρύνει έτσι από τον Χριστό.
Στις πόρνες γυναίκες υποσχέθηκε πολλά δώρα, αν κατάφερναν να ρίξουν τον Χριστόφορο στην αμαρτία και να προσκυνήσει τα είδωλα.
Μόλις έκλεισαν τον Χριστόφορο μέσα στο δωμάτιο μαζί με τις δυο όμορφες πόρνες γυναίκες, κατάλαβε αμέσως εκείνος την πονηριά του σατανά.
Αυτές πάλι, μόλις είδαν τον γιγαντόσωμο Χριστόφορο τρόμαξαν. Φοβισμένες, πήγαν σε μια άκρη και περίμεναν να δουν πως θα αντιδρούσε ο Χριστιανός γίγαντας.
Εκείνος έριξε μια στοργική ματιά στις δυο κοπέλες και δάκρυσε. Εκείνες πήραν θάρρος και τον ρώτησαν γιατί κλαίει.
- Πώς να μην κλαίω, αδελφές μου, που βρήκε εσάς ο δαίμονας για να χρησιμοποιήσει στα σατανικά του τεχνάσματα. Ενώ ο Κύριος μου, ο Ιησούς Χριστός, χάρισε τόση αγάπη και τρυφερότητα στις καρδιές σας, για να είστε μέσα στο γάμο η χαρά και η δόξα του άντρα σας και των παιδιών σας, εσείς προτιμήσατε την άσωτη ζωή. Τι θα καταλάβετε αν χορτάσετε τώρα τόση ψεύτικη ηδονή και μετά από λίγο τιμωρηθείτε από το Θεό για την ανήθικη ζωή που κάνατε;
Τα σεμνά και γεμάτα πραγματική αγάπη λόγια του Χριστοφόρου συγκίνησαν τις δυο κοπέλες. Οι ενοχές για την αμαρτωλή ζωή που έκαναν, ξύπνησαν μέσα τους την αποκοιμισμένη συνείδησή τους. Πόσο θα ήθελαν να σταματούσαν τον κατήφορο αυτό που είχαν πάρει στη ζωή τους, από τότε που στερήθηκαν τους αγαπημένους τους γονείς και έμειναν μόνες και πεντάρφανες στο δρόμο!
Δάκρυα κύλισαν από τα μάτια τους και το χρώμα της ντροπής ζωγράφισε τα μάγουλά τους.
Οι μυστικές και πύρινες προσευχές του Χριστοφόρου στον αγαπημένο του Ιησού, για να βοηθήσει και να σώσει τις δυο αυτές κοπέλες, εισακούστηκαν. Ο αδελφικός και σεμνός τρόπος του Χριστοφόρου τους δίνει κουράγιο. Στο πρόσωπό του δεν βλέπουν τον άνδρα που θέλει να τις εκμεταλλευτεί αλλά έναν τίμιο άνθρωπο που θέλει να τις βοηθήσει. Παίρνουν, λοιπόν, θάρρος και του λένε:
- Εμάς, κύριε μας, δεν μας αρέσει ο ανήθικος αυτός τρόπος που ζούμε. Αναγκαστήκαμε να ακολουθήσαμε αυτό το επάγγελμα από τότε που μείναμε ορφανές, γιατί δεν είχαμε κανένα στον κόσμο για να μας προστατέψει και να μπορέσουμε να επιβιώσουμε σ’ αυτή τη σκληρή ζωή. Με τα χρήματα που παίρναμε από την πορνεία εξαγοράσαμε πολλούς δούλους και πολλούς καταδικασμένους στο θάνατο. Αν εμείς σταματήσουμε αυτή τη δουλειά, ποιος έντιμος άνθρωπος θα μας λυπηθεί και θα μας προστατέψει;
- Αδελφές μου, αν εσείς σταματήσετε το κακό αυτό επάγγελμα και πιστέψετε στον Χριστό, να είστε σίγουρες ότι, όχι άνθρωπος αλλά ο ίδιος ο σπλαχνικός Κύριος μας Ιησούς Χριστός θα είναι από τώρα και στο εξής ο μεγάλος και στοργικός Πατέρας και προστάτης σας.
- Αδελφέ μας, αν ο Χριστός που πιστεύεις μπορεί να συγχωρήσει και μας τις πολύ αμαρτωλές γυναίκες και να μας δεχτεί στο αγιασμένο ποίμνιό Του, τότε γινόμαστε και εμείς Χριστιανές.
- Όχι μόνο σας συγχωράει για όλα τα προηγούμενα σας αμαρτήματα αλλά και σαν πολυαγαπημένες του κόρες σας αγαπάει ακόμα πιο πολύ απ’ ότι σας αγαπούσαν οι καλοί σας γονείς όταν ζούσαν.
Για να τις βοηθήσει ακόμα περισσότερο και να τους δώσει κουράγιο και ελπίδα, τους διηγήθηκε ιστορίες μέσα από το Ευαγγέλιο, όπου ο Χριστός συγχωρά μεγάλους αμαρτωλούς ανθρώπους. Τους είπε για την πόρνη γυναίκα που άλειψε με μύρα και δάκρυα τα πόδια του Χριστού, για τον αρχιτελώνη και μεγάλο κλέφτη Ζακχαίο, που μόλις είδε το Χριστό μετάνιωσε για όλες τις μεγάλες αδικίες που έκανε. Τους είπε και για την παραβολή του άσωτου παιδιού, ο οποίος, αφού έφαγε πρώτα με πόρνες την πατρική του περιουσία, ύστερα μετάνιωσε και επέστεψε στον σπλαχνικό του πατέρα. Εκείνος, όχι μόνο δεν τον έδιωξε, αλλά με στοργή και αγάπη τον δέχτηκε ξανά κοντά του και έσφαξε για χάρη του το καλύτερο μοσχάρι για να πανηγυρίσει την επιστροφή του χαμένου και αμαρτωλού παιδιού του.
