(24 Σεπτεμβρίου)
Γεννήθηκε το 1866 στο χωριό Σόβοκ της επαρχίας Λεμπεντίσκ, της διοίκησης Ταμπώφ, της Ρωσίας και το κοσμικό του όνομα ήταν Συμεών Ιβάνοβιτς Αντόνωφ. Στη Ρωσία ασκούσε το επάγγελμα του ξυλουργού. Ο πατέρας του αναλάμβανε εργολαβίες και στο συνεργείο του δούλευαν και τα πέντε αγόρια του. Είχε και δύο αδελφές.
Όταν ήταν 4 και κάτι χρονών ο πατέρας του φιλοξένησε έναν πλανόδιο πωλητή βιβλίων ο οποίος προσπάθησε να τους αποδείξει ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός και ότι γενικά δεν υπάρχει Θεός. Στον μικρό Συμεών έκαναν μεγάλη εντύπωση τα λόγια του: «Πού είναι λοιπόν αυτός ο Θεός»; Και σκέφθηκε: «Όταν μεγαλώσω, θα γυρίσω όλην τη γη για να βρω τον Θεό».
Όταν ήταν 19 χρονών άκουσε διηγήσεις για κάποιον θαυματουργό άγιο, τον έγκλειστο Ιωάννη Σεζένωφ (1791-1839) και τότε ελευθερώθηκε από το λογισμό που είχε σπείρει μέσα του εκείνος ο άθεος πλασιέ και τον στενοχωρούσε τόσα χρόνια. Όταν άκουσε τις διηγήσεις για τα θαύματα του αγίου Ιωάννη, που τις επιβεβαίωναν πολλοί, σκέφθηκε: «Αν αυτός είναι άγιος, άρα ο Θεός είναι μαζί μας, και δεν είναι ανάγκη να γυρίσω όλο τον κόσμον για να Τον βρω». Με αυτή τη σκέψη πυρώθηκε από αγάπη για τον Θεό.
Η χαρά του Συμεών ήταν μεγάλη, γιατί ξαναβρήκε τη πίστη, κι ο νους του κόλλησε στη μνήμη του Θεού και προσευχόταν πολύ με δάκρυα. Αισθάνθηκε τον πόθο να γίνει μοναχός. Ζήτησε την ευχή του πατέρα του να πάει στη Μεγάλη Λαύρα του Κιέβου, όμως ο εκείνος του απάντησε: «Υπηρέτησε πρώτα τη στρατιωτική σου θητεία, και μετά είσαι ελεύθερος να πας».
Έμεινε άλλους 3 μήνες σε αυτή την κατάσταση, αλλά, μετά η χάρη τον εγκατέλειψε κι άρχισε πάλι την παλιά του ζωή, παρέες, ποτά, γλέντια. Τελικά έμπλεξε και με μια κοπέλα και πριν τεθεί θέμα γάμου, συνέβη μεταξύ τους το «σύνηθες». Την άλλη μέρα το πρωί ο πατέρας του είπε: «Πού ήσουν χθες; Εθλίβετο η καρδία μου». Όταν τελικά αποφάσισε να γίνει μοναχός προσευχόταν να τακτοποιηθεί το θέμα της κοπέλας και τον καιρό που ήταν στο στρατό πέρασε ένας έμπορος από το χωριό τους, την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε.
Κάποια Παρασκευή ξεχάστηκε κι ετοίμασε χοιρινό για το οικογενειακό τραπέζι. Το έφαγαν και ο πατέρας του μετά μισό χρόνο του είπε ότι τότε έτρωγε εκείνο το κρέας σαν να ήταν πτώμα. Δεν του το ανέφερε νωρίτερα για να μην τον στενοχωρήσει.
Ήταν εξαιρετικά δυνατός. Μια φορά είχε φάει πενήντα αυγά ή τύχαινε να πιει σε μια νύχτα τρία λίτρα βότκα χωρίς να μεθάει. Κάποτε κράτησε ακίνητο ένα άλογο για να μπορέσει ο ιδιοκτήτης του να σπάσει τον πάγο που είχε στα πόδια. Με γυμνά χέρια μετέφερε χύτρα γεμάτη βραστό ζωμό. Με τη γροθιά του έσπαζε χοντρές σανίδες και μπορούσε να σηκώνει μεγάλα βάρη. Άντεχε το κρύο και τη ζέστη. Μπορούσε να τρώει πολύ και να δουλεύει πολύ.
Κάποτε του επιτέθηκαν δύο αδέλφια, σκέφτηκε να φύγει, αλλά για να μη γίνει ρεζίλι στα κορίτσια του χωριού που παρακολουθούσαν, έμεινε και πάλεψε. Χτύπησε τον έναν που ήταν τεραστίων διαστάσεων δυνατά στο στήθος. Τον ξάπλωσε κάτω, έβγαζε αφρούς από το στόμα, τον μετέφεραν κουβαλητό κι έκανε δύο μήνες να σηκωθεί από το κρεβάτι. Από τότε έπρεπε να προσέχει τα βράδυα γιατί του έστηναν καρτέρι οι φίλοι του. Ζώντας αυτή τη ζωή σιγά-σιγά έσβησε μέσα του ο πόθος για το μοναχισμό.
Κάποια μέρα είδε στον ύπνο του ότι ένα φίδι μπήκε από το στόμα μέσα του κι αισθάνθηκε φοβερή αηδία. Τινάχτηκε πάνω κι άκουσε τα παρακάτω λόγια: «Κατέπιες στο όνειρο σου φίδι κι αισθάνθηκες αηδία. Το ίδιο κι Εμένα δεν μου αρέσει να βλέπω τα έργα σου». Ο Συμεών δεν είδε κανέναν αλλά άκουσε μόνο μια φωνή γλυκιά και όμορφη. Θεώρησε ότι ήταν η φωνή της Παναγίας και συγκλονίστηκε. Αυτό του συνέβει λίγο πριν πάει στο στρατό και άλλαξε τελείως τη ζωή του. Ντράπηκε για το παρελθόν του και η απόφαση του μόλις τελειώσει με το στρατό να πάει σε μοναστήρι επέστρεψε με μεγαλύτερη δύναμη.
Ως στρατιώτης υπηρέτησε στην Πετρούπολη. Κάποτε που περπατούσε στην ύπαιθρο, ένα λυσσασμένο σκυλί έτρεχε κατά πάνω του και ήταν έτοιμο να του ορμήξει. Με φόβο φώναξε: «Κύριε, ελέησον»! Αμέσως το σκυλί άλλαξε κατεύθυνση κι έφυγε. Το συμβάν αυτό του έκανε βαθειά εντύπωση και προσκολλήθηκε ακόμη περισσότερο στη μνήμη του Θεού.
Κάποια μέρα είδε έναν συστρατιώτη του θλιμμένο. Σε λίγο θα απολυόταν και είχε μάθει ότι η γυναίκα του είχε γεννήσει από κάποιον άλλο. Ο Συμεών του θύμησε ότι κι αυτός αρκετές φορές είχε πάει με άλλες γυναίκες. Η γυναίκα του μπορεί μια φορά να το έκανε και να έμεινε έγκυος. Τον έπεισε να την συγχωρέσει και να δεχτεί το παιδί σαν δικό του. Μετά από καιρό ο συστρατιώτης του έστειλε γράμμα και τον ευχαριστούσε για τη σοφή συμβουλή που του είχε δώσει. Από πολύ νέος είχε καταλάβει ο Συμεών ότι για να μπορέσουν οι άνθρωποι να συμβιώσουν πρέπει να αναγνωρίζει ο καθένας τα λάθη του.
Λίγο πριν απολυθεί επισκέφθηκε τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης. Δεν τον βρήκε και του άφησε ένα σημείωμα όπου έγραφε: «Άγιε Πάτερ, θέλω να γίνω μοναχός. Προσευχήθητε να μη με κρατήσει ο κόσμος». Από την επόμενη μέρα αισθανόταν «να βουίζουν αι φλόγες του άδου» γύρω του.
Όταν απολύθηκε έμεινε μόνο μία εβδομάδα στο σπίτι του κι έφυγε για το Άγιον Όρος. Το φθινόπωρο του 1892 έφθασε, ο Συμεών, στο Άγιον Όρος και μπήκε στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, στο «Ρωσικό» μοναστήρι. Το 1911 έγινε μεγαλόσχημος. Το 1905 βγήκε για λίγο από το Άγιον Όρος και επισκέφθηκε τα μοναστήρια της πατρίδας του. Εκοιμήθη στις 24 Σεπτεμβρίου του 1938. Το 1988, 50 χρόνια ακριβώς μετά την κοίμηση του, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατέταξε τον άγιο Σιλουανό μεταξύ των αναγνωρισμένων αγίων της Εκκλησίας.
Ο άγιος Σιλουανός ήταν λίγο ψηλότερος από τον μέσο άνδρα. Ρωμαλαίο κορμί, μεγάλα πέλματα, μεγάλες παλάμες κι ανάλογα δάκτυλα. Μάτια βαθύχρωμα, όχι μεγάλα, βλέμμα επιεικές, προσεκτικό, διορατικό. Τα μαλλιά μαύρα μέχρι τα γεράματα. Στις φωτογραφίες τα έντονα ανδρικά τουχαρακτηριστικά φαίνονται σκληρά, ενώ στη πραγματικότητα η όψη του ήταν ειρηνική, συμπαθής, με γαλήνιο βλέμμα. Το πρόσωπο του αν και ήταν ωχρό από τον λίγο ύπνο και τη πολλή νηστεία δεν ήταν τραχύ.
Κάποιες φορές όμως μεταμορφωνόταν και γινόταν αγνώριστος. Το χλωμό πρόσωπο του αποκτούσε τέτοια φωτισμένη έκφραση, γινόταν τόσο καταπληκτικό που δεν άντεχες να το κοιτάξεις. Τότε θυμόμουν την Αγία Γραφή που λέει ότι λόγω της δόξας του προσώπου του Μωυσή ο λαός φοβόταν να τον κοιτάξει.
Φορούσε χοντροκομμένα ρούχα, όπως οι εργάτες μοναχοί, και ντυνόταν με πολλά ρούχα ακόμη και το καλοκαίρι γιατί έπασχε από ρευματισμούς. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο Παλαιό Ρωσικό έπαθε ψύξη στο κεφάλι και μαρτυρικοί πονοκέφαλοι τον ανάγκαζαν να παραμένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
Ήταν ολιγογράμματος. Στο σχολείο του χωριού του είχε φοιτήσει μόνο «δύο χειμώνες» αλλά λόγω της συχνής ανάγνωσης της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων έδινε την εντύπωση εγγράμματου ανθρώπου. Από τη φύση του ήταν έξυπνος, αλλά η μακρόχρονη εμπειρία του πνευματικού αγώνα και της εσωτερικής νοεράς προσευχής, των μεγάλων δοκιμασιών και των εξαιρετικών θείων επισκέψεων τον είχαν κάνει υπεράνθρωπα σοφό και οξυδερκή.
Ο άγιος Σιλουανός ήταν άνθρωπος με πραγματικά τρυφερή καρδιά, συγκινητική αγάπη και εξαιρετική λεπτότητα και ευσπλαχνία χωρίς καμιά θηλυπρεπή συναισθηματικότητα. Το συνεχώς βαθύ πνευματικό του πένθος ποτέ δεν εκφραζόταν με συναισθηματικά κλαψουρίσματα. Η ακοίμητη εσωτερική του ένταση δεν είχε ούτε υποψία νευρικότητας.
Ήταν άνθρωπος, ανδρείος και πράος, εντελώς άφοβος κι ελεύθερος χωρίς όμως ούτε ίχνος θρασύτητας. Το μόνο που φοβόταν ήταν να μην λυπήσει τον Θεό.
Συχνά, όταν συνομιλούσε με κάποιον, είχε την δύναμη να επιδρά στον συνομιλητή του μέσω της προσευχής και να του δίνει να βιώσει τις καταστάσεις για τις οποίες μιλούσε.
Κάποτε σε συζήτηση που είχε με έναν μεγάλο ρώσο ασκητή, τον πατέρα Στρατόνικο σε ερώτηση του «πώς μιλάνε οι τέλειοι;» ο γέροντας Σιλουανός απάντησε: «δεν λένε τίποτα δικό τους, τίποτα από τον εαυτό τους, λένε μόνο ότι τους δίνει το Άγιο Πνεύμα». Ο Στρατόνικος εκείνη τη στιγμή βίωσε την κατάσταση για την οποία του μίλησε ο Σιλουανός. Του αποκαλύφθηκε νέο μυστήριο της πνευματικής ζωής που του ήταν μέχρι τότε άγνωστο: το μυστήριο της γεννήσεως στη καρδιά λόγου εμπνευσμένου από το Θεία Χάρη.
Η καρδιά του ήταν ευαίσθητη και συνέπασχε με όλη την κτίση. Κάποτε ενώ περπατούσαμε σε ένα μονοπάτι έξω από το Μοναστήρι χτύπησα με το ραβδί μου την κορυφή των βλαστών ώστε να εμποδίσω την ωρίμανση των σπόρων, για να μη κλείσουν το μονοπάτι. Η πράξη μου αυτή φάνηκε βάναυση στον Γέροντα, και κούνησε ελαφριά το κεφάλι του. Ο Γέροντας έλεγε ότι το Πνεύμα του Θεού διδάσκει την ευσπλαχνία για όλη τη κτίση. Γνώριζε όμως ότι όλη η κτίση δημιουργήθηκε για να υπηρετεί τον άνθρωπο, οπότε όταν υπάρχει ανάγκη μπορεί ο άνθρωπος να χρησιμοποιεί τα πάντα. Ο ίδιος θέριζε το χορτάρι, έκοβε ξύλα στο δάσος, έτρωγε ψάρια.
Ήταν καταπληκτική αφ’ ενός η ευαισθησία του για τα ζώα, έκλαψε κάποτε που χωρίς ανάγκη σκότωσε μια μύγα, ή σκότωσε νυχτερίδες στο «Κατάστημα» όπου εργαζόταν. Όμως για τα ζώα θεωρούσε ότι είναι «γη» στην οποία δεν πρέπει να προσκολλάται ο νους του ανθρώπου. Θεωρούσε διαστροφή την προσκόλληση προς τα ζώα που παίρνει τη μορφή «φιλίας». Όποιος αγαπά αληθινά τον άνθρωπο και στις προσευχές του πενθεί για όλο τον κόσμο δεν προσκολλάται στα ζώα.