Τα τελευταία λόγια του Χριστοφόρου έκαναν τις δυο πόρνες αδελφές να κλάψουν πολύ και να ζητήσουν από τον άγιο μας να τις συγχωρήσει για το κακό που πήγαν να του κάνουν. Τον παρακάλεσαν επίσης να τους μιλήσει για τον Χριστό και την υπέροχη διδασκαλία Του, γιατί ήθελαν να γίνουν και αυτές από τώρα Χριστιανές.
Εκείνος, αφού δόξασε πρώτα τον Θεό για την εξέλιξη που είχε το πονηρό τέχνασμα του Ρωμαίου διοικητή, είπε στις δύο γυναίκες όσα ήξερε από τη ζωή, τα θαύματα, καθώς και τα άγια Πάθη του Κυρίου μας Ιησού.
Με βαθιά συγκίνηση άκουσαν όλα εκείνα που αφορούσαν την σπλαχνική κάθοδο στη γη του Υιού του Θεού για να λυτρώσει τον κόσμο από την αμαρτία. Μια μεγάλη πίστη και αγάπη στο γλυκύ αυτό Θεό γεννήθηκε και φούντωσε μέσα στην καρδιά τους. Τα δάκρυα της αγάπης τους γι’ Αυτόν είχαν ανακατευτεί με δάκρυα χαράς, επειδή αξιώθηκαν να γίνουν Χριστιανές.
Με πολύ πόθο και λαχτάρα ζήτησαν από τον Χριστόφορο να προσευχηθεί γι’ αυτές στον Κύριο, ώστε να συγχωρήσει τα πολλά και μεγάλα λάθη τους αλλά και να τους δώσει δύναμη και κουράγιο ώστε να ομολογήσουν με θάρρος, χωρίς κανένα φόβο, την νέα τους πίστη.
Ο Χριστόφορος γονάτισε τότε σε προσευχή και είπε:
- Κύριε Ιησού Χριστέ, ο μόνος αληθινός Θεός, που ήρθες στη γη για να σώσεις όλους τους αμαρτωλούς, δέξου σήμερα τις δούλες σου Ακυλίνα και Καλλινίκη που ζητούν το έλεος της ευσπλαχνίας Σου και κάνε τες πρόβατα της θεϊκής Σου ποίμνης. Συγχώρησε τες για όλα τα αμαρτήματα που έκαναν και σε πίκραναν πολύ και δώσε τους δύναμη και κουράγιο να ομολογήσουν με θάρρος το πανάγιο όνομα Σου.
12. ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΔΕΚΙΟ
Το πρωί που έστειλε τους στρατιώτες του να φωνάξουν τον Χριστόφορο, δεν πίστευε στα μάτια του ο Ρωμαίος διοικητής, όταν διαπίστωσε πως οι γυναίκες που έστειλε για να κρημνίσουν το Χριστόφορο στην αμαρτία και να τον κάνουν να πιστέψει στα είδωλα, ήταν τώρα και αυτές Χριστιανές.
Οργή και θυμός πλημμύρισε την ψυχή του. Για να μην του καταλογίσει ευθύνες ο αυτοκράτορας Δέκιος, που τον ήθελε για σωματοφύλακά του, αν δεν κατάφερνε να μεταπείσει το χριστιανό γίγαντα, σκέφτηκε να τον στείλει για ανάκριση στον ίδιο τον βασιλιά Δέκιο, στη Ρώμη.
Διέταξε τότε τους στρατιώτες που είχανε φέρει τον Χριστόφορο από το ποτάμι, να παραλάβουν μαζί μ’ αυτόν και τις δυο γυναίκες και να τους οδηγήσουν στον αυτοκράτορα Δέκιο.
Στο Κολοσσαίο της Ρώμης έφεραν οι στρατιώτες τον Χριστιανό γίγαντα και τις δυο γυναίκες, την Ακυλίνα και την Καλλινίκη, για να τους δικάσει ο αυτοκράτορας. Πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί στο περίφημο αυτό στάδιο για να απολαύσει τους άγριους αγώνες που γινόντουσαν εκεί αλλά και να δει το φημισμένο Χριστιανό γίγαντα.
Ο Αυτοκράτορας κάθισε πάνω στο λαμπρό θρόνο του και διέταξε να φέρουν μπροστά του τον Χριστόφορο.
Όταν τον είδε, θαύμασε την τεράστια σωματική του διάπλαση και τη μεγάλη μυϊκή του δύναμη, που τον έκανε να ξεχωρίζει απ’ όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Πόσο θα τον ήθελε για σωματοφύλακά του! Το μόνο εμπόδιο ήταν η χριστιανική του πίστη, γι’ αυτό θα έκανε μια προσπάθεια να τον κολακεύσει και να τον μεταπείσει να θυσιάσει στα είδωλα.