Το φθινόπωρο του 1892 έφθασε ο Συμεών στο Άγιον Όρος. Σύμφωνα με το έθιμο πέρασε μερικές μέρες σε πλήρη ησυχία για να θυμηθεί τα αμαρτήματα της ζωής του. Το μαρτύριο της κόλασης που βίωνε μετά την επίσκεψη του στον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης γέννησε μέσα του φλογερή μετάνοια. Με μεγάλο φόβο εξομολογήθηκε τα αμαρτήματα του κι ο πνευματικός του είπε: «εξομολογήθηκες τα αμαρτήματα σου μπροστά στο Θεό, γνώριζε ότι όλα σου έχουν συγχωρεθεί. Πορεύου εν ειρήνη και χαίρε». Όταν ο Συμεών άκουσε αυτά τα λόγια, μη γνωρίζοντας ότι χρειάζεται εγκράτεια και στη χαρά, έχασε την πνευματική ένταση, την κατάσταση στην οποία βρισκόταν μετά την επίσκεψη του στον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης. Άρχισε να έχει σαρκικούς λογισμούς, πρόσβαλλαν το νου του δελεαστικές εικόνες κι ο λογισμός του έλεγε: «πήγαινε να παντρευτείς». Όταν τα εξομολογήθηκε ο πνευματικός του είπε: «μη δέχεσαι ποτέ λογισμούς» και για τα επόμενα σαράντα έξι χρόνια της μοναχικής του ζωής ποτέ του δεν δέχθηκε πορνικό λογισμό.
Προσευχόταν με ένταση και βαριά οδύνη και ζητούσε από τον Δυνάμενο να τον σώσει. Τρεις βδομάδες περίπου μετά ενώ προσευχόταν μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, η προσευχή εισήλθε στην καρδιά του και άρχισε να τελείται εκεί μέρα-νύχτα. Ένα βράδυ το κελί του πλημμύρισε από ασυνήθιστο φως το οποίο διαπερνούσε το σώμα του, το έκανε διαφανές σε σημείο να βλέπει μέσα από τον θώρακα του τα όργανα του σώματος του. Ο λογισμός του έλεγε: «δέξου το είναι η χάρη». Αυτός όμως παρέμενε σε απορία. Μετά από αυτό το γεγονός το πνεύμα της συντριβής απομακρύνθηκε. Έχασε το πνεύμα της μετάνοιας. Προσευχόταν πλέον χωρίς κατάνυξη. Μετά την όραση εκείνου του φωτός άρχισαν να του εμφανίζονται δαίμονες κι αυτός άρχισε να συνομιλεί μαζί τους. Οι επιθέσεις σιγά-σιγά δυνάμωναν. Άλλοτε τον ανέβαζαν στον ουρανό κι άλλοτε τον έριχναν στην άβυσσο της απώλειας. Κοιμόταν δύο περίπου ώρες το εικοσιτετράωρο. Εξαντλήθηκε, έφτασε σε πλήρη απόγνωση και μια μέρα πριν το εσπερινό σκέφθηκε: «Θεόν εκδυσωπήσαι αδύνατον!» με τον λογισμό αυτό αισθάνθηκε πλήρη εγκατάλειψη, η ψυχή του επί μία ώρα περίπου βυθίστηκε σε σκοτάδι απερίγραπτης αγωνίας.
Στον εσπερινό, στον τόπο της εικόνας του Σωτήρος είδε ζωντανό τον Χριστό. Ο Κύριος με ακατάληπτο τρόπο φανερώθηκε στον νεαρό δόκιμο και όλη του η ύπαρξη, και το σώμα του, γέμισε με το πυρ της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, το πυρ που έφερε ο Κύριος στη γη με την έλευση Του. Ο Συμεών ένιωσε μεγάλη εξάντληση και ο Κύριος εξαφανίστηκε. Το Θείο Φως τον περιέλαμψε, βγήκε από αυτόν τον κόσμο και ανέβηκε στον Ουρανό, όπου άκουσε άρρητα ρήματα, έλαβε νέα γέννηση άνωθεν. Η γαλήνια μορφη του Χριστού τον αιχμαλώτησε ολόκληρο, ηρπάγη στην θεωρία της Θεότητος έξω από τα σχήματα του κόσμου. Γνώρισε τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα που ενήργησε μέσα του. Όπως βεβαιώνει στα γραπτά του, όταν ο Κύριος εμφανίζεται στην ψυχή, εκείνη δεν μπορεί να μην Τον αναγνωρίσει, Αυτόν ως Ποιητή και Θεό της.
Δια του αγίου Σιλουανού η πρόνοια του Θεού έδωσε στον κόσμο νέο υπόδειγμα, νέα μαρτυρία για την άμετρη αγάπη Του, ώστε δια του Σιλουανού να ορθωθούν οι παραλελυμένοι από την απόγνωση άνθρωποι της εποχής μας. Ο λόγος του Χριστού για τον Σιλουανό δεν ήταν ηθικές εντολές αλλά το Ζωοποιούν Πνεύμα, αυτή η ίδια η αιώνια ζωή, ο Θεός εν τη ενεργεία Του. Αμαρτία δεν είναι η παράβαση ηθικών κανόνων αλλά η αποστασία από την αιώνια Θεία ζωή. Ο γέροντας Σιλουανός αισθανόταν αφόρητο πόνο από την αμαρτία και η μετάνοια του ήταν ακράτητη και επίμονη μετά κλαυθμού, μέχρι να αισθανθεί η ψυχή του τη συγχώρηση του Θεού, την εναργή επανάκτηση της Χάρης. Μετανοώντας δεν ζητούσε μόνο συγνώμη, την οποία εύκολα δίνει ο Θεός και για ένα απλό στεναγμό μεταμέλειας. Ζητούσε άφεση ώστε η Χάρη αισθητά να επανακάμψει στην ψυχή. Ζητούσε αν ελευθερωθεί από τον «νόμο της αμαρτίας». Άκουγε και εφάρμοζε με επιμέλεια τις συμβουλές του γέροντα Ανατόλιου και κάποτε ο πατήρ Ανατόλιος με φανερή έκπληξη του είπε: «Αν τώρα είσαι τέτοιος, πώς θα είσαι όταν γεράσεις!» Ο πατήρ Ανατόλιος ήταν επιμελής ασκητής, είχε γεράσει στην άσκηση και ήταν φυσικό να εκπλαγεί από πνευματικά βιώματα του νεαρού μοναχού αλλά ήταν λάθος του να εκφραστεί έτσι. Έδωσε στον νεαρό αθλητή αφορμή κενοδοξίας. Άρχισαν να του εμφανίζονται δαίμονες και να τον πολεμούν σφοδρά την ώρα της προσευχής.
Στον αγώνα του για τη διαφύλαξη της χάρης ο μοναχός Σιλουανός έφτασε σε μέτρα που στον κοινό άνθρωπο θα φανούν ανεπίτρεπτα σκληρά, θα φανούν ως διαστροφή του Χριστιανισμού. Η ψυχή όμως που γνώρισε τον Θεό, που υψώθηκε από στην θεωρία του κόσμου του αιωνίου φωτός και μετά έχασε τη χάρη βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση που όποιος δεν το έζησε δεν μπορεί να το καταλάβει. Αυτός που γνώρισε την απερίγραπτη γλυκύτητα της αγάπης του Θεού δεν μπορεί πλέον να γοητευθεί ή να πλανηθεί από την επίγεια ζωή, από αυτόν τον κόσμο. Η επίγεια ζωή γίνεται καταθλιπτικό φορτίο και με κλαυθμό ζητά πάλι εκείνη την ζωή την οποία άγγιξε. Άνδρας που έχασε την αγαπημένη του γυναίκα, μητέρα που στερήθηκε τον μονάκριβο γιο της, μόνο εν μέρει μπορούν να συλλάβουν την οδύνη που βιώνει αυτός που έχασε τη Χάρη, γιατί η αγάπη του Θεού είναι απείρως ανώτερη από οποιαδήποτε ανθρώπινη αγάπη.
Δεκαπέντε χρόνια πέρασαν από την ημέρα της εμφανίσεως του Κυρίου στον Σιλουανό και οι δαίμονες τον πολεμούν σφοδρά. Ένα βράδυ σηκώθηκε να κάνει μετάνοιες αλλά είδε μπροστά του γιγάντια μορφή δαίμονα να στέκεται μπροστά στην εικόνα για να δεχτεί αυτός την προσκύνηση. Το κελλί ήταν γεμάτο δαίμονες. Ο Σιλουανός κάθισε πάλι στο σκαμνί, έσκυψε το κεφάλι και πρόφερε τη προσευχή: «Κύριε, βλέπεις ότι θέλω να προσευχηθώ με καθαρό νου, αλλά οι δαίμονες δεν με αφήνουν. Δίδαξε με τι πρέπει να κάμνω για να μην με ενοχλούν».
Και άκουσε την απάντηση:
«Οι υπερήφανοι πάντοτε έτσι υποφέρουν από τους δαίμονες».
«Κύριε δίδαξε με τι πρέπει να κάνω για να ταπεινωθεί η ψυχή μου».
«Κράτα τον νου σου στον άδη και μη απελπίζεσαι»!
Ήταν μαθημένος να κρατάει τον νου του στον άδη. Το καινούργιο ήταν το «μην απελπίζεσαι». Προηγουμένως έφθανε μέχρι του σημείου της απελπισίας. Τώρα διδάχθηκε ότι ρίζα όλων των αμαρτιών, σπόρος του θανάτου, είναι η υπερηφάνεια. Ότι ο Θεός είναι ταπείνωση. Έμαθε ότι η ταπείνωση είναι ιδίωμα της Θείας αγάπης, του Θείου Είναι. Ότι όποιος θέλει να ενωθεί με τον Θεό πρέπει να ενδυθεί την ταπείνωση. Έμαθε ότι όλος ο αγώνας οφείλει να κατευθύνεται προς την απόκτηση της ταπείνωσης.
Η ψυχή του Σιλουανού πλέον πανηγυρίζει. Του δόθηκε να γνωρίσει το μέγα μυστήριο του Είναι, να το γνωρίσει οντολογικά, βιωματικά! Η πρώτη εμφάνιση του Κυρίου ήταν γεμάτη απερίγραπτο φως, πλούτο αισθημάτων, δύναμη αγάπης, χαρά αναστάσεως, πραγματική, βιωματική, υπέρβαση του θανάτου. Όμως εκείνο το φως κρύφτηκε. Τώρα κατάλαβε ότι η ψυχή του τότε δεν είχε ούτε την ορθή γνώση, ούτε τις απαιτούμενες δυνάμεις για να το διαφυλάξει. Του φανερώθηκε το αληθινό νόημα της απάντησης του αββά Ποιμένα προς τους μαθητές του: «Πιστέψτε τέκνα μου. Στον τόπο όπου βάλλεται ο σατανάς, εκεί βάλλομαι». Κατάλαβε την αξία του λογισμού που δίδαξε ο υποδηματοποιός στον Μέγα Αντώνιο: «Όλοι σώζονται, εγώ δε μόνος απόλλυμαι». Είδε ότι η υπερηφάνεια είναι η πανώλεθρος δύναμη που απομακρύνει τους ανθρώπους από τον Θεό και γεμίζει τον κόσμο δυστυχία και θλίψεις. Αυτή είναι η μάστιγα της ανθρωπότητας, το διαβολικό σπέρμα του θανάτου, ο ιός της απωλείας, που βυθίζει όλη τη γη στο σκοτάδι της απόγνωσης. Πλέον ο πατήρ Σιλουανός θα συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στον αγώνα για την απόκτηση της ταπείνωσης του Χριστού.
Η πνευματική αυτή εργασία ταχέως τον οδήγησε στην ειρήνη της ψυχής και στην καθαρή προσευχή. Η Χάρη πλέον δεν τον εγκαταλείπει, την φέρει αισθητά στην καρδιά του, αισθάνεται τη ζωντανή παρουσία του Θεού. Η βαθειά ειρήνη του Χριστού πλημμυρίζει τη ψυχή του και το Άγιο Πνεύμα τον γεμίζει με δύναμη αγάπης. Άλλα δεκαπέντε χρόνια πέρασαν μέχρις ότου λάβει τη δύναμη να αποκρούει με απλή εσωτερική κίνηση του νου κάθε λογισμό, κάθε πειρασμό. Και ενώ ελευθερώνεται από όσα τον έπλητταν βαρέως τόσα χρόνια αρχίζει ένα καινούργιο στάδιο. Η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. «Να προσεύχεσαι υπέρ των ανθρώπων σημαίνει να χύνεις αίμα», έλεγε ο γέροντας Σιλουανός. Η αγάπη του Χριστού είναι μακαριότητα που δεν συγκρίνεται καμιά μακαριότητα αυτού του κόσμου και συγχρόνως είναι πάθος, είναι μαρτύριο μέχρι θανάτου. Να αγαπάς με την αγάπη του Χριστού σημαίνει να πίνεις εκείνο το ποτήριο που Αυτός ο Άνθρωπος-Χριστός ζήτησε από τον Πατέρα να παρέλθει από Αυτόν. Με την καθαρή προσευχή ο ασκητής εισέρχεται στην καρδιά του, πρώτα στην σάρκινη καρδιά, τελικά στην «βαθεία» καρδία, την πνευματική, και μέσα σ’ αυτήν βλέπει ότι το είναι όλης της ανθρωπότητας δεν του είναι κάτι το ξένο, αλλά ότι είναι αχώριστα συνδεδεμένο με την προσωπική του ύπαρξη. «Ο αδελφός μας είναι η ζωή μας», έλεγε ο Γέροντας Σιλουανός. Με την αγάπη του Χριστού αισθανόμαστε όλους τους ανθρώπους ως αναπόσπαστο μέρος της υποστατικής μας υπάρξεως, του εαυτού μας, του «εγώ» μας.
Κάποιοι ασκητές μετά που ελευθερώθηκαν από δικά τους πάθη αισθάνθηκαν να χαλαρώνει μέσα τους η αγωνιστικότητα τους και γι’ αυτό έφτασαν στο σημείο να ζητάνε από τον Χριστό να επιστρέψουν τα πάθη ώστε να έχουν λόγο να αγωνίζονται και να μην χαλαρώνουν. Ο γέροντας Σιλουανός τώρα κατάλαβε ότι αυτό ήταν λάθος. Το επόμενο στάδιο είναι η προσευχή υπέρ όλης της ανθρωπότητας που φέρνει τον προσευχόμενο σε επαφή με το τεραστίων διαστάσεων κοσμικό κακό, τον κάνει να βιώνει την αμαρτία όλου του κόσμου ως δική του και δίνει ατέλειωτα «καύσιμα» στο καμίνι της πύρινης προσευχής υπέρ του «όλου Αδάμ».