- Θαυμάζω σε σένα, γενναίε άνδρα, την μεγάλη δύναμη και την γιγαντόσωμη σωματική διάπλαση με την οποία σε στόλισαν οι μεγάλοι θεοί μας. Αυτοί σήμερα σε έφεραν μπροστά μου για να σε κάνω τον πρώτο και τον πιο ένδοξο σωματοφύλακά μου. Έμαθα πως ήθελες σ’ όλη σου τη ζωή να υπηρετήσεις τον πιο δυνατό άνθρωπο στον κόσμο. Σήμερα είσαι μπροστά του και τον βλέπεις, γιατί εγώ είμαι ο πιο δυνατός και πιο ένδοξος άνθρωπος σ’ όλη την οικουμένη. Εγώ σήμερα σε προσκαλώ να με υπηρετήσεις, φτάνει πρώτα να απαρνηθείς όλες αυτές τις ψεύτικες διδασκαλίες της χριστιανικής πίστης που μου είπαν ότι πιστεύεις. Λοιπόν, τι λες;
- Εγώ, αυτοκράτορα Δέκιε, βρήκα και υπηρετώ τον πιο δυνατό και τον πιο καλό Βασιλιά όλου του κόσμου. Είναι ο Κύριος μου Ιησούς Χριστός, του οποίου η διδασκαλία δεν έχει καμιά σχέση με αυτή των ψεύτικων θεών σου. Ο δικός μου ο Θεός διδάσκει ότι όλοι οι άνθρωποι, πλούσιοι και φτωχοί, ένδοξοι και άσημοι, είμαστε παιδιά του ενός και μοναδικού Θεού. Ως εκ τούτου, είμαστε υποχρεωμένοι να αγαπούμε ο ένας τον άλλο και να κάνουμε πάντοτε το καλό σε φίλους και εχθρούς. Στην ειδωλολατρική θρησκεία σας εγκωμιάζεται η κακία, η βία, το ψέμα, η ανηθικότητα και κάθε πονηριά αφού και οι ίδιοι οι θεοί σας διδάσκουν και πράττουν πράγματα για τα οποία ένας ενάρετος άνθρωπος θα κοκκίνιζε από ντροπή. Θεοποιήσατε τον πόλεμο με τον θεό Άρη, ξευτελίσατε την ιερότητα του γάμου με τις συζυγικές απάτες των ψεύτικων θεών σας του Δία και της Ήρας, ατιμάσατε το μεγαλείο της ηθικής ζωής με την ανήθικη θεά σας Αφροδίτη και τόσα άλλα για τα οποία θα έπρεπε να ντρεπόμαστε, αντί να τα πιστεύουμε σαν θρησκεία. Πως μπορώ, λοιπόν, να απαρνηθώ τη θρησκεία της Αγάπης και να εγκολπωθώ την ανήθικη θρησκεία των ειδώλων σου;
Τα σοφά και συνετά λόγια του Χριστόφορου έκαναν όλο τον κόσμο, που παρακολουθούσε τη δίκη, να προβληματιστεί και να παραδεχτεί την ανωτερότητα της χριστιανικής διδασκαλίας περί ηθικής ζωής και αγάπης, σε σχέση με τη δικιά τους ειδωλολατρική θρησκεία της βίας και της ανηθικότητας. Έπειτα μια σιωπή απλώθηκε στο κατάμεστο στάδιο του Κολοσσαίου, δείγμα του έντονου προβληματισμού που δημιουργήθηκε.
13. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΚΥΛΙΝΑΣ
Ο αυτοκράτορας δεν πίστευε στα μάτια του. Πως μπόρεσε, μέσα σε τόσα λίγα λεπτά, ο ασχημομούρης αυτός γίγαντας να επηρεάσει θετικά στη χριστιανική πίστη τόσο πολύ κόσμο! Με οργή και με θυμό φωνάζει δυνατά:
- Σταμάτα κακόμουτρε και ασχημομούρη άνδρα τα ανόητα σου λόγια. Πως τολμάς να λες πως ο Χριστός σου είναι πιο δυνατός βασιλιάς και από μένα. Μάλλον δεν γνώρισες ακόμα το μέγεθος του θυμού μου για να καταλάβεις τι ανοησίες λες. Με τέτοια λόγια ξεγέλασες και αυτές τις δύστυχες γυναίκες και τις έκανες χριστιανές; Για να δούμε, τα ίδια θα λες σε λίγο, όταν δεις με τα μάτια σου σε τι καταστροφή τις οδήγησες;
Διέταξε τότε τους στρατιώτες να φέρουν μπροστά του τις δύο χριστιανές γυναίκες και τους λέει:
- Βλέπω, ωραίες μου γυναίκες, πως η θεά Αφροδίτη σας στόλισε με πολύ ομορφιά για να την υπηρετείτε πιστά. Χάρη σε σας απολαμβάνουν οι άνδρες χαρά και ηδονή. Είστε οι πιο αναγκαίες υπάρξεις στη ζωή των ανδρών. Όλοι σας τιμούν και σας δίνουν ότι θέλετε. Δεν πιστεύω τώρα να σας κατάφερε αυτός ο ασχημομούρης να παρατήσετε το ιερό σας έργο, που τιμά τους μεγάλους θεούς μας και ιδιαιτέρως τη μεγάλη θεά μας Αφροδίτη!
Ντροπιασμένες από την προηγούμενη ανήθικη ζωή που έκαναν αλλά και με θάρρος για τη νέα ζωή που ακολουθούσαν χάρη στη χριστιανική διδασκαλία που είχαν πιστέψει, είπαν με ένα στόμα και οι δυο:
- Είμαστε Χριστιανές και δεν πιστεύουμε πλέον στα ψεύτικα είδωλά σας. Ντρεπόμαστε για την ανήθικη ζωή που μέχρι σήμερα κάναμε. Ποτέ πια δεν θα ζήσουμε όπως θέλουν οι ψεύτικοι θεοί σας αλλά όπως μας διδάσκει ο αγαπημένος μας Κύριος Ιησούς στο άγιο Ευαγγέλιό Του.