Ο Γέροντας Σιλουανός άρχισε να αντιλαμβάνεται την εντολή «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» όχι ως ηθικό κανόνα. Το «ως σεαυτόν» δεν έχει πλέον το νόημα «τόσο όσο τον εαυτό σου» αλλά «σαν εαυτό σου» δηλαδή να αγαπάς τον πλησίον νιώθοντας τον εαυτό σου, νιώθοντας την οντολογική κοινότητα, ενότητα της ανθρώπινης φύσης. Άρχισε να βιώνει το μυστήριο του «Όλου Αδάμ». Ο Υιός του ανθρώπου φέρει εν Εαυτώ ολόκληρη την ανθρωπότητα και έπαθε για «όλον τον Αδάμ». Το Πνεύμα το Άγιο διδάσκοντας στον Σιλουανό την αγάπη του Χριστού, του έδιδε το χάρισμα να ζει την αγάπη αυτή η οποία περιπτύσσεται όλη την ανθρωπότητα. Στην επίγεια ζωή υπάρχει διαδοχική σειρά, αλλά στην αιωνιότητα ΟΛΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ. Ο γέροντας Σιλουανός προσευχόταν πλέον για όλους τους νεκρούς οι οποίοι βρίσκονται εν βασάνοις, προσευχόταν για όλους τους ζωντανούς ακόμη και για τις επερχόμενες γενιές, προσευχόταν υπέρ του «όλου Αδάμ», για όλη την ανθρωπότητα από τον πρώτο Αδάμ μέχρι τον τελευταίο που θα γεννηθεί από γυναίκα. Η σκέψη ότι κάποιοι άνθρωποι θα βασανίζονται στο «σκότος το εξώτερο» του ήταν αφόρητη. Προσευχόταν υπέρ όλης της ανθρωπότητας. «Όταν ο νους είναι όλος στον Θεό, τότε ο κόσμος λησμονείται εντελώς» έλεγε. Όταν όμως για άγνωστη αιτία λαμβάνει τέλος η διαμονή στον Θεό, τότε η ψυχή παύει να προσεύχεται, ειρηνεύει, πληρούται αγάπης και βαθείας αναπαύσεως, και συγχρόνως κατέχεται από λεπτή λύπη για την απομάκρυνση του Κυρίου, γιατί η ψυχή ποθεί να μένει αιωνίως μαζί Του.
Κάποια μέρα είδε έναν συστρατιώτη του θλιμμένο. Σε λίγο θα απολυόταν και είχε μάθει ότι η γυναίκα του είχε γεννήσει από κάποιον άλλο. Ο Συμεών του θύμησε ότι κι αυτός αρκετές φορές είχε πάει με άλλες γυναίκες. Η γυναίκα του μπορεί μια φορά να το έκανε και να έμεινε έγκυος. Τον έπεισε να την συγχωρέσει και να δεχτεί το παιδί σαν δικό του. Μετά από καιρό ο συστρατιώτης του έστειλε γράμμα και τον ευχαριστούσε για τη σοφή συμβουλή που του είχε δώσει. Από πολύ νέος είχε καταλάβει ο Συμεών ότι για να μπορέσουν οι άνθρωποι να συμβιώσουν πρέπει να αναγνωρίζει ο καθένας τα λάθη του.
Λίγο πριν απολυθεί επισκέφθηκε τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης. Δεν τον βρήκε και του άφησε ένα σημείωμα όπου έγραφε: «Άγιε Πάτερ, θέλω να γίνω μοναχός. Προσευχήθητε να μη με κρατήσει ο κόσμος». Από την επόμενη μέρα αισθανόταν «να βουίζουν αι φλόγες του άδου» γύρω του.
Όταν απολύθηκε έμεινε μόνο μία εβδομάδα στο σπίτι του κι έφυγε για το Άγιον Όρος. Το φθινόπωρο του 1892 έφθασε, ο Συμεών, στο Άγιον Όρος και μπήκε στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, στο «Ρωσικό» μοναστήρι. Το 1911 έγινε μεγαλόσχημος. Το 1905 βγήκε για λίγο από το Άγιον Όρος και επισκέφθηκε τα μοναστήρια της πατρίδας του. Εκοιμήθη στις 24 Σεπτεμβρίου του 1938. Το 1988, 50 χρόνια ακριβώς μετά την κοίμηση του, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατέταξε τον άγιο Σιλουανό μεταξύ των αναγνωρισμένων αγίων της Εκκλησίας.
Ο άγιος Σιλουανός ήταν λίγο ψηλότερος από τον μέσο άνδρα. Ρωμαλαίο κορμί, μεγάλα πέλματα, μεγάλες παλάμες κι ανάλογα δάκτυλα. Μάτια βαθύχρωμα, όχι μεγάλα, βλέμμα επιεικές, προσεκτικό, διορατικό. Τα μαλλιά μαύρα μέχρι τα γεράματα. Στις φωτογραφίες τα έντονα ανδρικά τουχαρακτηριστικά φαίνονται σκληρά, ενώ στη πραγματικότητα η όψη του ήταν ειρηνική, συμπαθής, με γαλήνιο βλέμμα. Το πρόσωπο του αν και ήταν ωχρό από τον λίγο ύπνο και τη πολλή νηστεία δεν ήταν τραχύ.
Κάποιες φορές όμως μεταμορφωνόταν και γινόταν αγνώριστος. Το χλωμό πρόσωπο του αποκτούσε τέτοια φωτισμένη έκφραση, γινόταν τόσο καταπληκτικό που δεν άντεχες να το κοιτάξεις. Τότε θυμόμουν την Αγία Γραφή που λέει ότι λόγω της δόξας του προσώπου του Μωυσή ο λαός φοβόταν να τον κοιτάξει.
Φορούσε χοντροκομμένα ρούχα, όπως οι εργάτες μοναχοί, και ντυνόταν με πολλά ρούχα ακόμη και το καλοκαίρι γιατί έπασχε από ρευματισμούς. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο Παλαιό Ρωσικό έπαθε ψύξη στο κεφάλι και μαρτυρικοί πονοκέφαλοι τον ανάγκαζαν να παραμένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
Ήταν ολιγογράμματος. Στο σχολείο του χωριού του είχε φοιτήσει μόνο «δύο χειμώνες» αλλά λόγω της συχνής ανάγνωσης της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων έδινε την εντύπωση εγγράμματου ανθρώπου. Από τη φύση του ήταν έξυπνος, αλλά η μακρόχρονη εμπειρία του πνευματικού αγώνα και της εσωτερικής νοεράς προσευχής, των μεγάλων δοκιμασιών και των εξαιρετικών θείων επισκέψεων τον είχαν κάνει υπεράνθρωπα σοφό και οξυδερκή.
Ο άγιος Σιλουανός ήταν άνθρωπος με πραγματικά τρυφερή καρδιά, συγκινητική αγάπη και εξαιρετική λεπτότητα και ευσπλαχνία χωρίς καμιά θηλυπρεπή συναισθηματικότητα. Το συνεχώς βαθύ πνευματικό του πένθος ποτέ δεν εκφραζόταν με συναισθηματικά κλαψουρίσματα. Η ακοίμητη εσωτερική του ένταση δεν είχε ούτε υποψία νευρικότητας.
Ήταν άνθρωπος, ανδρείος και πράος, εντελώς άφοβος κι ελεύθερος χωρίς όμως ούτε ίχνος θρασύτητας. Το μόνο που φοβόταν ήταν να μην λυπήσει τον Θεό.
Συχνά, όταν συνομιλούσε με κάποιον, είχε την δύναμη να επιδρά στον συνομιλητή του μέσω της προσευχής και να του δίνει να βιώσει τις καταστάσεις για τις οποίες μιλούσε.
Κάποτε σε συζήτηση που είχε με έναν μεγάλο ρώσο ασκητή, τον πατέρα Στρατόνικο σε ερώτηση του «πώς μιλάνε οι τέλειοι;» ο γέροντας Σιλουανός απάντησε: «δεν λένε τίποτα δικό τους, τίποτα από τον εαυτό τους, λένε μόνο ότι τους δίνει το Άγιο Πνεύμα». Ο Στρατόνικος εκείνη τη στιγμή βίωσε την κατάσταση για την οποία του μίλησε ο Σιλουανός. Του αποκαλύφθηκε νέο μυστήριο της πνευματικής ζωής που του ήταν μέχρι τότε άγνωστο: το μυστήριο της γεννήσεως στη καρδιά λόγου εμπνευσμένου από το Θεία Χάρη.
Η καρδιά του ήταν ευαίσθητη και συνέπασχε με όλη την κτίση. Κάποτε ενώ περπατούσαμε σε ένα μονοπάτι έξω από το Μοναστήρι χτύπησα με το ραβδί μου την κορυφή των βλαστών ώστε να εμποδίσω την ωρίμανση των σπόρων, για να μη κλείσουν το μονοπάτι. Η πράξη μου αυτή φάνηκε βάναυση στον Γέροντα, και κούνησε ελαφριά το κεφάλι του. Ο Γέροντας έλεγε ότι το Πνεύμα του Θεού διδάσκει την ευσπλαχνία για όλη τη κτίση. Γνώριζε όμως ότι όλη η κτίση δημιουργήθηκε για να υπηρετεί τον άνθρωπο, οπότε όταν υπάρχει ανάγκη μπορεί ο άνθρωπος να χρησιμοποιεί τα πάντα. Ο ίδιος θέριζε το χορτάρι, έκοβε ξύλα στο δάσος, έτρωγε ψάρια.
Ήταν καταπληκτική αφ’ ενός η ευαισθησία του για τα ζώα, έκλαψε κάποτε που χωρίς ανάγκη σκότωσε μια μύγα, ή σκότωσε νυχτερίδες στο «Κατάστημα» όπου εργαζόταν. Όμως για τα ζώα θεωρούσε ότι είναι «γη» στην οποία δεν πρέπει να προσκολλάται ο νους του ανθρώπου. Θεωρούσε διαστροφή την προσκόλληση προς τα ζώα που παίρνει τη μορφή «φιλίας». Όποιος αγαπά αληθινά τον άνθρωπο και στις προσευχές του πενθεί για όλο τον κόσμο δεν προσκολλάται στα ζώα.
Το φθινόπωρο του 1892 έφθασε ο Συμεών στο Άγιον Όρος. Σύμφωνα με το έθιμο πέρασε μερικές μέρες σε πλήρη ησυχία για να θυμηθεί τα αμαρτήματα της ζωής του. Το μαρτύριο της κόλασης που βίωνε μετά την επίσκεψη του στον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης γέννησε μέσα του φλογερή μετάνοια. Με μεγάλο φόβο εξομολογήθηκε τα αμαρτήματα του κι ο πνευματικός του είπε: «εξομολογήθηκες τα αμαρτήματα σου μπροστά στο Θεό, γνώριζε ότι όλα σου έχουν συγχωρεθεί. Πορεύου εν ειρήνη και χαίρε». Όταν ο Συμεών άκουσε αυτά τα λόγια, μη γνωρίζοντας ότι χρειάζεται εγκράτεια και στη χαρά, έχασε την πνευματική ένταση, την κατάσταση στην οποία βρισκόταν μετά την επίσκεψη του στον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης. Άρχισε να έχει σαρκικούς λογισμούς, πρόσβαλλαν το νου του δελεαστικές εικόνες κι ο λογισμός του έλεγε: «πήγαινε να παντρευτείς». Όταν τα εξομολογήθηκε ο πνευματικός του είπε: «μη δέχεσαι ποτέ λογισμούς» και για τα επόμενα σαράντα έξι χρόνια της μοναχικής του ζωής ποτέ του δεν δέχθηκε πορνικό λογισμό.
Προσευχόταν με ένταση και βαριά οδύνη και ζητούσε από τον Δυνάμενο να τον σώσει. Τρεις βδομάδες περίπου μετά ενώ προσευχόταν μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, η προσευχή εισήλθε στην καρδιά του και άρχισε να τελείται εκεί μέρα-νύχτα. Ένα βράδυ το κελί του πλημμύρισε από ασυνήθιστο φως το οποίο διαπερνούσε το σώμα του, το έκανε διαφανές σε σημείο να βλέπει μέσα από τον θώρακα του τα όργανα του σώματος του. Ο λογισμός του έλεγε: «δέξου το είναι η χάρη». Αυτός όμως παρέμενε σε απορία. Μετά από αυτό το γεγονός το πνεύμα της συντριβής απομακρύνθηκε. Έχασε το πνεύμα της μετάνοιας. Προσευχόταν πλέον χωρίς κατάνυξη. Μετά την όραση εκείνου του φωτός άρχισαν να του εμφανίζονται δαίμονες κι αυτός άρχισε να συνομιλεί μαζί τους. Οι επιθέσεις σιγά-σιγά δυνάμωναν. Άλλοτε τον ανέβαζαν στον ουρανό κι άλλοτε τον έριχναν στην άβυσσο της απώλειας. Κοιμόταν δύο περίπου ώρες το εικοσιτετράωρο. Εξαντλήθηκε, έφτασε σε πλήρη απόγνωση και μια μέρα πριν το εσπερινό σκέφθηκε: «Θεόν εκδυσωπήσαι αδύνατον!» με τον λογισμό αυτό αισθάνθηκε πλήρη εγκατάλειψη, η ψυχή του επί μία ώρα περίπου βυθίστηκε σε σκοτάδι απερίγραπτης αγωνίας.
Στον εσπερινό, στον τόπο της εικόνας του Σωτήρος είδε ζωντανό τον Χριστό. Ο Κύριος με ακατάληπτο τρόπο φανερώθηκε στον νεαρό δόκιμο και όλη του η ύπαρξη, και το σώμα του, γέμισε με το πυρ της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, το πυρ που έφερε ο Κύριος στη γη με την έλευση Του. Ο Συμεών ένιωσε μεγάλη εξάντληση και ο Κύριος εξαφανίστηκε. Το Θείο Φως τον περιέλαμψε, βγήκε από αυτόν τον κόσμο και ανέβηκε στον Ουρανό, όπου άκουσε άρρητα ρήματα, έλαβε νέα γέννηση άνωθεν. Η γαλήνια μορφη του Χριστού τον αιχμαλώτησε ολόκληρο, ηρπάγη στην θεωρία της Θεότητος έξω από τα σχήματα του κόσμου. Γνώρισε τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα που ενήργησε μέσα του. Όπως βεβαιώνει στα γραπτά του, όταν ο Κύριος εμφανίζεται στην ψυχή, εκείνη δεν μπορεί να μην Τον αναγνωρίσει, Αυτόν ως Ποιητή και Θεό της.