Τα θαρραλέα αυτά λόγια των γυναικών ήταν αρκετά για να φουντώσουν στην καρδιά του αυτοκράτορα το θυμό και την οργή. Διατάζει αμέσως να κρεμάσουν την Ακυλίνα από τα μαλλιά του κεφαλιού της και να δέσουν στα πόδια της μεγάλους ογκόλιθους, για να σκιστεί το σώμα της στα δύο. Οι πόνοι της Ακυλίνας ήταν δριμύτατοι, γι’ αυτό και παρακάλεσε τον άγιο μας να προσευχηθεί γι’ αυτήν.
Εκείνος σήκωσε τα μάτια στον Ουρανό και προσευχήθηκε ως εξής:
- Κύριε μου Ιησού Χριστέ, βοήθησε την δούλη σου. Μην επιτρέψεις να βασανιστεί περισσότερο αλλά παράλαβε την άγια της ψυχή στη στοργική Σου αγκαλιά.
Μόλις τέλειωσε την προσευχή του, η αγία μάρτυς Ακυλίνα παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού. Ήτανε τότε 1η Απριλίου του 251 μ.Χ.
14. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΗΣ
Μετά το θάνατο της Ακυλίνας, την επόμενη μέρα, κάλεσε μπροστά του ο αυτοκράτορας την άλλη γυναίκα, την Καλλινίκη και της λέει:
- Ελπίζω τώρα εσύ να έβαλες μυαλό. Αν δεν θέλεις να πάθεις τα ίδια, έλα να θυσιάσεις στους μεγάλους μας θεούς και είσαι ελεύθερη να φύγεις.
Η Καλλινίκη, φωτισμένη από το Θεό, θέλησε να κοροϊδέψει την ειδωλολατρική θρησκεία και του λέει:
- Θα ακούσω, βασιλιά μου, την διαταγή σου και θα πάμε στο ναό για να τιμήσω «όπως πρέπει» τους θεούς.
Ο βασιλιάς ενθουσιάστηκε. Νόμιζε πως η Καλλινίκη φοβήθηκε τα βασανιστήρια και απαρνήθηκε τον Χριστιανισμό. Διέταξε να απλωθούν χαλιά μέχρι το ναό των ειδώλων και να πάνε εκεί όλοι σε πομπή για να θυσιάσει η Καλλινίκη στους θεούς.
Όταν έφτασαν έξω από το Ναό, ρώτησε η Καλλινίκη τους ιερείς των ειδώλων:
- Σε ποιο θεό είναι αφιερωμένος ο ναός;
- Στον πατέρα των θεών, τον μεγάλο Δία, της απάντησαν εκείνοι.
Με δυνατή φωνή άρχισε τότε να φωνάζει στο Δία και να λέει:
- Άκουσε με, μεγάλε θεέ του Ολύμπου, Δία, και πες μου τι πρέπει να κάνω για να σε υπηρετήσω.
Το έλεγε και το ξαναέλεγε πολλές φορές αλλά καμιά απάντηση δεν έπαιρνε. Γέλασε τότε και είπε προς τους παρισταμένους ιερείς των ειδώλων:
- Φαίνεται ότι οι θεοί θύμωσαν μαζί μου, επειδή τους καταφρόνησα και δεν θέλουν τώρα να με συγχωρήσουν. Εκτός αν αυτή την ώρα ξεκουράζονται ή κοιμούνται.
Βγάζει τότε από τη μέση της τη ζώνη που φορούσε και δένει το άγαλμα του Δία, που δέσποζε στη μέση του ειδωλολατρικού Ναού. Σηκώνει τα χέρια της στον Ουρανό και προσεύχεται θερμά:
- Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, δείξε την δύναμή Σου και σύντριψε τα αγάλματα των ψεύτικων θεών που είναι σ’ αυτό το ναό, για να πειστούν όλοι οι άνθρωποι ότι μονάχα Εσύ είσαι ο ένας και μοναδικός Θεός που αξίζει να πιστεύουν και να αγαπούν.
Γυρνώντας έπειτα στα άψυχα είδωλα που στόλιζαν το ναό, τους λέει:
- Φύγετε και αφανιστείτε θεοί των ειδωλολατρών.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της και γίνεται ένας μεγάλος σεισμός, ώστε τα είδωλα να πέφτουν ένα – ένα και να γίνονται κομμάτια.
Γυρνώντας έπειτα στους ιερείς των ειδώλων, οι οποίοι είχαν λυσσάξει από το θυμό τους για το κακό που βρήκε τους θεούς τους, τους είπε:
- Μαζέψτε τα οστά των θεών σας και φέρτε λάδι και αλάτι για να τα θεραπεύσετε.
Όταν το έμαθε ο Δέκιος, οργίστηκε τόσο πολύ, που διέταξε αμέσως να την κρεμάσουν από τα μαλλιά σε ένα ψηλό στύλο και να περάσουν μέσα από το σώμα της, από τις φτέρνες μέχρι τον ώμο της, μια μακριά σούβλα. Σαν να μην έφτανε αυτό το μαρτύριο, για να κάνει ο ασεβής τύραννος πιο φρικτό το βασανιστήριο της, διέταξε να της δέσουν από τα πόδια, έτσι όπως ήταν κρεμασμένη, και δυο τεράστιους ογκόλιθους για να κοπεί το σώμα της στα δύο.
Ο άγιος Χριστόφορος, βλέποντας το φοβερό μαρτύριο της αγίας Καλλινίκης, προσευχήθηκε στο Θεό να δεχτεί στα χέρια του την αγιασμένη ψυχή της και να την αναπαύσει στη Βασιλεία των Ουρανών.