Δια του αγίου Σιλουανού η πρόνοια του Θεού έδωσε στον κόσμο νέο υπόδειγμα, νέα μαρτυρία για την άμετρη αγάπη Του, ώστε δια του Σιλουανού να ορθωθούν οι παραλελυμένοι από την απόγνωση άνθρωποι της εποχής μας. Ο λόγος του Χριστού για τον Σιλουανό δεν ήταν ηθικές εντολές αλλά το Ζωοποιούν Πνεύμα, αυτή η ίδια η αιώνια ζωή, ο Θεός εν τη ενεργεία Του. Αμαρτία δεν είναι η παράβαση ηθικών κανόνων αλλά η αποστασία από την αιώνια Θεία ζωή. Ο γέροντας Σιλουανός αισθανόταν αφόρητο πόνο από την αμαρτία και η μετάνοια του ήταν ακράτητη και επίμονη μετά κλαυθμού, μέχρι να αισθανθεί η ψυχή του τη συγχώρηση του Θεού, την εναργή επανάκτηση της Χάρης. Μετανοώντας δεν ζητούσε μόνο συγνώμη, την οποία εύκολα δίνει ο Θεός και για ένα απλό στεναγμό μεταμέλειας. Ζητούσε άφεση ώστε η Χάρη αισθητά να επανακάμψει στην ψυχή. Ζητούσε αν ελευθερωθεί από τον «νόμο της αμαρτίας». Άκουγε και εφάρμοζε με επιμέλεια τις συμβουλές του γέροντα Ανατόλιου και κάποτε ο πατήρ Ανατόλιος με φανερή έκπληξη του είπε: «Αν τώρα είσαι τέτοιος, πώς θα είσαι όταν γεράσεις!» Ο πατήρ Ανατόλιος ήταν επιμελής ασκητής, είχε γεράσει στην άσκηση και ήταν φυσικό να εκπλαγεί από πνευματικά βιώματα του νεαρού μοναχού αλλά ήταν λάθος του να εκφραστεί έτσι. Έδωσε στον νεαρό αθλητή αφορμή κενοδοξίας. Άρχισαν να του εμφανίζονται δαίμονες και να τον πολεμούν σφοδρά την ώρα της προσευχής.
Στον αγώνα του για τη διαφύλαξη της χάρης ο μοναχός Σιλουανός έφτασε σε μέτρα που στον κοινό άνθρωπο θα φανούν ανεπίτρεπτα σκληρά, θα φανούν ως διαστροφή του Χριστιανισμού. Η ψυχή όμως που γνώρισε τον Θεό, που υψώθηκε από στην θεωρία του κόσμου του αιωνίου φωτός και μετά έχασε τη χάρη βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση που όποιος δεν το έζησε δεν μπορεί να το καταλάβει. Αυτός που γνώρισε την απερίγραπτη γλυκύτητα της αγάπης του Θεού δεν μπορεί πλέον να γοητευθεί ή να πλανηθεί από την επίγεια ζωή, από αυτόν τον κόσμο. Η επίγεια ζωή γίνεται καταθλιπτικό φορτίο και με κλαυθμό ζητά πάλι εκείνη την ζωή την οποία άγγιξε. Άνδρας που έχασε την αγαπημένη του γυναίκα, μητέρα που στερήθηκε τον μονάκριβο γιο της, μόνο εν μέρει μπορούν να συλλάβουν την οδύνη που βιώνει αυτός που έχασε τη Χάρη, γιατί η αγάπη του Θεού είναι απείρως ανώτερη από οποιαδήποτε ανθρώπινη αγάπη.
Δεκαπέντε χρόνια πέρασαν από την ημέρα της εμφανίσεως του Κυρίου στον Σιλουανό και οι δαίμονες τον πολεμούν σφοδρά. Ένα βράδυ σηκώθηκε να κάνει μετάνοιες αλλά είδε μπροστά του γιγάντια μορφή δαίμονα να στέκεται μπροστά στην εικόνα για να δεχτεί αυτός την προσκύνηση. Το κελλί ήταν γεμάτο δαίμονες. Ο Σιλουανός κάθισε πάλι στο σκαμνί, έσκυψε το κεφάλι και πρόφερε τη προσευχή: «Κύριε, βλέπεις ότι θέλω να προσευχηθώ με καθαρό νου, αλλά οι δαίμονες δεν με αφήνουν. Δίδαξε με τι πρέπει να κάμνω για να μην με ενοχλούν».
Και άκουσε την απάντηση:
«Οι υπερήφανοι πάντοτε έτσι υποφέρουν από τους δαίμονες».
«Κύριε δίδαξε με τι πρέπει να κάνω για να ταπεινωθεί η ψυχή μου».
«Κράτα τον νου σου στον άδη και μη απελπίζεσαι»!
Ήταν μαθημένος να κρατάει τον νου του στον άδη. Το καινούργιο ήταν το «μην απελπίζεσαι». Προηγουμένως έφθανε μέχρι του σημείου της απελπισίας. Τώρα διδάχθηκε ότι ρίζα όλων των αμαρτιών, σπόρος του θανάτου, είναι η υπερηφάνεια. Ότι ο Θεός είναι ταπείνωση. Έμαθε ότι η ταπείνωση είναι ιδίωμα της Θείας αγάπης, του Θείου Είναι. Ότι όποιος θέλει να ενωθεί με τον Θεό πρέπει να ενδυθεί την ταπείνωση. Έμαθε ότι όλος ο αγώνας οφείλει να κατευθύνεται προς την απόκτηση της ταπείνωσης.
Η ψυχή του Σιλουανού πλέον πανηγυρίζει. Του δόθηκε να γνωρίσει το μέγα μυστήριο του Είναι, να το γνωρίσει οντολογικά, βιωματικά! Η πρώτη εμφάνιση του Κυρίου ήταν γεμάτη απερίγραπτο φως, πλούτο αισθημάτων, δύναμη αγάπης, χαρά αναστάσεως, πραγματική, βιωματική, υπέρβαση του θανάτου. Όμως εκείνο το φως κρύφτηκε. Τώρα κατάλαβε ότι η ψυχή του τότε δεν είχε ούτε την ορθή γνώση, ούτε τις απαιτούμενες δυνάμεις για να το διαφυλάξει. Του φανερώθηκε το αληθινό νόημα της απάντησης του αββά Ποιμένα προς τους μαθητές του: «Πιστέψτε τέκνα μου. Στον τόπο όπου βάλλεται ο σατανάς, εκεί βάλλομαι». Κατάλαβε την αξία του λογισμού που δίδαξε ο υποδηματοποιός στον Μέγα Αντώνιο: «Όλοι σώζονται, εγώ δε μόνος απόλλυμαι». Είδε ότι η υπερηφάνεια είναι η πανώλεθρος δύναμη που απομακρύνει τους ανθρώπους από τον Θεό και γεμίζει τον κόσμο δυστυχία και θλίψεις. Αυτή είναι η μάστιγα της ανθρωπότητας, το διαβολικό σπέρμα του θανάτου, ο ιός της απωλείας, που βυθίζει όλη τη γη στο σκοτάδι της απόγνωσης. Πλέον ο πατήρ Σιλουανός θα συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στον αγώνα για την απόκτηση της ταπείνωσης του Χριστού.