Μετά την προσευχή του αγίου Χριστόφορου, παρέδωσε η αγία μάρτυς Καλλινίκη την αγιασμένη ψυχή της στα χέρια του αγαπημένου της Κυρίου Ιησού Χριστού.
Ήταν 2 Απριλίου του 251 μ.Χ.
15. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ 200 ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ
Μετά τον φριχτό θάνατο της αγίας Καλλινίκης, γύρισε ο ασεβής Δέκιος στον άγιο Χριστόφορο και έξαλλος από θυμό του είπε:
- Εσύ σκυλομούρη έπρεπε να πεθάνεις και όχι αυτές οι δυο όμορφες γυναίκες, τις οποίες ξεγέλασες με τις μαγείες σου. Αρκετά σε ανέχτηκα. Λέγε, θα θυσιάσεις στα είδωλα και θα σε κάνω σωματοφύλακά μου ή θέλεις να πεθάνεις και συ με φριχτό θάνατο;
- Δέκιε, αιμοχαρή και τυφλέ αυτοκράτορα, πως μπορώ να υπηρετήσω έναν άνθρωπο που την καρδιά του κυβερνά ο βασιλιάς του σκότους και της παραφροσύνης, ο ίδιος ο δαίμονας; Τα φριχτά μαρτύρια, με τα οποία σκότωσες δυο αθώες γυναίκες που προτίμησαν να ακολουθήσουν το Ευαγγέλιο της αγάπης παρά τις ανήθικες διδασκαλίες της δαιμονικής σου θρησκείας, αποδεικνύουν το χαμηλό επίπεδο της ειδωλολατρικής νοημοσύνης και ανθρωπιάς. Οι δύο αυτές γυναίκες δείχνουν σε όλους μας το σωστό δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε, αν θέλουμε μια μέρα να ζούμε όλοι σ’ αυτόν τον κόσμο με αγάπη, δικαιοσύνη, χαρά και ευτυχία. Είμαι έτοιμος να πεθάνω για την υπέροχη αυτή διδασκαλία της αγάπης που κηρύττει μέσα από το Ευαγγέλιο ο αγαπημένος μου δάσκαλος και Σωτήρας, ο Κύριος μου Ιησούς Χριστός.
Τα λόγια αυτά, σαν δροσιά στη διψασμένη γη, έπεσαν στις καρδιές πάρα πολλών ανθρώπων και κυρίως στις γενναίες ψυχές των στρατιωτών. Η σύγκριση και η διαφορά ανάμεσα στις δυο θρησκείες ήταν απείρως μεγάλη. Όλοι ήθελαν έναν κόσμο που θα βασίλευε η ανθρωπιά της αγάπης και όχι, όπως τώρα, η κτηνώδης απανθρωπιά της βίας και της παραφροσύνης.
Ένας μεγάλος θόρυβος και μια ανεξήγητη ταραχή παρουσιάστηκε ανάμεσα στις τάξεις των στρατιωτών. Μάταια προσπαθούσε ο διοικητής τους να επιβάλλει την τάξη. Τι είχε συμβεί;
Μια πολύ μεγάλη ομάδα, από διακόσιους περίπου στρατιώτες, πέταξαν τις ζώνες και τα όπλα τους και ήρθαν κοντά στον Χριστόφορο, για να διαλαλήσουν όσο μπορούσαν πιο δυνατά πως είναι Χριστιανοί. Πως θέλουν και αυτοί να ακολουθήσουν την υπέροχη αυτή διδασκαλία της ευαγγελικής αγάπης και τον Χριστό. Ανάμεσά τους ήταν και οι στρατιώτες εκείνοι που είχαν γίνει Χριστιανοί από τον ίδιο, όταν είχαν έρθει στο ποτάμι για να τον συλλάβουν και είχαν δει το θαύμα με τον πολλαπλασιασμό του ψωμιού.
Ο Δέκιος γίνεται έξαλλος από τον θυμό του. Βλέπει τους στρατιώτες του να ασπάζονται με χαρά και αγάπη τον άγιο μας και τρομοκρατημένος του λέει:
- Την εξουσία μου θέλεις να μου πάρεις ασχημομούρη; Τώρα μου έγινες επαναστάτης;
- Μη φοβάσαι, Δέκιε. Δεν πρόκειται να σου πάρω αυτή τη βασιλεία. Μόνος σου θα κληρονομήσεις εσύ και όσοι σε ακολουθούν το αιώνιο βασίλειο του σκότους και της κόλασης. Εγώ, μόνο τη Βασιλεία του Θεού ποθώ να κερδίσω, η οποία δεν έχει καμιά σχέση με τα υλικά και τα γήινα αλλά μόνο με τα επουράνια. Αγωνιζόμαστε τώρα και υποφέρουμε όλα αυτά τα μαρτύρια, για να κερδίσουμε την αιώνια ζωή και την ανερμήνευτη σε μεγαλείο και δόξα, ουράνια χαρά, ειρήνη και ευτυχία.
Στρέφεται τώρα ο Δέκιος στους στρατιώτες του και τους λέει:
- Τι σας έλειψε, στρατιώτες μου και εγκαταλείψατε τις θέσεις σας; Τι μου ζητήσατε και δεν σας το έδωσα, ώστε μ’ αυτόν τον ατιμωτικό τρόπο προσχωρήσατε στις τάξεις των Χριστιανών; Δεν ξέρετε ότι με αυτή την επιλογή σας διαλέξατε την καταστροφή και το θάνατό σας;
- Εμείς, βασιλιά μου, είπαν τότε εκείνοι, διαλέξαμε την αλήθεια και τη ζωή. Διαλέξαμε το Χριστό και το άγιο Ευαγγέλιο της αγάπης Του. Δεν μπορούμε πλέον να ακολουθούμε τους ψεύτικους και ανήθικους θεούς της ειδωλολατρικής θρησκείας σου. Όσο για το θάνατο που μας υποσχέθηκες, μάθε πως δεν τον φοβόμαστε πλέον, γιατί ξέρουμε πως με αυτόν θα ανοίξει για μας η πόρτα της αιώνιας ευτυχίας.
Τα γενναία λόγια των στρατιωτών ξεσήκωσαν νέο θόρυβο ανάμεσα στο πλήθος του κόσμου. Ο Δέκιος φοβήθηκε μήπως μιμηθούν το παράδειγμά τους και άλλοι και διέταξε αμέσως να τους πάρουν έξω από την πόλη για να τους αποκεφαλίσουν. Τα λείψανά τους, για να μην τα πάρουν οι Χριστιανοί, έδωσε διαταγή να τα ρίξουν μέσα σε ένα καμίνι για να καούν. Η φωτιά όμως δεν τα άγγιξε καθόλου και έτσι μπόρεσαν να τα παραλάβουν ευσεβείς Χριστιανοί και να τα θάψουν με ευλάβεια και με τιμές.
Ήταν 7 Απριλίου του 251 μ.Χ.
16. ΔΕΝ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΖΟΥΝ ΤΑ ΘΗΡΙΑ ΚΑΙ Η ΦΩΤΙΑ
Η ταραχή που προκλήθηκε από τον θάνατο τόσων στρατιωτών, ανάγκασε τον Δέκιο να κλείσει σε μια φριχτή φυλακή τον άγιο μας και να αναβάλει για την επόμενη μέρα την δίκη του Χριστόφορου.
Ήταν τόσο πολύ οργισμένος κατά του αγίου μας ο Δέκιος, που ήθελε πριν τον σκοτώσει να του δώσει τα πιο μεγάλα και τα πιο οδυνηρά βάσανα.
Μετά, λοιπόν, από δυο μέρες τον έφερε ξανά μπροστά του και του είπε:
- Ελπίζω, ανόητε, να έβαλες μυαλό και να αποφάσισες επιτέλους να θυσιάσεις στους μεγάλους θεούς μας. Είναι η τελευταία ευκαιρία που σου δίνω. Αν την αρνηθείς θα σε κάνω να υποφέρεις πολλά και φριχτά βασανιστήρια. Αποφάσισε…
- Εγώ έχω αποφασίσει από πολύ καιρό, από τότε που γνώρισα τον αληθινό Θεό. Εσύ όμως, κάνε αυτό που οι δαίμονες σου υπαγορεύουν, για να μάθεις και εσύ αλλά και όλος ο κόσμος πως στην καρδιά μου μονάχα μια αγάπη έχω και ένα όνομα γλυκό, αυτό του αγαπημένου μου Βασιλιά και Σωτήρα, του Κυρίου μου Ιησού Χριστού.
Ο Δέκιος γίνεται έξω φρενών. Έχει στο μυαλό του πολλά βασανιστήρια για να του κάνει. Θέλει όμως πρώτα να δοκιμάσει τη μεγάλη μυϊκή του δύναμη, γι’ αυτό και διατάζει να αφήσουν ελεύθερες δυο άγριες και πεινασμένες τίγρεις.
Τα άγρια ζώα πλησιάζουν τον Χριστόφορο. Η αγωνία όλων κορυφώνεται. Ο άγιος μας προσεύχεται θερμά στο Χριστό. Οι τίγρεις πλησιάζουν, αλλά… αντί να ορμήσουν πάνω του και να ξεσχίσουν τις σάρκες του, αυτές έγιναν πιο ήρεμες και από γάτες και παίζουν μαζί του σαν καλοί φίλοι.
Χαρά και χειροκροτήματα ανάμεσα στο πλήθος για τον Χριστόφορο, κάνουν τον Δέκιο να ουρλιάζει από θυμό και οργή.
Διατάζει τώρα να ανάψουν μια πολύ μεγάλη φωτιά και να ρίξουν τον άγιο μας μέσα.
Οι φλόγες κύκλωσαν τον άγιο αλλά δεν τον πείραξαν καθόλου. Προσευχόταν μέσα στη μέση της φωτιάς σαν να ήταν σε τόπο δροσερό και ευχάριστο. Ούτε μια τρίχα της κεφαλής του δεν πείραξε η φωτιά, η οποία άρχισε σιγά – σιγά να σβήνει, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των βασανιστών να την φουντώσουν πιο πολύ.
17. ΧΙΛΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
Το θαύμα αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στους παρευρισκομένους, οι οποίοι πίστεψαν αμέσως στο Χριστό. Μια δυνατή βοή, όμοια με τρομακτική βροντή, ακούστηκε από χίλιους περίπου ανθρώπους να λέει:
- Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών. Πιστεύουμε και εμείς στο Θεό του Χριστοφόρου. Είναι ο μόνος αληθινός Θεός.
Χίλιοι άνθρωποι έτρεξαν με λαχτάρα να βρεθούν κοντά στον Χριστιανό γίγαντα και να ομολογήσουν με θάρρος πως γίνονται Χριστιανοί.
Ο Δέκιος τα έχει χαμένα. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπει. Άλλοι υμνούν και δοξολογούν το Θεό των Χριστιανών και άλλοι κατηγορούν την θρησκεία των ειδώλων και τον ίδιο.