Η πνευματική αυτή εργασία ταχέως τον οδήγησε στην ειρήνη της ψυχής και στην καθαρή προσευχή. Η Χάρη πλέον δεν τον εγκαταλείπει, την φέρει αισθητά στην καρδιά του, αισθάνεται τη ζωντανή παρουσία του Θεού. Η βαθειά ειρήνη του Χριστού πλημμυρίζει τη ψυχή του και το Άγιο Πνεύμα τον γεμίζει με δύναμη αγάπης. Άλλα δεκαπέντε χρόνια πέρασαν μέχρις ότου λάβει τη δύναμη να αποκρούει με απλή εσωτερική κίνηση του νου κάθε λογισμό, κάθε πειρασμό. Και ενώ ελευθερώνεται από όσα τον έπλητταν βαρέως τόσα χρόνια αρχίζει ένα καινούργιο στάδιο. Η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. «Να προσεύχεσαι υπέρ των ανθρώπων σημαίνει να χύνεις αίμα», έλεγε ο γέροντας Σιλουανός. Η αγάπη του Χριστού είναι μακαριότητα που δεν συγκρίνεται καμιά μακαριότητα αυτού του κόσμου και συγχρόνως είναι πάθος, είναι μαρτύριο μέχρι θανάτου. Να αγαπάς με την αγάπη του Χριστού σημαίνει να πίνεις εκείνο το ποτήριο που Αυτός ο Άνθρωπος-Χριστός ζήτησε από τον Πατέρα να παρέλθει από Αυτόν. Με την καθαρή προσευχή ο ασκητής εισέρχεται στην καρδιά του, πρώτα στην σάρκινη καρδιά, τελικά στην «βαθεία» καρδία, την πνευματική, και μέσα σ’ αυτήν βλέπει ότι το είναι όλης της ανθρωπότητας δεν του είναι κάτι το ξένο, αλλά ότι είναι αχώριστα συνδεδεμένο με την προσωπική του ύπαρξη. «Ο αδελφός μας είναι η ζωή μας», έλεγε ο Γέροντας Σιλουανός. Με την αγάπη του Χριστού αισθανόμαστε όλους τους ανθρώπους ως αναπόσπαστο μέρος της υποστατικής μας υπάρξεως, του εαυτού μας, του «εγώ» μας.
Κάποιοι ασκητές μετά που ελευθερώθηκαν από δικά τους πάθη αισθάνθηκαν να χαλαρώνει μέσα τους η αγωνιστικότητα τους και γι’ αυτό έφτασαν στο σημείο να ζητάνε από τον Χριστό να επιστρέψουν τα πάθη ώστε να έχουν λόγο να αγωνίζονται και να μην χαλαρώνουν. Ο γέροντας Σιλουανός τώρα κατάλαβε ότι αυτό ήταν λάθος. Το επόμενο στάδιο είναι η προσευχή υπέρ όλης της ανθρωπότητας που φέρνει τον προσευχόμενο σε επαφή με το τεραστίων διαστάσεων κοσμικό κακό, τον κάνει να βιώνει την αμαρτία όλου του κόσμου ως δική του και δίνει ατέλειωτα «καύσιμα» στο καμίνι της πύρινης προσευχής υπέρ του «όλου Αδάμ».
Ο Γέροντας Σιλουανός άρχισε να αντιλαμβάνεται την εντολή «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» όχι ως ηθικό κανόνα. Το «ως σεαυτόν» δεν έχει πλέον το νόημα «τόσο όσο τον εαυτό σου» αλλά «σαν εαυτό σου» δηλαδή να αγαπάς τον πλησίον νιώθοντας τον εαυτό σου, νιώθοντας την οντολογική κοινότητα, ενότητα της ανθρώπινης φύσης. Άρχισε να βιώνει το μυστήριο του «Όλου Αδάμ». Ο Υιός του ανθρώπου φέρει εν Εαυτώ ολόκληρη την ανθρωπότητα και έπαθε για «όλον τον Αδάμ». Το Πνεύμα το Άγιο διδάσκοντας στον Σιλουανό την αγάπη του Χριστού, του έδιδε το χάρισμα να ζει την αγάπη αυτή η οποία περιπτύσσεται όλη την ανθρωπότητα. Στην επίγεια ζωή υπάρχει διαδοχική σειρά, αλλά στην αιωνιότητα ΟΛΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ. Ο γέροντας Σιλουανός προσευχόταν πλέον για όλους τους νεκρούς οι οποίοι βρίσκονται εν βασάνοις, προσευχόταν για όλους τους ζωντανούς ακόμη και για τις επερχόμενες γενιές, προσευχόταν υπέρ του «όλου Αδάμ», για όλη την ανθρωπότητα από τον πρώτο Αδάμ μέχρι τον τελευταίο που θα γεννηθεί από γυναίκα. Η σκέψη ότι κάποιοι άνθρωποι θα βασανίζονται στο «σκότος το εξώτερο» του ήταν αφόρητη. Προσευχόταν υπέρ όλης της ανθρωπότητας. «Όταν ο νους είναι όλος στον Θεό, τότε ο κόσμος λησμονείται εντελώς» έλεγε. Όταν όμως για άγνωστη αιτία λαμβάνει τέλος η διαμονή στον Θεό, τότε η ψυχή παύει να προσεύχεται, ειρηνεύει, πληρούται αγάπης και βαθείας αναπαύσεως, και συγχρόνως κατέχεται από λεπτή λύπη για την απομάκρυνση του Κυρίου, γιατί η ψυχή ποθεί να μένει αιωνίως μαζί Του.
Απολυτίκιο.
Ήχος γ'.
Θείας
πίστεως.Κήρυξ δέδοσαι, τη οικουμένη, συ γλυκύτατος, εν θεολόγοις, της του
Χριστού αγάπης τρισόλβιε· τον Ταπεινόν γαρ και Πράον εώρακας, και την Εκείνου
καρδίαν κατέμαθες. Όθεν άπαντες, Σιλουανέ ελλαμπόμενοι, τοις θεογλώσσοις
ρήμασι, δοξάζομεν το Πνεύμα το δοξάσαν σε.
Απολυτίκιο.
Ήχος πλ. α'. Τον Συνάναρχον Λόγον.
Κατηγλάϊσας
Πάτερ Όρος του Άθωνος, υπέρ φύσιν βιώσας και την του Πνεύματος, επιδειξάμενος
ημίν θείαν ενέργειαν, όθεν τιμώντες σου σεπτώς, την μνήμην ω Σιλουανέ,
δοξάζομεν εκ καρδίας, τον παρασχόντα σε μέγαν, τη Εκκλησία χριστοκήρυκα.
Απολυτίκιο.
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίων εφάμιλλος,
και κοινωνός αληθώς, εσχάτοις εν έτεσι, δι’ εναρέτου ζωής, εδείχθης μακάριε.
Όθεν Σιλουανέ σε, η ουράνιος δόξα, δέδεκται μετά τέλος, σύν Οσίοις Πατράσι·
μεθ’ ών και καθικέτευε, υπέρ των τιμώντων σε.
Κοντάκιο. Ήχος
δ’. Επεφάνης σήμερον.
Των Οσίων
σύσκηνος των πάλαι ώφθης, εναρέτοις πράξεσι, Χριστόν δοξάσας επί γής, Σιλουανέ
παναοίδιμε, και εκομίσω τον άφθαρτον στέφανον.
Μεγαλυνάριο.
Χαίροις θεοφόρε
Σιλουανέ, ο εσχάτοις χρόνοις, διαλάμψας ασκητικώς· χαίροις των εν Άθω,
υπόδειγμα Πατέρων, και προς Χριστόν μεσίτης, ημών θερμότατος.