Ο ενθουσιασμός του κόσμου είναι μεγάλος. Η αναταραχή που γίνεται από το επαναστατημένο πλήθος τον τρομάζει. Εγκαταλείπει το θρόνο του και φοβισμένος αποσύρεται στην ασφάλεια του παλατιού του.
Ο Χριστόφορος μένει ελεύθερος, έστω και για λίγο, για να μιλήσει στο λαό που πίστεψε τις θεϊκές αλήθειες του Ευαγγελίου.
Οι ειδωλολάτρες ανησυχούν, πηγαίνουν στα ανάκτορα και ζητούν από το βασιλιά Δέκιο να θανατώσει τον Χριστόφορο και αυτούς που πίστεψαν στο Χριστό, γιατί, όπως του είπανε, κινδυνεύει η βασιλεία του.
Πράγματι, την άλλη μέρα, επ’ ευκαιρία που οι ειδωλολάτρες είχαν μεγάλη γιορτή των ψεύτικων θεών τους, διέταξε ο Δέκιος να συλληφθούν όλοι εκείνοι που έγιναν Χριστιανοί και να αποκεφαλιστούν.
Με ταχύτητα και πρωτοφανή αγριότητα, εκτελείται η διαταγή του ανθρωπόμορφου αυτού τέρατος. Σαν λυσσασμένοι λύκοι πέφτουν οι ειδωλολάτρες στρατιώτες πάνω στους Χριστιανούς και τους χτυπούν αλύπητα με τα ξίφη τους.
Ήταν 9 Απριλίου του 251 μ.Χ. όταν 1.000 άνθρωποι που πίστεψαν στο Χριστό, έμπαιναν με τον μαρτυρικό τους θάνατο στη Βασιλεία των Ουρανών!
18. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΤΑΙ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ
Για έναν ακόμα μήνα θα βασανίζει ο Δέκιος τον άγιο μας. Χρησιμοποιεί κάθε σατανική εφεύρεση μαρτυρίου για να λυγίσει την αντοχή και την πίστη του Χριστοφόρου.
Μια φορά, διέταξε να φτιάξουν ένα χάλκινο ένδυμα και, αφού το πυρώσουν καλά στη φωτιά μέχρι να κοκκινίσει, να του το φορέσουν. Περίμενε πως θα καιγόταν ο άγιος μας. Έγινε όμως και πάλι το θαύμα. Η φωτιά του πυρωμένου χαλκού δεν τον έκαψε αλλά τον άφησε σώο και αβλαβή.
Άλλοτε πάλι, αφού τον δέσανε χειροπόδαρα και του κρέμασαν στο κεφάλι ένα τόσο μεγάλο ογκόλιθο που χρειάστηκε πολλά άτομα να τον μετακινήσουν, τον έριξαν σ’ ένα βαθύ πηγάδι που ήταν γεμάτο δηλητηριώδη φίδια και ερπετά.
Άγγελος Κυρίου κατέβηκε στο πηγάδι, ελευθέρωσε τον Χριστόφορο και τον έβγαλε έξω ζωντανό και αβλαβή.
Όλα αυτά τα θαύματα χαλύβδωναν την πίστη των Χριστιανών και έκαναν ένα μεγάλο πλήθος κόσμου να απαρνείται τα είδωλα και να πιστεύει στο Χριστό.
Ο αυτοκράτορας ένιωθε την δύναμη αυτή της χριστιανικής πίστης να τον πνίγει. Έβλεπε μπροστά του έναν απλό άνθρωπο να διασύρει με τη δύναμη της πίστης του την αυτοκρατορική εξουσία του και σκύλιαζε από το κακό και την οργή του.
Ότι και αν έκανε για να τον μεταπείσει να θυσιάσει στα είδωλα, όχι μόνο αποτύγχανε, αλλά και γινόταν αφορμή για ένα καινούριο θαύμα.
Δεν άντεχε άλλο να βλέπει τον δημόσιο εξευτελισμό του, που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ.
Γι’ αυτό, τρέμοντας από την παράφορη οργή, υπόγραψε τη θανατική καταδίκη του αγίου Χριστοφόρου λέγοντας:
- Εγώ, ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων διατάσσω να αποκεφαλιστεί ο άχρηστος τούτος χριστιανός, ως καταφρονητής των βασιλικών μου διαταγμάτων.
19. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Οι Ρωμαίοι στρατιώτες οδήγησαν τον άγιο Χριστόφορο στον τόπο της εκτέλεσης. Πλήθος κόσμου, που είχε αγαπήσει τον Χριστιανό γίγαντα, ακολούθησε τους στρατιώτες και τον άγιο μας εκεί όπου επρόκειτο να αποκεφαλιστεί για την αγάπη του Χριστού.
Πριν σκύψει το κεφάλι στον δήμιο του, ζήτησε να τον αφήσουν λίγα λεπτά για να προσευχηθεί.
Η άδεια του δόθηκε και μέσα σε παράφορη χαρά, που σε λίγο θα ήταν στην αγκαλιά του Χριστού, γονάτισε και προσευχήθηκε ως εξής:
- Πολυαγαπημένε μου Κύριε Ιησού Χριστέ, σ’ ευχαριστώ που καταδέχτηκες να εμφανιστείς σ’ έναν ασήμαντο και αγροίκο άνθρωπο σαν και μένα, ώστε να σε γνωρίσω και να σε αγαπήσω με όλη μου την καρδιά. Σ’ ευχαριστώ που με δυνάμωσες με τη θεϊκή Σου παρουσία, ώστε να καταισχυνθεί ο εχθρός μας διάβολος και οι υπηρέτες του. Δυνάμωσε και ενίσχυσε όλους τους Χριστιανούς που υποφέρουν φριχτά βασανιστήρια από τον ασεβή Δέκιο. Αυτόν, όμως, τον παράφρονα αυτοκράτορα τιμώρησέ τον όπως του αξίζει για το αθώο αίμα των αγίων σου που έχυσε. Όσους επικαλούνται το όνομά μου στην προσευχή τους, φύλαγε τους από κάθε κακό και πειρασμό, για να δοξάζεται στους αιώνες το υπερύμνητο άγιο όνομά Σου.
Μόλις τέλειωσε την προσευχή του, ήρθε φωνή από τον Ουρανό, σαν βροντή δυνατή, που του είπε:
- Όσα μου ζήτησες, πιστό και αγαπημένο μου παιδί, σου το εκπληρώνω. Όσοι μου ζητούν με τις πρεσβείες σου τη θεϊκή μου βοήθεια θα τους δίνω πλούσια τη θεία Χάρη μου. Τώρα, έλα κοντά μου στη Βασιλεία των Ουρανών για να απολαύσεις την αιώνια ευτυχία και μακαριότητα!
Μόλις άκουσε αυτά ο άγιος, πλημμύρισε η καρδιά του από χαρά και ευτυχία. Άστραψε το πρόσωπό του και έγινε σαν τον ήλιο ολόλαμπρο. Μετά, χαμογέλασε γλυκά στον αγαπημένο του Ιησού, που είχε έρθει με τους αγίους αγγέλους Του να παραλάβουν την αγιασμένη ψυχή του, και έσκυψε το κεφάλι του στο δήμιο.
Με φόβο και τρόμο πλησίασε ο δήμιος για να εκτελέσει τη φριχτή εντολή που πήρε. Μπορεί να ήταν ειδωλολάτρης αλλά όλα αυτά που είδε και άκουσε τον έκαναν να σεβαστεί από φόβο και ευλάβεια τον άγιο μας.
Χρειάστηκε να τον παρακαλέσει ο άγιος για να εκτελέσει το φριχτό έργο για το οποίο διατάχτηκε.
Εκείνος, μόλις είδε το αιμόφυρτο σώμα του αγίου μας να κείτεται νεκρό στο χώμα και το αθώο αίμα του να ποτίζει τη γη, δεν άντεξε αυτό που έκανε και έμπηξε στη συνέχεια το ξίφος και στη δική του καρδιά, για να πεθάνει πάνω στο τιμημένο σώμα του μεγαλομάρτυρα αγίου Χριστοφόρου.
Ήταν η 9η Μαΐου του έτους 251 μ.Χ.
Το λείψανο του αγίου Χριστοφόρου πήρε ο επίσκοπος Αττάλειας Πέτρος και το έφερε στην πατρίδα του, τον Πόντο, στην επισκοπή Αττάλειας.
Εκεί, δίπλα σ’ έναν ποταμό που συνέχεια ξεχείλιζε και κατάστρεφε την πόλη και τις σοδειές των ανθρώπων, έφερε και τοποθέτησε μέσα σ’ ένα μικρό ναό που έφτιαξε προς τιμήν του αγίου, ένα μικρό τεμάχιο από τα άγια λείψανα. Από τότε, ο ποταμός αυτός δεν ξαναπλημμύρισε και δεν έβλαψε ποτέ ούτε την πόλη αλλά ούτε και τις σοδειές των ανθρώπων, για να δοξάζεται έτσι το όνομα του Θεού και του αγαπημένου Του αγίου Χριστοφόρου.
Χιλιάδες ήταν οι Χριστιανοί, που ερχόντουσαν να προσκυνήσουν τον άγιο και να γιατρευτούν από τις διάφορες αρρώστιες τους.
Τυφλοί ξανάβρισκαν το φως τους, παράλυτοι περπατούσαν, δαιμονισμένοι ελευθερωνόντουσαν από τα σκοτεινά δεσμά του δαίμονα και γενικά, κάθε αρρώστια έφευγε με τις πρεσβείες του αγίου Χριστοφόρου.
Όσο πάλι για τον ασεβή Δέκιο, όπως προφήτεψε ο άγιος, αυτός και ο γιος του, λίγο καιρό μετά το θάνατο του αγίου μας, σκοτώθηκαν στη μάχη από το ξίφος των Γότθων, ενώ το σώμα του αυτοκράτορα είχε προσβληθεί από αρρώστια φοβερή και ανίατη, που τον έκανε να υποφέρει αβάσταχτους πόνους και μαρτύρια.
Αυτός ήταν, φιλόθεοι χριστιανοί, ο βίος του αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρα Χριστοφόρου, με τις ευχές του οποίου, είθε ο σπλαχνικός μας Σωτήρας Χριστός να χαρίσει και σε μας τους αμαρτωλούς το θείο Του έλεος.
(Βίος υπό του π. Ελπιδίου Βαγιανάκη, Εκδόσεις Φως Χριστού)
________________________________________________________________________________
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Στολαῖς ταῖς ἐξ αἵματος, ὡραϊζόμενος, Κυρίῳ παρίστασαι, τῷ Βασιλεῖ οὐρανῶν, Χριστοφόρε ἀοίδιμε· ὅθεν σὺν Ἀσωμάτων, καὶ Μαρτύρων χορείαις, ᾄδεις τῆ τρισαγίῳ, καὶ φρικτῇ μελωδίᾳ, διὸ ταῖς ἱκεσίαις ταῖς σαῖς, σῶζε τοὺς δούλους σου.